Εκλογικό κάδρο με κυβερνητικές προτάσεις και…Δημοκρατία
Στην προεκλογική πρεμιέρα του Περιστερίου ο Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε να διαλύσει ένα νέφος παραπλάνησης που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ να σηκώνει το θέμα των υποκλοπών επειδή δεν διαθέτει κυβερνητικό πρόγραμμα. Για όσους και όσες μπορούν να ακούνε και ξέρουν να διαβάζουν, στην ομιλία του συμπύκνωσε μέτρα και πολιτικές διακυβέρνησης που συνιστούν (κοστολογημένο) πρόγραμμα με αρχή, μέση και τέλος. Το ζήτημα, πλέον, δεν είναι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ή όχι κυβερνητική πρόταση -γιατί έχει- αλλά εάν αυτή η πρόταση μπορεί να συγκινήσει την κοινωνική και εκλογική πλειοψηφία.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών ως -κατά τον ΣΥΡΙΖΑ- απόδειξη εκτροπής δεν θα υποσταλεί ως προεκλογική σημαία. Θα κρατηθεί ψηλά επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση αξιολογεί ότι καμία πολιτική “δημοσίου συμφέροντος” δεν μπορεί να ασκηθεί χωρίς υψηλή ποιότητα δημοκρατίας.
Άρα, πορευόμαστε ουσιαστικά προς τις κάλπες με δύο αντίπαλα προγραμματικά πλαίσια, της Ν.Δ και του ΣΥΡΙΖΑ, και δύο πρόσωπα που τα εγγυώνται και τα υποστηρίζουν, τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα. Το εκλογικό “σετ” ολοκληρώνεται και είναι αυτό που θα αξιολογηθεί και θα κριθεί στις εκλογές.
Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να αποδομήσει την στρατηγική Τσίπρα και να αναδείξει την αναξιοπιστία του επικαλούμενη την κυβερνητική του θητεία 2015-19. Είναι αλήθεια πως αυτή η τακτική θα βρει ευήκοα ώτα και πέραν του στενού και ακλόνητου εκλογικού ακροατηρίου της Ν.Δ, κυρίως στον λεγόμενο και ελαφρώς απροσδιόριστο χώρο του Κέντρου. Οι “στιγμές” του καλοκαιριού του 2015, πρόσωπα και συμπεριφορές της προηγούμενης διακυβέρνησης, το αφήγημα της υπερφορολόγησης, λόγια και δεσμεύσεις που ειπώθηκαν και έγιναν …αέρας είναι ένα αρκετά ισχυρό οπλοστάσιο. Μπορεί το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο να έχει σκορπίσει, είναι ακόμα ισχυροί, ωστόσο, κάποιοι θύλακες στον χώρο των αναποφάσιστων και στηρίζονται από προγεφυρώματα κάποιων μέσων ενημέρωσης και αρκετών δημοσιολογούντων.
Η στρατηγική αυτοδυναμίας του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι, επίσης, ισχυρή, όχι επειδή είναι αναγκαία ως “μονόδρομος σταθερότητας” αλλά κυρίως διότι είναι εύληπτη σε ακροατήρια που δεν ξοδεύουν ούτε λεπτό για να μελετήσουν τα προγράμματα ή να αμβλύνουν εμπάθειες και εμμονές από τις οποίες διέπονται. Ας μη γελιόμαστε, η Ν.Δ ως συντηρητική παράταξη επιδεικνύει εντυπωσιακή ανθεκτικότητα και κατορθώνει να αφομοιώσει την ευθύνη της επειδή στην “βάρδια” της έσκασε η χρεοκοπία της χώρας, ακόμα και την σημερινή πρωτοφανή θεσμική κρίση με τις υποκλοπές και τα συναφή. Το φαινόμενο πρέπει να σημειωθεί ακριβώς επειδή δείχνει πόσο ισχυροί είναι οι δεσμοί της με μεγάλη μερίδα του εκλογικού πληθυσμού (κυρίως τους μεγαλύτερης ηλικίας) και ότι διατηρεί “απόθεμα” εκλογικής επιρροής που μπορεί τελικάνα κάνει την διαφορά.
Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι στις μετρήσεις (Τάσεις MRB κ.ά) η Ν.Δ εμφανίζεται να χάνει το 10% της εκλογικής της δύναμης του 2019 προς τα δεξιά της επιβεβαιώνει πως πάνω από την κάλπη μπορεί να προσελκύσει κρίσιμες ψήφους που θα της δώσουν προβάδισμα νίκης. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πρέπει να κοπιάσει διπλά και τριπλά για να αντλήσει ψήφους από τα αριστερά, ακόμα περισσότερο για να κερδίσει ψηφοφόρους της αδιευκρίνιστης ζώνης και του λεγόμενου μεσαίου χώρου.
Η τελευταία απόφασή του για αποχή από τις ψηφοφορίες στη Βουλή και η κόντρα με το ΠΑΣΟΚ (αν και διογκωμένη σκοπίμως από την Χαριλάου Τρικούπη) ίσως επιδείνωσαν αυτό το κλίμα, παρότι συσπειρώνουν σε βαθμό πολεμικής επιστράτευσης το δικό του εκλογικό κοινό (31,5%). Μένει να το δούμε. Αν, για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός αποφασίσει να μεταθέσει τις εκλογές από την σχεδόν προεξοφλημένη 9η Απριλίου στον Μάϊο, το χρονικό διάστημα της κοινοβουλευτικής αποχής θα φανεί περισσότερο, όπως και η απουσία από την ψήφιση προεκλογικών μεν, με θετικό πρόσημο δε, μέτρων παροχών.
Καθώς μπαίνουμε, πάντως, στην τελική ευθεία, το αφήγημα “ο ΣΥΡΙΖΑ πολώνει γιατί δεν έχει κυβερνητικό σχέδιο” αποδομείται, και η αντιπαράθεση αποκτά σαφή προγραμματικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, όμως, η διάρρηξη θεσμών και σταθερών του πολιτεύματος με ευθύνη της κυβέρνησης θα επηρεάσει μικρότερα αλλά πολύ κρίσιμα εκλογικά κοινά, τα οποία,επιπροσθέτως, έχουν πολλαπλασιαστική επιρροή.