Δημοσίευμα Spectator: “Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στο Βρετανικό μουσείο” – “Μεταφέρθηκαν νόμιμα από τον Έλγιν”
Προκαλεί με σημερινό δημοσίευμά του το Spectator, με ένα πρωτοφανές παραλήρημα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, αφού εναντιώνεται στην επιστροφή τους στην Ελλάδα, την ώρα που τα περισσότερα βρετανικά ΜΜΕ αναφέρουν ότι έχουν γίνει προχωρημένες συζητήσεις μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου.
Οι Times, ο Guardian και η Telegraph γράφουν επανειλημμένα ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι πιθανό να επιστρέψουν σύντομα στην Ελλάδα. Όμως, το εβδομαδιαίο βρετανικό έντυπο Spectator εναντιώνεται σε αυτήν την προοπτική, εξαπολύει επίθεση κατά των Ελλήνων και υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι ο Παρθενώνας «χτίστηκε κυρίως από σκλάβους».
Στο άρθρο του, «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα και η σαπίλα της αποαποικιοποίησης», ο ιστορικός Ζαρίρ Μασάνι αναφέρει ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα μεταφέρθηκαν νόμιμα από τον λόρδο Έλγιν το 1802, αφού ο Παρθενώνας ήταν «ένα παραμελημένο ερείπιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» ενώ τονίζει ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι οι σύγχρονοι Έλληνες κατάγονται από τους αρχαίους Αθηναίους.
«Ο Έλγιν έσωσε τα κλασικά ερείπια από την καταστροφή»
«Η νομιμότητα των ελληνικών διεκδικήσεων των Μαρμάρων είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων αμφίβολη. Η ζωφόρος του Παρθενώνα, που χτίστηκε κυρίως από σκλάβους το 500 π.Χ., φέρεται να «εκλάπη» από τον Έλγιν το 1802, ενώ ήταν Βρετανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη. Ο Παρθενώνας εκείνη την εποχή ήταν ένα παραμελημένο ερείπιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον τότε διεθνώς αναγνωρισμένο ηγεμόνα της σημερινής Ελλάδας. Ο Παρθενώνας είχε χρησιμοποιηθεί ως αποθήκη πυρομαχικών και είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από εκρήξεις. Όταν έφθασε ο Έλγιν, ο χώρος κανιβαλιζόταν από Τούρκους που πουλούσαν κομμάτια του ως αναμνηστικά στους τουρίστες», γράφει ο Ζαρίρ Μασάνι στο κείμενό του στον Spectator.
Ο ίδιος προσθέτει ότι «δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο πληθυσμός της σύγχρονης Ελλάδας δικαιούται μετά από δυόμισι χιλιετίες να ισχυρίζεται ότι κατάγεται είτε από τους σκλάβους που έχτισαν τον Παρθενώνα είτε από τους Αθηναίους ηγεμόνες που ανέθεσαν την κατασκευή του. Οι πληθυσμοί έχουν μεταναστεύσει, αναμειχθεί και αλλοιωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο εδώ και χιλιετίες, έτσι λίγοι από εμάς μπορούν να διεκδικήσουν δικαιώματα με βάση τη γεωγραφική ή την εθνική συνέχεια από την αρχαιότητα».
Παράλληλα, ισχυρίζεται ότι «τα Γλυπτά μεταφέρθηκαν εντελώς νόμιμα από τον Έλγιν, με επίσημη άδεια από την οθωμανική κυβέρνηση στο Λονδίνο, με προσωπικό κόστος 5 εκατομμυρίων λιρών. Αργότερα πουλήθηκαν, πάλι εντελώς νόμιμα, στη βρετανική κυβέρνηση, η οποία με τη σειρά της τα δώρισε στο Βρετανικό Μουσείο. Όλες αυτές οι συναλλαγές καταγράφονται σε σχετικά έγγραφα. Το νέο ελληνικό κράτος, το οποίο δημιουργήθηκε με βρετανική βοήθεια, είχε απαίτηση για τα μάρμαρα μισό αιώνα μετά».
Μεταξύ άλλων, φτάνει στο σημείο να… υμνήσει τον λόρδο Έλγιν αφού χάρη σε αυτόν «διασώθηκαν τα κλασικά ερείπια από την αφάνεια, την παραμέληση και την καταστροφή», σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μασάνι.
«Ανήκουν στο Βρετανικό Μουσείο»
Επίσης, στο ίδιο άρθρο, ο Ζαρίρ Μασάνι κατηγορεί την «καμπάνια “απο-αποικιοποίησης”» ως μια επιχείρηση πλύσης εγκεφάλου της Ελλάδας, καθώς αυτή είναι υπεύθυνη για το «ενδεχόμενο επιστροφής, με το πρόσχημα του δανεισμού, ορισμένων από τα πιο εμβληματικά αντικείμενα του Βρετανικού Μουσείου, των Μαρμάρων του Παρθενώνα».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελληνική κυβέρνηση, που εξακολουθεί να διεκδικεί τη νόμιμη ιδιοκτησία, δεν θα επιστρέψει ποτέ πρόθυμα ένα τέτοιο δάνειο, και όλοι γνωρίζουμε ότι η κατοχή αντιπροσωπεύει τα εννέα δέκατα του νομικού καθεστώτος. Η τρέχουσα συμφωνία, που σχεδιάστηκε για να παρακάμψει τους κανόνες που εμποδίζουν τα βρετανικά μουσεία να παραχωρούν τους εθνικούς τους θησαυρούς, έγινε με τη μεσολάβηση του πρώην υπουργού Πολιτισμού Λόρδου Βέιζι και του πρώην υπουργού Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν, νυν προέδρου του Βρετανικού Μουσείου, αλλά οι λεπτομέρειες της δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί», γράφει ο ιστορικός.
Το προκλητικό άρθρο καταλήγει με την προσωπική άποψη του Μασάνι ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στο Βρετανικό Μουσείο, όπου τα θαυμάζουν πάνω από 6 εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο και όχι στο Μουσείο της Ακρόπολης, όπου έρχονται κάθε χρόνο λιγότερο από το ένα τρίτο των παραπάνω επισκεπτών.