Δίκη για το Μάτι: Συγκλόνισε με την κατάθεσή της η Βαρβάρα Βουκάκη – Σηκώθηκε όρθιο το ακροατήριο
Όρθιο σηκώθηκε το ακροατήριο την ώρα που στη δικαστική αίθουσα έμπαινε η μαυροφορεμένη Βαρβάρα Βουκάκη – Φύτρου, η οικογένεια της οποίας ξεκληρίστηκε στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Υπόκλιση στον πόνο και δήλωση σεβασμού στη γυναίκα που έχασε το σύζυγο και τα δυο της παιδιά στις φλόγες.
«Θα ήθελα να είμαι και εγώ εκεί, αλλά εγώ ήμουν στη δουλειά» είπε σε μια συγκλονιστική κατάθεση που ράγισε καρδιές. «Η κόρη μου Εβίτα, ο γιος μου Ανδρέας και ο σύζυγος μου Γρηγόρης χάθηκαν στη φονική πυρκαγιά από τις εγκληματικές παραλείψεις και τα λάθη όλων των κατηγορουμένων», είπε και ξεκίνησε να αφηγείται με συγκλονιστικό τρόπο που συγκίνησε το ακροατήριο την αγωνία και την απελπισία που βίωσε στην προσπάθεια της να επιστρέψει στο Μάτι και να βρει την οικογένεια της.
Με αξιοπρέπεια άλλοτε κλαίγοντας και άλλοτε τρέμοντας αναφέρθηκε στις τελευταίες επικοινωνίες που είχε με το γιο και το σύζυγο της και πως στη συνέχεια είδε το «χαμό και τη φρίκη» και φοβήθηκε τι θα αντικρίσει.
«Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε ήμουν σε απελπισία» είπε απευθυνόμενη στους δικαστές από τους οποίους ζήτησε να απαντήσουν στα μεγάλα «γιατί» που τη βασανίζουν.
«Γιατί τα παιδιά μας γιατί» είπε ξεσπώντας σε λυγμούς.
«Στις 23 Ιουλίου τελείωσαν τα πάντα.. Δεν είναι ζωή αυτή όχι χωρίς αυτούς» ξέσπασε σε κλάματα. «Η Εβιτα μου θα έδινε πανελλαδικές και ο Ανδρέας μου θα ήταν 16 … θα τους έβλεπα να μεγαλώνουν να ερωτεύονται …. Τι έχει μείνει από όλα αυτά μόνο εγώ και είμαι σήμερα εδώ μπροστά σας να ζητήσω δικαίωση. Τη μια και μοναδική, απόλυτη δικαίωση για τις ψυχές τους . Πιστεύω σε εσάς , ζητάω σας παρακαλώ για τα παιδιά μου , τα παιδιά μας, τους συζύγους μας οι υπεύθυνοι πρέπει να τιμωρηθούν.Είναι εγκληματικές κακουργηματικές πράξεις και παραλείψεις» είπε στους δικαστές και αναφέρθηκε στο γεγονός πως η οικογένεια της παγιδεύτηκε.
«Τους έστειλαν μέσα στη φάκα. Τους γύρισαν πίσω. Μέσα στη φάκα τα παιδιά μου και άλλοι…
Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι δεν υπάρχει κανείς για να σε προστατεύσει… Χάθηκε η μπάλα… Δεν χτύπησε μια καμπάνα, μια ντουντούκα, τίποτα…
Την ώρα που ο άνδρας μου φώναζε «καιγόμαστε» εκείνοι πίνανε καφέ… Τραγικές εγκληματικές παρέλειψες λάθη» επανέλαβε «ποιον περιμένεις να σου δώσει εντολή ο Θεός; Είμαστε εδώ για να τιμήσουμε τους ανθρώπους που χάθηκαν…» φώναξε οργισμένη η μάρτυρας.
«Σήμερα θα ήθελα να περιμένω τα παιδιά μου να γυρίσουν από το σχολείο, όχι να είμαι εδώ μαζί σας. Οι δολοφονίες των ανθρώπων μας στο Μάτι βοηθήστε να είναι η τελευταία τραγωδία σε τούτη τη χώρα» είπε απευθυνόμενη στο δικαστήριο και καταχειροκροτήθηκε από το δικαστήριο.
Έξω από τη δικαστική αίθουσα γυναίκες κλαίγοντας έγιναν μια αγκαλιά για τη γυναίκα.
Η μάρτυρας ξεκίνησε την αφήγηση της λέγοντας πως όταν ενημερώθηκε για τη φωτιά πήρε τηλέφωνο το σύζυγο της ο οποίος την καθησύχασε.
Με το ακροατήριο δακρυσμένο η μάρτυρας περιέγραψε την εξέλιξη των γεγονότων τη μοιραία ημέρα.
«Εγώ επέμενα, τηλεφωνούσα συνεχώς. Βγήκε ο Γρήγορης στη λεωφόρο Μαραθώνος να δει τι συμβαίνει. Γύρω στις έξι παρά βγήκε να δει. Με πήρε τηλέφωνο και ήταν άλλος άνθρωπος. Ήταν τρομοκρατημένος γιατί η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Θα έφευγε από το σπίτι για να βρει ασφαλές σημείο με τα παιδιά. Εγώ μόλις το άκουσα αυτό έφυγα από το γραφείο. Όταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθώνος στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαιναν γιατί έχουν σταματήσει. Έπαιρνα το Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν».
Ο γιος της σήκωσε κάποια στιγμή το τηλέφωνο . Ήταν η τελευταία φορά που τον άκουσε , είπε κλαίγοντας. «Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. «Φοβάμαι μαμά μου!» μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει «εσύ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς». Ήταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι να του πω ότι όλα θα πάνε καλά» είπε κλαίγοντας.
Όπως περιέγραψε στην προσπάθεια της να φτάσει στο Μάτι, ένα μηχανάκι της φώναξε «Γύρνα πίσω, θα καείς, καίγονται τα πάντα», εκείνη όμως δε σταμάτησε. «Έπαιρνα το Γρηγόρη. Κάποια στιγμή γύρω στις 18.30, όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο, ούρλιαζε. «Καιγόμαστε! Δεν το καταλαβαίνεις! Που να έρθεις να μας βρεις!». Ο Γρηγόρης μου έκανε ότι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας. Δεν μπορεί να ήταν οι δικοί μου. Όχι τα δικά μου τα παιδιά, όχι ο άντρας μου. Όχι έτσι» ξέσπασε η Βάρβαρα Βουκάκη.
Με τη βοήθεια ενός φίλου τους συνέχισε να ψάχνει. «Του είπα να πάει στο σπίτι στο Μάτι να δει μήπως τους βρει. Με παίρνει και μου λέει «στο σπίτι δεν υπάρχει κανένας» και πως καιγόταν ένα σημείο του σπιτιού και προσπαθούσε να το σβήσει μόνος του. Να το ξαναπώ; Ανυπαρξία κρατικού μηχανισμού. Ξεκίνησα να πάω στο Μάτι φορτωμένη με όσα πράγματα θεωρούσα ότι μπορεί να χρειάζονταν άνθρωποι που έχουν περάσει από φωτιά. Πριν φτάσω στην Αγία Μαρίνα είδα δυο περιπολικά σταματημένα κι έκλειναν το δρόμο. “Πού πάτε κυρία μου; Είστε τρελή; Κάτω κάηκαν τα πάντα” μου είπαν και απάντησα «θα περάσω τώρα, ψάχνω την κόρη μου, τον άντρα και το γιο μου». Ποιο Μάτι; Ποια περιοχή; Δεν υπήρχε τίποτα. Μυρωδιά καμένου, σκοτάδι, νεκρική σιωπή! Δεν είχε μείνει τίποτα ζωντανό. Μόνο κάποιοι άνθρωποι σαν εμάς».
Φτάνοντας στο σπίτι της οικογένειας, κατέθεσε, αντίκρισε εικόνα εγκατάλειψης και τότε κατάλαβε ότι η οικογένεια της έτρεχε για να σωθεί. «Κατάλαβα ότι ο Γρηγόρης έτρεχε για να σωθεί. Έκανα εικόνα τη στιγμή που μιλούσα με το Γρήγορη και φώναζε στα παιδί να φύγουν και η Εβίτα έλεγε “μπαμπά να βάλω τα παπούτσια μου” και της φώναζε “έλα με τις σαγιονάρες”. Ήθελα να ψάξω δρόμο δρόμο. Κατεβαίναμε στον παραλιακό δρόμο του Ματιού. Εγκατάλειψη. Καμένα. Κόσμος που έψαχνε τους δικούς του. Δεν ξέρω αν μπορείτε εσείς να μπείτε στα δικά μας μάτια να ζήσετε ότι ζησαμε. Με τι λόγια; Ποιες πινελιές να ζωγραφίσουν εκείνη τη μαύρη εικόνα;».
Η Βάρβαρα Βουκάκη μίλησε για τις αγωνιώδεις προσπάθειες της να βρει την οικογένεια της. «Φτάσαμε στο σημείο που ήταν τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός. Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Που ήταν οι δικοί μου άνθρωποι; Θα τους έβρισκα έτσι; Βλέπω το αμάξι του συζύγου μου παρατημένο. Λέω όχι εδώ ο άνδρας μου και τα παιδιά μου! Γιατί έχει παρατήσει το αμάξι ανοιχτό; Τι τον ανάγκασε; Δεν ήξερα. Φώναζα τα ονόματα τους. Ποιος να απαντήσει; Τι να απαντήσει;» είπε μονολογώντας.
Η επόμενη σκηνή εκτυλίχθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας. «Έδωσα ονόματα και στοιχεία. Κατέβηκα κάτω. Οι βάρκες έφταναν, πρόσωπα μαυρισμένα, κουβέρτες, σε άθλια κατάσταση. Πανικοβλημένοι. Κάθε φορά που ερχόταν μια βάρκα τρέχαμε. Κι όταν έφευγε η βάρκα και δεν κατέβαινα κανείς από τους δικούς μας, απογοήτευση» είπε και συμπλήρωσε: «Σε μια από όλες τις φορές που βρίσκομαι στο Λιμεναρχείο με πλησίασε μια αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει…. Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος, ήταν η Εβίτα μου. Με ροζ μπλουζάκι της όπως μου είχε στείλει λίγες ώρες νωρίτερα ένα βίντεο. Τραγουδούσε και γελούσα. Τώρα δεν είχε ζωή. Έπρεπε να συνεχίσω. Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι ένα σύζυγο. Έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Να ξανά κατέβω στις βάρκες να τους βρω. Ερχόντουσαν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν» είπε συγκλονίζοντας .
Μαζεύοντας όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει η Βαρβάρα Βουκάκη συνέχισε να ψάχνει. «Κάποια στιγμή μάθαμε ότι υπήρχε ένα οικόπεδο, το οικόπεδο Φράγκου. Που είναι αυτό το οικόπεδο ρωτάω. Από την περιγραφή του σημείου κατέρρευσα. Ήταν πολύ κοντά εκεί που βρέθηκε το αυτοκίνητο. Είχα περάσει απ’ έξω! Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απ’ έξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ η μάνα είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου».
Φτάνοντας στο οικόπεδο, η Βαρβάρα Βουκάκη περιέγραψε ότι ήταν όλα καμένα και μύριζε ανθρώπινη σάρκα. «Θέλω να μπω μέσα. Κάποιοι αστυνομικοί έκλεισαν την καγκελόπορτα. Τους λέω αν δε με αφήνετε, μπείτε εσείς, ο σύζυγος μου έχει ένα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών. Λίγο αργότερα είδα να έρχονται οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ. Τους παρακάλεσα να μπω μέσα. Μας είπα να αναγνωρίσουμε τους ανθρώπους μας στο Σχιστό και στο Γουδί. Ο Τάκης βρήκε κάποιους δικούς του και τους έδωσε πληροφορίες για τον άντρα μου και το παιδάκι μου. Μετά άρχισε το ταξίδι μου στις υπηρεσίες. Δε μπορώ να πιστέψω ότι από μια πυρκαγιά, την κρατική ανυπαρξία, χωρίς πυροσβεστικά, χωρίς εναέρια, να φτάνεις να χάνεις τους δικούς σου και να πηγαίνεις από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Όχι εμάς, των ανθρώπων μας. Να σε σέρνουν και να σε τρέχουν και να μη ξέρει ένας να πει αν οι άνθρωποι σου είναι εδώ…
Εγώ η ίδια πήγα στα ψυγεία να δω αφού δε μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την ιατροδικαστική υπηρεσία να δώσω dna για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν. Τα χεράκια της, τα δαχτυλάκια της. Ήξερα για τον άντρα μου, αλλά ευχόμουν για τον Αντρέα μου. Μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζα ακόμα. Με ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε και ο Αντρέας μου και ακολούθησε το δρόμο που άνοιξε ο Γρηγόρης και η Εβίτα μου».