Ανάλυση: Η αναβάθμιση του casus belli και οι εκλογές σε Τουρκία και Ελλάδα
Οι δηλώσεις Τσαβούσογλου συνιστούν -για τους παρατηρητικούς- όχι, μόνο, μία επανάληψη της επιθετικής ρητορικής της Άγκυρας αλλά μία επικίνδυνη “ποιοτική” αναβάθμιση. Το casus belli του 1995 αφορούσε την δυνητική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο Αιγαίο -αναφαίρετο δικαίωμα της χώρας βάσει του Δικαίου της Θάλασσας και του Διεθνούς Δικαίου-, τώρα ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών υπονοεί (και εν τέλει εννοεί…) πως η “απειλή πολέμου” επεκτείνεται και στην επέκταση στα 12 μίλια νοτίως και ανατολικά της Κρήτης.
Η συγκεκριμένη δήλωση δεν είναι μία ακόμα “υστερική” απειλή από την Άγκυρα και δεν πρέπει να συναρτάται (μόνο) με το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν καταβυθίζεται στις δημοσκοπήσεις και οδεύει σε μία αβέβαιη γι αυτόν εκλογική αναμέτρηση (Ιούνιο, ή ίσως και λίγο νωρίτερα). Οι μετρήσεις τον εμφανίζουν να χάνει από οποιονδήποτε αντίπαλο ηγηθεί του αντιπολιτευτικού μετώπου, ωστόσο οι ψυχραιμότεροι γνώστες των τουρκικών πολιτικών και κοινωνικών τεκτονικών πλακών επιμένουν πως ο Τούρκος πρόεδρος είναι “πολύ σκληρός για να πεθάνει (πολιτικά)”.
Η δήλωση Τσαβούσογλου, όμως, αποτελεί επί της ουσίας μία αναβάθμιση της γενικότερης στρατηγικής της γείτονος. Εδώ και καιρό έχει παρατηρηθεί, άλλωστε, η μετατόπιση του ενδιαφέροντος της Άγκυρας προς την ανατολική Μεσόγειο, σε μια προσπάθεια να καλύψει τα κενά της “κυκλωτικής” στρατηγικής των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων (από τον Σαμαρά, αλλά εντονότερα και πιο ολοκληρωμένα από τους Τσίπρα, Κοτζιά), με τις συμμαχίες (Ισραήλ, Αίγυπτο, Κύπρο, με την συμμετοχή και των ΗΠΑ) και το σχέδιο του EastMed. Η σημερινή κυβέρνηση καθυστέρησε να επιστρέψει σε αυτή την στρατηγική, άφησε να ατονήσει το σχέδιο του αγωγού λόγω αλλαγής της στάσης της Ουάσιγκτον, αλλά, ευτυχώς, επανήλθε σχετικά πρόσφατα.
Είχε μεσολαβήσει, άλλωστε, από το φθινόπωρο του 2019 η συμμαχία της Τουρκίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης και το τουρκολιβυκό σύμφωνο που, πριν μερικούς μήνες, επεκτάθηκε με την συμφωνία για την δυνατότητα ερευνών και εξορύξεων από την Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίου σε θαλάσσιες περιοχές που “τρυπούν” την Κυπριακή και την Ελληνική ΑΟΖ.
Παράρτημα αυτής της τουρκικής στρατηγικής (και προσπάθεια να καταστούν σαφείς οι διεκδικήσεις στην ανατολική Μεσόγειο) είναι η “ποιοτική” αναβάθμιση του casus belli από τον Τσαβούσογλου. Επιπλέον, η Άγκυρα αντιλαμβάνεται πως μετά τον οδικό χάρτη Ελλάδας-Αλβανίας για οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας με την υπογραφή συνυποσχετικού για την παραπομπή στην Χάγη (το οποίο προσπαθεί να καθυστερήσει χρησιμοποιώντας την επιρροή της στον Έντι Ράμα), και, φυσικά, μετά την συμφωνία με την Αίγυπτο, και το σχετικό αίτημα προς την Λιβύη, για την Ελλάδα είναι μονόδρομος η επέκταση στα 12 μίλια νοτίως της Κρήτης.
Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει προτείνει εδώ και καιρό αυτό να γίνει άμεσα, το ίδιο συστήνουν και αξιόλογοι διπλωματικοί και γεωπολιτικοί αναλυτές (σχετική είναι η αρθρογραφία του Κωνσταντίνου Φίλη), η κυβέρνηση -δια του Νίκου Δένδια, και του κυβερνητικού εκπροσώπου- έχει τονίσει πως αυτό θα γίνει στον χρόνο που θα κριθεί σωστός, οι δε πληροφορίες αναφέρουν πως μία τέτοια κίνηση θα μπορούσε να γίνει ακόμα και σε χρόνο κοντά στις εκλογές, ώστε να συνεισφέρει πολιτικά στον πρωθυπουργό.
Σχετικές αντιρρήσεις έχουν προβάλει οι ΗΠΑ επειδή θεωρούν πως θα αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο ανάφλεξης, κάτι που ήρθε να επιβεβαιώσει η δήλωση Τσαβούσογλου.
Εν μέσω αυτών, ανακυκλώνεται η θεωρία του “θερμού επεισοδίου” στην προσπάθεια του Ερντογάν να ανακτήσει το δημοσκοπικό προβάδισμα και να κερδίσει τις εκλογές, ή να βρει τρόπο να δικαιολογήσει αναβολή τους- όπως του επιτρέπει το τουρκικό Σύνταγμα, εφόσον συντρέχει μείζον λόγος εθνικής σημασίας.
Με την ανακοίνωσή του το Στέϊτ Ντιπάρτμεντ αυτό ακριβώς επιχειρεί να ακυρώσει.
«Σε μια εποχή που η ενότητα χρειάζεται περισσότερο μεταξύ των Συμμάχων μας, οι Ηνωμένες Πολιτείες λυπούνται για την κλιμάκωση των προκλητικών δηλώσεων. Προτρέπουμε όλους τους Συμμάχους μας να αποφεύγουν απειλές και προκλητική ρητορική που μόνο θα αυξήσει την ένταση και δεν θα βοηθήσει κανέναν» σημειώνει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και προσθέτει:
«Συνεχίζουμε να ενθαρρύνουμε τους Συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ, Ελλάδα και Τουρκία, να συνεργαστούν για τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή και για την επίλυση των διαφορών με διπλωματικό τρόπο. Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι και οι δύο ισχυροί εταίροι και βασικοί σύμμαχοι του ΝΑΤΟ των Ηνωμένων Πολιτειών».
Η Ουάσιγκτον χτίζει έναν ετεροπροσδιορισμό ως προς την ελληνοτουρκική διαμάχη, καλεί, δηλαδή, Αθήνα και Άγκυρα, να προστατεύσουν την ενότητα του ΝΑΤΟ (και να μην αποσπάσουν την προσοχή των ΗΠΑ από το μείζον μέτωπο κατά της Ρωσίας) και να αποφεύγουν απειλές και προκλητική ρητορική.
Είναι βέβαιο πως οι ΗΠΑ θα ασχοληθούν εναργέστερα με τα ελληνοτουρκικά μετά τις εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία, όταν θα είναι καθαρό το πολιτικό τοπίο. Και επ΄ αυτού έχουν ενημερωθεί όχι μόνο οι δύο κυβερνήσεις αλλά και τα βασικά πολιτικά κόμματα και στις δύο χώρες. Το ζητούμενο είναι να καταρτίσουμε εμείς την απαραίτηση στρατηγική έναντι αυτών των σεναρίων. Και όχι να αντιλαμβανόμαστε τα ελληνοτουρκικά ως εσωτερικό πεδίο προεκλογικής αντιπαράθεσης ή προσπορισμού της δήθεν “πατριωτικής” ψήφου.
Μία κίνηση, δε, που θα αφορά την επέκταση στα 12 μίλια νοτίως της Κρήτης (η οποία έπρεπε να είχε ήδη γίνει σε “καθαρό” χρόνο) δεν πρέπει να εμπλακεί στον προεκλογικό χρόνο, και όταν αποφασιστεί να αποτελεί προϊόν συνεννόησης όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Πρέπει, δε, να αντιλαμβανόμαστε πως η ενίσχυση της αποτροπής (με την επιχειρησιακή ενδυνάμωση του Ενόπλων Δυνάμεων) είναι απαραίτητη, ωστόσο ο δίαυλος διευθέτης της διαφοράς (μία…) με την Τουρκία δεν μπορεί παρά να είναι η διπλωματία.