Πάγωσε η πώληση της Εθνικής Τράπεζας στους Σαουδάραβες – Σε ελεύθερη πτώση τα χρηματιστήρια
Σε ναρκοθετημένο πεδίο καλούνται να βαδίσουν η κυβέρνηση και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) για την προώθηση των τραπεζικών αποκρατικοποιήσεων. Στους τραπεζικούς κύκλους επικρατεί η εκτίμηση πως δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί έστω και ένα μεγάλο deal πώλησης μετοχών στο ορατό μέλλον, παρότι η κυβέρνηση φιλοδοξεί να γίνει τουλάχιστον μία σημαντική κίνηση πριν από τις εκλογές του 2023.
Το ΤΧΣ προχωρά σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό στην επιλογή των συμβούλων για το πρόγραμμα αποεπένδυσης, το οποίο θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο σχετικό νόμο, έως το τέλος του 2025.
Σύμφωνα με πληροφορίες, αυτή την εβδομάδα το Ταμείο θα επιλέξει μία από τις μεγάλες, διεθνείς επενδυτικές τράπεζες ως σύμβουλο διάθεσης των τραπεζικών μετοχών που κατέχει (40,3% της Εθνικής, 27% της Πειραιώς, 9% της Alpha Bank και 1,4% της Eurobank). Νωρίτερα, το ΤΧΣ επέλεξε τον οίκο Rothchild ως σύμβουλο στρατηγικής για την αποεπένδυση. Η Rothchild έχει την υποχρέωση ως το τέλος του έτους να υποβάλει την πρότασή της για τον στρατηγικό σχεδιασμό της διάθεσης των τραπεζικών μετοχών.
Η πτώση στα χρηματιστήρια
Όμως, παρότι όλα φαίνεται να κινούνται σύμφωνα με το πρόγραμμα που έχει συμφωνηθεί και με τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, ώστε να καλυφθούν και οι σχετικές υποχρεώσεις για την εκταμίευση της τελευταίας δόσης των ευρωπαϊκών μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, η κατάσταση που διαμορφώνεται στο διεθνές οικονομικό τοπίο και στις αγορές δεν εμπνέει αισιοδοξία ότι μπορούν να γίνουν μεγάλες κινήσεις – ίσως και σε όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους.
Ενώ η κυβέρνηση υπολόγιζε ότι η μεγάλη πρόοδος στην εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων θα ενίσχυε το επενδυτικό ενδιαφέρον και θα άνοιγε το δρόμο για πωλήσεις τραπεζικών μετοχών από το ΤΧΣ σε ικανοποιητικές τιμές, τα διεθνή χρηματιστήρια, όπως και το ελληνικό, έχουν βρεθεί σε ελεύθερη πτώση, καθώς οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν επιθετικά τα επιτόκια για να αναχαιτίσουν τον καλπάζοντα πληθωρισμό, σε συνθήκες ακραίας ενεργειακής κρίσης, που τροφοδοτείται από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο 9μηνο του 2022 ο δείκτης των τραπεζικών μετοχών στο ΧΑ «γράφει» απώλειες που ξεπερνούν το 11%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης του ευρωπαϊκού Stoxx 600 σημειώνει πτώση που υπερβαίνει το 18%.
Όπως λένε τραπεζικά στελέχη, το χειρότερο είναι πως ουδείς μπορεί να προβλέψει πότε τα χρηματιστήρια θα ξεφύγουν από αυτή την πτωτική πορεία, καθώς ο πληθωρισμός αποδεικνύεται εξαιρετικά επίμονος και οι κεντρικές τράπεζες δείχνουν αποφασιστικότητα να τον αναχαιτίσουν, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στις αγορές από τις επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων.
Όλα δείχνουν ότι αυτό το δυσμενές περιβάλλον δεν πρόκειται να αλλάξει πριν τελειώσει ο χειμώνας του 2023, ενώ δυσάρεστες εκπλήξεις μπορεί να προκύψουν από πολλές πλευρές, ιδιαίτερα στην Ευρώπη που θα αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη ενεργειακή κρίση. Έτσι, όση διάθεση και αν υπάρχει από την κυβέρνηση και το ΤΧΣ για τραπεζικές αποκρατικοποιήσεις, ο μόνιμος κίνδυνος για το ορατό μέλλον θα είναι να μείνουν… στα αζήτητα οι τραπεζικές μετοχές.
«Κόκκινο» από την ΕΚΤ για τους Σαουδάραβες στην Εθνική
Σε αυτό το «σκοτεινό» τοπίο, οι ελπίδες που είχε η κυβέρνηση, μετά τις πρόσφατες επαφές με την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, για μια εμβληματική συναλλαγή πώλησης στρατηγικού πακέτου μετοχών της Εθνικής στο κρατικό επενδυτικό fund της Σ. Αραβίας δεν φαίνεται ότι μπορεί να οδηγήσουν σε άμεσες εξελίξεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, με δεδομένο ότι υπήρχε τουλάχιστον ένας ισχυρός ενδιαφερόμενος, εξετάσθηκε το σενάριο να προκηρυχθεί στις αρχές του 2023 ένας διεθνής διαγωνισμός τουλάχιστον για το 20% των μετοχών της Εθνικής. Η διάθεση των Σαουδάραβων για την είσοδο στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης είχε εκτιμηθεί ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συναλλαγή με ικανοποιητικό τίμημα, ανεξάρτητα από τη διεθνή δυσμενή συγκυρία, με ό,τι αυτό θα σήμαινε ευρύτερα για την οικονομία και τις αποτιμήσεις των τραπεζών στην αγορά.
Όμως, οι νεότερες πληροφορίες αναφέρουν ότι «άναψε κόκκινο» από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε αυτούς τους σχεδιασμούς, καθώς δεν είναι επιθυμητή η εμπλοκή του κρατικού fund ενός αυταρχικού καθεστώτος στην τραπεζική αγορά της Ευρωζώνης. Έτσι, η αποκρατικοποίηση της Εθνικής θα πρέπει να τεθεί σε άλλη βάση, ώστε το τελικό αποτέλεσμα των διαδικασιών να είναι συμβατό με το πλαίσιο που έχει θέσει η εποπτική αρχή.
Με αυτά τα δεδομένα, στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι τουλάχιστον για την «ευαίσθητη» πολιτικά περίοδο ως τις εκλογές οι τραπεζικές αποκρατικοποιήσεις θα «μείνουν στον πάγο», με εξαίρεση ίσως κάποιες μικρές κινήσεις για placement μετοχών στην αγορά.
Η Τράπεζα Κύπρου και το… αρπακτικό fund
Το παράδειγμα της Τράπεζας Κύπρου, σημειώνουν τραπεζικά στελέχη, επιβεβαιώνει ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον για μεγάλα deal συνοδεύεται από… αρπακτικές διαθέσεις των ενδιαφερόμενων αγοραστών. Τα προσφερόμενα τιμήματα είναι τόσο χαμηλά, ώστε ένα deal να κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί ως ξεπούλημα.
Στην περίπτωση της μεγαλύτερης κυπριακής τράπεζας, που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τις ελληνικές, αφού πρόσφατα ολοκλήρωσε την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου της ύστερα από την πολυετή περιπέτεια της οικονομικής κρίσης, το αμερικανικό private equity fund, Lone Star, υπέβαλε τρεις διαδοχικές προσφορές χωρίς να έχει απευθυνθεί σχετική πρόσκληση από τη διοίκηση της τράπεζας (unsolicited offers). Τα τιμήματα που προσφέρθηκαν ήταν τόσο χαμηλά, ώστε η διοίκηση της Τράπεζας Κύπρου να απορρίψει τις προσφορές, ενώ η Lone Star έχει τη δυνατότητα με βάση την ιρλανδική νομοθεσία να επιστρέψει με νέα προσφορά μόνο μετά την παρέλευση ενός εξαμήνου, εκτός εάν εμφανισθεί άλλος ενδιαφερόμενος αγοραστής.
Όπως σχολιάζει το έγκυρο περιοδικό Euromoney, το ενδιαφέρον από private equity funds για ελληνικές και κυπριακές τράπεζες μπορεί να μην ατονήσει, αλλά δεν πρέπει να αναμένονται προσφορές σε υψηλές τιμές. Οι επενδυτές, σημειώνει, υπέστησαν τεράστιες ζημιές από τις μετοχές τους την προηγούμενη δεκαετία, ενώ ανησυχούν για ενδεχόμενη επανάληψη της διεθνούς κρίσης του 2008 στις αγορές και για μια κρίση στην ευρωζώνη, ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία.
Έτσι, παρόλο που οι ελληνικές και οι κυπριακές τράπεζες έχουν καθαρίσει τους ισολογισμούς τους και οι εθνικές οικονομίες έχουν εκπλήξει, μέχρι στιγμής, με την ανθεκτικότητά τους στις διεθνείς πιέσεις, οι αποτιμήσεις των τραπεζικών μετοχών παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, με εκπτώσεις άνω του 50% σε σχέση με τη λογιστική τους αξία, τονίζει το Euromoney.
Το γεγονός ότι, μετά την αναδιάρθρωσή τους, οι ελληνικές και οι κυπριακές τράπεζες έχουν πλέον πολύ μικρότερα μεγέθη κάνει πολύ δύσκολη την εκδήλωση ενδιαφέροντος από «κανονικούς» διεθνείς επενδυτές, με αποτέλεσμα οι μόνοι ενδιαφερόμενοι να είναι funds που επιδιώκουν εξαγορές σε τιμή ευκαιρίας.
Πηγή: Sofokleousin.gr