Πολιτική φαρμάκου ή φαρμακευτική δαπάνη; Ο καθηγητής Κυρ. Σουλιώτης εξηγεί στο libre τι θα έπρεπε να ισχύει
Την εβδομάδα που μας πέρασε, το ενδιαφέρον των εμπλεκόμενων με τον τομέα της Υγείας προσέλκυσε το Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας 2022, με τίτλο: «Βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα: Διασφαλίζοντας το μέλλον των συστημάτων υγείας», το οποίο διήρκεσε 3 ημέρες (από 13.12 έως 15.12)και υπήρχε η δυνατότητα φυσικής ή διαδικτυακής παρουσίας και συμμετοχής.
Μία από τις ενδιαφέρουσες συνεδρίες της 3ης ημέρας του Συνεδρίου, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι της βιομηχανίας και πανεπιστημιακοί, με θέμα: «Συνεργατικές λύσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της φαρμακευτικής δαπάνης και της πρόσβασης σε θεραπείες», ασχολήθηκε με το φλέγον ζήτημα της φαρμακευτικής δαπάνης, με τους συνέδρους να επισημαίνουν την αξία της προβλεψιμότητας και την ανάγκη για την ανάπτυξη μιας συναντίληψης για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, ενώ από όλους τους συμμετέχοντες τονίστηκε ότι η δαπάνη για το φάρμακο είναι μία σοβαρή επένδυση με μακροχρόνια κέρδη.
Ο Καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, κ. Κυριάκος Σουλιώτης, σχολίασε πως η συζήτηση για την αγορά του φαρμάκου περιλαμβάνει τρία σκέλη: ένα τεχνικό, ένα οικονομικό και ένα πολιτικό, ενώ εξέφρασε την άποψη ότι «Υπάρχει ένα πρόβλημα θεώρησης: στην Ελλάδα δεν έχουμε πολιτική φαρμάκου, έχουμε πολιτική φαρμακευτικής δαπάνης. Όλα τα μέτρα είναι προσανατολισμένα προς αυτή την κατεύθυνση και αγνοείται η πολύ σημαντική επενδυτική διάσταση του κλάδου. Έχουμε εγκλωβιστεί σε μια λογική που θέλει τη δαπάνη για το φάρμακο να είναι μόνο κόστος».
Επιπλέον, ο κ. Σουλιώτης σημείωσε ότι μια πρόταση που μπορεί να κατατεθεί είναι η Ρήτρα Ανάπτυξης στην Υγεία. «Αν υπάρχει ανάπτυξη και θεωρήσουμε ότι ο τομέας της υγείας αποτελεί μοχλό ανάπτυξης, θα πρέπει ένα μέρος του ποσοστού της ανάπτυξης να πηγαίνει νομοτελειακά στην υγεία».
Μιλώντας στο libre, εξήγησε σχετικά με τη διάκριση μεταξύ πολιτικής φαρμάκου και πολιτικής φαρμακευτικής δαπάνης, πως:
«Τα τελευταία χρόνια, σχεδόν όλα τα μέτρα που λαμβάνονται για τη ρύθμιση της αγοράς φαρμάκου αφορούν στη συγκράτηση του κόστους, κάτι εν πολλοίς λογικό και αναμενόμενο, που το βλέπουμε και σε άλλες χώρες, καθώς είναι αυξητική η πίεση στο κόστος, ανακύπτουν νέες ασθένειες, νέες θεραπείες με καλύτερα με αποτελέσματα, αλλά με αυξημένα κόστη που προκαλούν ανησυχία στους διαχειριστές των Συστημάτων για το αν θα μπορούν να εξακολουθούν να τις καθιστούν διαθέσιμες για τους πολίτες. Ωστόσο, θα πρέπει να δούμε και την αναπτυξιακή διάσταση της συγκεκριμένης αγοράς που ειδικά στη χώρα μας είναι υψηλή.
Άρα, να μη χάσουμε τα πλεονεκτήματα αυτής της διάστασης της αγοράς, σε μία προσπάθεια να τιθασεύσουμε το κόστος.
Μία λύση θα ήταν να διευρύνουμε την περίφημη εφαρμογή του επενδυτικού clawback με εργαλεία και κριτήρια που θα προκαλούσαν επενδυτικό ενδιαφέρον στο χώρο του φαρμάκου. (να μην ξεχνάμε το ερευνητικό δυναμικό, το επιστημονικό προσωπικό που διαθέτει η χώρα που θα μπορούσε να απασχοληθεί σε μία πιο εντατική ενδεχομένως βάση στην έρευνα γύρω από το φάρμακο).
Άρα, θα μπορούσαμε να λάβουμε υπόψη μας κριτήρια όπως η απασχόληση, όπως οι νέες επενδύσεις, όπως η παραγωγή φαρμάκων στη χώρα έτσι ώστε να «αναγκάσουμε» τις εταιρείες να δραστηριοποιηθούν περισσότερο στη χώρα.
Τώρα, εάν από αυτό το αποτέλεσμα, το ευρύτερο οικονομικό αποτύπωμα είναι μεγαλύτερο του κόστους αξίζει να δώσουμε περισσότερα χρήματα.
Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μία αγορά, η οποία εντάσσεται στο σύστημα Υγείας, το οποίο υποχρηματοδοτείται και αυτό είναι δεδομένο. Δεν είναι θέμα ερμηνείας. Περίπου 1.600 ευρώ είναι η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας στην Ελλάδα, σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης, ενώ 3.500 είναι η αντίστοιχη δαπάνη σε όλη την Ευρώπη. Αντιλαμβάνεστε ότι υπάρχει ένα τεράστιο κενό, σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες Ευρωπαϊκές χώρες, που σταδιακά θα μπορούσαμε να το καλύψουμε.
Μία ιδέα για την κάλυψη αυτού του κενού, είναι μία πρόταση που έχω καταθέσει στο δημόσιο διάλογο και αφορά στη Ρήτρα Ανάπτυξης στην Υγεία».
Η Ρήτρα Ανάπτυξης στην Υγεία
«Από τη στιγμή που έχουμε ρυθμούς ανάπτυξης, νομοτελειακά και εκ των προτέρων θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε ότι ένα μέρος συγκεκριμένο -που θα το προσδιορίσουμε- αυτής της ανάπτυξης θα πηγαίνει στην Υγεία. Γιατί στην υγεία; Επειδή, όπως είπαμε και πριν, το σύστημά μας υποχρηματοδοτείται.
Δεύτερον, η Υγεία απορροφά περίπου 10% των κυβερνητικών δαπανών στην Ελλάδα, ενώ στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ είναι 15% και στην Ευρωπαϊκή Ένωση 14%. Άρα, φαίνεται ότι και εκεί υπολειπόμαστε των υπολοίπων χώρων και θα πρέπει να λάβουμε υπόψη το εξής: Χρηματοδοτούμε με αυτό τον συγκεκριμένο τρόπο το σύστημα Υγείας, σήμερα, ενώ έχει μεσολαβήσει η πανδημική κρίση για όλες τις χώρες αλλά και μία οικονομική κρίση που το δικό μας σύστημα το έπληξε πολύ πιο έντονα από ό,τι τα αντίστοιχα συστήματα άλλων χωρών.
Άρα, θα χρειαστεί να αποκαταστήσουμε αυτό το κενό που μας χωρίζει από τις άλλες χώρες. Προφανώς δεν μπορεί να γίνει άμεσα. Προφανώς δεν μπορεί να γίνει με τις εξαλλοσύνες του παρελθόντος, να ξοδεύουμε ασύστολα, αλλά τώρα έχουμε τα εργαλεία να παρακολουθήσουμε το πού επενδύονται χρήματα και να είμαστε σίγουροι δεν υπάρχει σπατάλη».