Τσίπρας: “Κανένας συμβιβασμός και καμιά υποχώρηση απέναντι στις τουρκικές αιτιάσεις”
Την ανάγκη ανάληψη πρωτοβουλιών και ταυτόχρονα ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας στα ελληνοτουρκικά, επισήμανε κατά την ομιλία του στην Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ο Αλέξης Τσίπρας.
Συγκεκριμένα, τόνισε ότι δεν πρέπει να υπάρχει “κανένας συμβιβασμός
και καμιά υποχώρηση απέναντι στις τουρκικές αιτιάσεις και προκλήσεις. Κανένας
συμβιβασμός και καμιά υποχώρηση στην υπεράσπιση της πατρίδας και των
κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Ενότητα και εγρήγορση απέναντι στην
προκλητικότητα και στους τυχοδιωκτισμούς του Ερντογάν. Ταυτόχρονα όμως και
αποφασιστικές πρωτοβουλίες και ανοιχτοί δίαυλοι διαλόγου ανάμεσα στις δυο
χώρες και άμεση επιστροφή στην πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που
ακολούθησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Με στόχο την ανάδειξη και πάλι της Ελλάδας
σε πυλώνα σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή.”.
Αναλυτικά, τόνισε:
“Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι το τελευταίο επεισόδιο στις βίαιες
αναταράξεις που ζούμε. Κι αν στις περιπτώσεις της Γιουγκοσλαβίας, του Ιράκ, του
Αφγανιστάν, της Συρίας, της Λιβύης, φόρο αίματος, όλεθρο και ξεριζωμό πλήρωσαν
κυρίως οι λαοί τους, σήμερα η σύγκρουση αυτή έχει ένα διαφορετικό
χαρακτηριστικό, πιο επικίνδυνο. Γιατί έχει λάβει παγκόσμιες διαστάσεις.
Η ανθρωπότητα ζει το δράμα ενός αιματηρού, καταστροφικού αλλά και
γενικευμένου πολέμου. Η Ρωσία του Πούτιν προσαρτά παράνομα εδάφη που δεν
της ανήκουν και απειλεί ακόμα και με πυρηνικά όπλα.
Η Δύση εξοπλίζει την Ουκρανία του Ζελένσκι με τα πιο σύγχρονα όπλα. Η Ευρώπη
διολισθαίνει όλο και περισσότερο στην εμπλοκή στον πόλεμο που γίνεται στο δικό
της έδαφος.
Η Αμερική είναι για άλλη μια φορά ο σημαιοφόρος και ο τροφοδότης της
σύγκρουσης, προωθώντας μέσω του πολέμου των άλλων τις δικές της
γεωστρατηγικές και οικονομικές επιδιώξεις.
Και το ανθρώπινο, οικονομικό, ενεργειακό κόστος καλούνται να το πληρώσουν οι
λαοί της Ευρώπης και του κόσμου. Ανάμεσά τους και ο δικός μας λαός.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς στην
Ευρώπη, δεν μπορεί στις συνθήκες αυτές παρά να δίνει απαντήσεις που
εκπορεύονται από τις αξίες που εκπροσωπεί. Και μέγιστη αξία, η ανθρώπινη ζωή. Γι’
αυτό και καταδικάζουμε χωρίς καμιά επιφύλαξη και κανένα αστερίσκο την εισβολή
της Ρωσίας σε μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα. Γι’ αυτό και επιδιώκουμε με τη
μεγαλύτερη αποφασιστικότητα την ειρήνη. Και θεωρούμε αδιανόητο η επίκληση
της ανάγκης για ειρήνη, για τερματισμό του πολέμου να θεωρείται μεροληπτική και
να δαιμονοποιείται. Γιατί εκεί έχουμε φτάσει.
Θέλουμε και επιδιώκουμε η Ευρώπη να αναλάβει αποφασιστικές πρωτοβουλίες για
να σιγήσουν τα όπλα και να μιλήσει η διπλωματία. Και κυρίως γιατί γνωρίζουμε
πάρα πολύ καλά ότι ένας τέτοιος πόλεμος δεν μπορεί στο τέλος να έχει νικητές,
παρά μόνο ηττημένους.
Και εκφράζουμε την κάθετη διαφωνία μας με τη στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη,
που έσπευσε από τις πρώτες κιόλας μέρες κι από τους πρώτους να καταστήσει την
Ελλάδα, με την αποστολή όπλων στην Ουκρανία, ενεργό μέρος αυτού του πολέμου.
Ενώ παίρνουμε και στηρίζουμε στο Ευρωκοινοβούλιο και τους ευρωπαϊκούς
θεσμούς πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή.
Ταυτόχρονα όμως, ένα σύγχρονο κίνημα ειρήνης, με όρους καταδίκης της ρωσικής
εισβολής, κριτικό απέναντι στη στάση της Δύσης, είναι σήμερα αναγκαίο να
αναπτυχθεί στη χώρα μας.
Αυτό δεν είναι μόνο προς το συμφέρον των λαών της Ουκρανίας και της Ρωσίας.
Είναι προς το συμφέρον και του δικού μας λαού. Γιατί οι επιπτώσεις του πολέμου,
αλλά και της πολιτικής Μητσοτάκη απέναντί στον πόλεμο, είναι ήδη παρούσες στη
ζωή μας.
Οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά βεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση. Ο πόλεμος
αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία από τον Ερντογάν για νέες και επικίνδυνες προκλήσεις
απέναντι στη χώρα μας. Η Τουρκία έχει ενισχύσει τη διεθνή της θέση ως δύναμη
μεσολάβησης μεταξύ των εμπολέμων. Ο Ερντογάν είναι προνομιακός συνομιλητής
του Πούτιν, του Ζελένσκι, των Ευρωπαίων και των Αμερικανών. Η Τουρκία δεν
συμμετέχει στις κυρώσεις, αν και ανήκει στο ΝΑΤΟ. Και εμφανίζεται ως δύναμη
ειρήνης και σταθερότητας, ενώ κατέχει για πάνω από 47-48 χρόνια παράνομα το
βόρειο μέρος της Κύπρου, ενώ προκαλεί καθημερινά την Ελλάδα με επιθετικές
δηλώσεις και απειλές, υπό τα βλέμματα των συμμάχων, που αρκούνται σε φιλικές
υποδείξεις.
Το ερώτημα είναι: Τι κάνει η ελληνική κυβέρνηση σ’ αυτές τις συνθήκες, η
κυβέρνηση Μητσοτάκη; Πρώτα απ’ όλα, έσπευσε καιρό τώρα ν’ αντικαταστήσει την
πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και το δόγμα δεκαετιών που έχει η χώρα, το
δόγμα του πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας, με αυτό του πρόθυμου και
δεδομένου συμμάχου. Το δόγμα του αστήρικτου φυλακίου, αστήρικτου
προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης.
Διακινεί και πάλι την αυταπάτη, που τόσο κόστισε παλιότερα στην πατρίδα μας, ότι
οι σύμμαχοί μας θα μας προστατεύσουν αν είμαστε υπάκουοι, δεδομένοι και
πρόθυμοι. Αλλά τη στιγμή που η Ελλάδα στέλνει όπλα στην Ουκρανία, και μάλιστα
αφαιρώντας τα αυτά από τα νησιά μας, οι Αμερικανοί αποφασίζουν να εξοπλίσουν
κι άλλο την Τουρκία και το Κογκρέσο αίρει το εμπάργκο για τα F16. Και η Ελλάδα
βρίσκεται στο περιθώριο ζυμώσεων, αποφάσεων και εξελίξεων που αφορούν το
μέλλον της, την Ευρώπη και την περιοχή μας, χωρίς να λαμβάνει μέρος ουσιαστικό
σε αυτές τις ζυμώσεις. Μ’ άλλα λόγια, αποφασίζουν και πάλι για μας χωρίς εμάς.
Εμείς, από την πλευρά μας, επιμένουμε και θα επιμείνουμε: Κανένας συμβιβασμός
και καμιά υποχώρηση απέναντι στις τουρκικές αιτιάσεις και προκλήσεις. Κανένας
συμβιβασμός και καμιά υποχώρηση στην υπεράσπιση της πατρίδας και των
κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Ενότητα και εγρήγορση απέναντι στην
προκλητικότητα και στους τυχοδιωκτισμούς του Ερντογάν. Ταυτόχρονα όμως και
αποφασιστικές πρωτοβουλίες και ανοιχτοί δίαυλοι διαλόγου ανάμεσα στις δυο
χώρες και άμεση επιστροφή στην πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που
ακολούθησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Με στόχο την ανάδειξη και πάλι της Ελλάδας
σε πυλώνα σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή.