Στην διπλή κάλπη κρίνεται η επιβίωση του ΠΑΣΟΚ και του Νίκου Ανδρουλάκη- Σενάρια και αριθμοί
Το βράδυ της πρώτης εκλογής με απλή αναλογική, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα έχει εκλέξει από 41 έως 44 βουλευτές, με βάση τρία διαφορετικά σενάρια πεντακομματικής, εξακομματικής, ή επτακομματικής Βουλής (πρόσφατη μέτρηση και “προσομοίωση” από την Pulse για τον Σκάϊ). Σήμερα διαθέτει 22 έδρες στο Κοινοβούλιο. Με ένα ποσοστό κοντά στο 12% -κάτι που θεωρείται αρκετά πιθανό-, θα έχει, δηλαδή, διπλασιάσει τους βουλευτές του. Αναμφίβολα θα είναι μία στιγμή ευφορίας, το ερώτημα είναι πόσο θα διαρκέσει.
Περίπου ένα μήνα αργότερα, μετά την δεύτερη κάλπη με το ενισχυμένο εκλογικό σύστημα που ψήφισε η κυβέρνηση της Ν.Δ, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα έχει πιθανότατα χάσει τις μισές από αυτές τις έδρες, καθώς όλοι οι δημοσκόποι προβλέπουν πως θα συνθλιβεί στις μυλόπετρες του δικομματισμού, μεταξύ Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ, καθώς θα έχει μπει σκληρά και εν μέσω πόλωσης του δίλημμα διακυβέρνησης. Εάν, δε, το ποσοστό του σε αυτή την δεύτερη αναμέτρηση πέσει κάτω από το 10%, ή, ακόμα χειρότερα, επιστρέψει κοντά στο 8,1% που επέτυχε το 2019 η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά, ο Νίκος Ανδρουλάκης θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση με την ηγεσία του και την εκλογική στρατηγική του να αμφισβητείται έντονα.
Σε κάθε περίπτωση, δε, είτε αποφασίσει να συνεργαστεί με τη Ν.Δ (εάν είναι πρώτο κόμμα αλλά χωρίς αυτοδυναμία), είτε επιλέξει να παραμείνει στην αντιπολίτευση με την περιορισμένη απήχηση της μονοψήφιας εκλογικής καταγραφής, οι φυγόκεντρες δυνάμεις θα είναι ισχυρές. Το ίδιο, ίσως συμβεί και εάν πρώτο κόμμα αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ωστόσο είναι αρκετοί εκείνοι που υποστηρίζουν πως η ένταση της διαφωνίας κάποιων στελεχών θα είναι μικρότερη.
Τους επόμενους μήνες μέχρι τις εκλογές, ο Νίκος Ανδρουλάκης θα επιμένει στο δόγμα της πολιτικής αυτονομίας και θα καταφεύγει στην βολική (;) εξομοίωση της σημερινής κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με την προηγούμενη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Η προσέγγιση δεν ακούγεται πολύ λογική: α. η κυβέρνηση Τσίπρα δεν τον παρακολουθούσε με “νόμιμη επισύνδεση” μέσω ΕΥΠ, β. ψήφισε μια σειρά από νόμους πολύ κοντά στις πολιτικές που επαγγέλεται, γ. η σύγκριση μεταξύ της περιόδου του τρίτου μνημονίου και της σημερινής εκτός μνημονίων και εποπτείας δεν μπορεί να επιχειρηματολογηθεί. Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ (επί Ανδρουλάκη) καταψήφισε μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ αρκετά “εμβληματικά” νομοσχέδια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με κορωνίδα εκείνο που -κατά την Χαριλάου Τρικούπη- αποδομεί την ιστορική μεταρρύθμιση του ΕΣΥ του Ανδρέα Παπανδρέου και του Γιώργου Γεννηματά.
Είναι, ωστόσο, λογικό, για λόγους πολιτικής επιβίωσης, ο Νίκος Ανδρουλάκης να επιμένει στην αυτονομία του κόμματός του μέχρι τις εκλογές, από την άλλη, όμως, είναι υποχρεωμένος να μελετά τις κινήσεις του ανάλογα με την καταγραφή στην κάλπη. Θεωρητικά, το σενάριο που θα τον βόλευε είναι η αυτοδυναμία της Ν.Δ “μία κι έξω” και έτσι θα έλυνε τις διαφορές του με τον ΣΥΡΙΖΑ στο πεδίο της αντιπολίτευσης, ελπίζοντας πως θα μπορούσε να ενισχυθεί και στο μέλλον να διεκδικήσει να γίνει ο αντίπαλος πόλος της δεξιάς.
Η απλή αναλογική, που τόσο το ευνοεί αφού θα υπερδιπλασιάσει τις έδρες του, καθιστά την κατάσταση περίπλοκη. Εκείνο το βράδυ θα έχει μόνο μία κίνηση: να διαπραγματευτεί την προοπτική συμμετοχής του σε κυβέρνηση με την άνεση των 40 και πλέον βουλευτών και ένα διψήφιο ποσοστό. Όταν θα λάβει την τρίτη διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας έχει πει πως θα καταθέσει πρόταση προγραμματικής σύγκλισης. Έχει πει, ακόμα, πως επιδιώκει σχηματισμό “προοδευτικής κυβέρνησης” σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το κάνει με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αφενός επειδή δεν νοείται σοσιαλδημοκρατία σε μία σύμπραξη που παραπέμπει στο 2012, αφετέρου επειδή το φάντασμα της συρρίκνωσης εκείνης της εποχής κυκλοφορεί ακόμα στους διαδρόμους της Χαριλάου Τρικούπη. Από την άλλη, εάν η Ν.Δ έχει συγκεντρώσει ένα ποσοστό πάνω από 30% (μάλλον βέβαιο) δεν θα είναι σε θέση να απαιτήσει να μην είναι πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αλλά ούτε και να δεχθεί να συμπράξει με εκείνον που έχει κατηγορήσει ότι τον παρακολουθούσε με την υποψία ότι είναι εθνικά επικίνδυνος.
Με κατοχυρωμένες εκείνη την στιγμή 40 έως 44 έδρες, θα είναι μάλλον ευκολότερο να διαπραγματευτεί με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, εφόσον βεβαίως η εκλογική του καταγραφή είναι τόσο σημαντική ώστε να δημιουργεί προοπτικές ανόδου στην δεύτερη κάλπη και άρα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται έτοιμος να τον αντιμετωπίσει ως αρχηγό κόμματος 40 και πλέον εδρών και όχι 20 εδρών που θα έχει στην δεύτερη εκλογή. Κι αυτό θα αποτυπωθεί, όπως λένε συνομιλητές του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τόσο στο πρόγραμμα διακυβέρνησης, όσο και στην συμμετοχή στελεχών του στην κυβέρνηση συνεργασίας. Και επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, στην Κουμουνδούρου είναι ήδη έτοιμοι να συμφωνήσουν σε μία ακόμα πιο ευρεία συνεργασία που θα περιλαμβάνει την αξιοποίηση στελεχών του ΠΑΣΟΚ για την διεκδίκηση περιφερειών και δήμων στις αυτοδιοικητικές εκλογές που θα ακολουθήσουν. Για παράδειγμα, ο δήμος Αθηναίων και η περιφέρεια Αττικής είναι δύο στόχοι όχι δύσκολα επιτεύξιμοι.
Εάν αποφευχθούν πατερναλισμοί και προβολές “αριστεροσύνης”, από την μία πλευρά, και επίκληση της δόξας της πασοκικής παντοδυναμίας του παρελθόντος, από την άλλη, κάποιοι υποστηρίζουν πως μία τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να μακροημερεύσει και να λάβει χαρακτηριστικά συγκρότησης ενιαίου πόλου απέναντι στη Ν.Δ, με έντονα στοιχεία δικομματισμού της δεκαετίας του ’80 και του ’90.
Όλα αυτά θα κριθούν, τελικά, στα λίγα 24ωρα που θα ακολουθήσουν την κάλπη της απλής αναλογικής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (που σήμερα δεν διαφαίνονται), δε, είναι πιθανό να αποσυρθεί η τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα (ΔΕΘ) περί “κυβέρνησης των ηττημένων”.
Εάν, όμως, δεν επέλθει καμία συμφωνία, ο μήνας που θα μεσολαβήσει μεταξύ πρώτης και δεύτερης κάλπης θα είναι μία εξαιρετικά δύσκολη περίοδος για τον Νίκο Ανδρουλάκη, με σφοδρή πιθανότητα αυτό που θα ακολουθήσει (μετά τις δεύτερες εκλογές) να γίνει για τον ίδιο μία μικρή εσωκομματική …κόλαση.