Πάτρα: Θρίλερ με την τροπονίνη στην καρδιά της Τζωρτζίνας
Το βάρος της έρευνας στην υπόθεση της Πάτρας, έχει πέσει στη Τζωρτζίνα η οποία πέθανε τελευταία καθώς αυτό που αναζητείται είναι αν δόθηκαν κάποιες φαρμακευτικές ή άλλες ουσίες που να την οδήγησαν στον θάνατο.
Σύμφωνα με όσα μετέδωσε ο ΑΝΤ1, επικαλούμενος δημοσίευμα της εφημερίδας «Πελοπόννησος», έπειτα από έρευνα που έχει γίνει, βρέθηκε η ουσία τροπονίνη – που είναι στην καρδιά του κάθε ανθρώπου- να βρίσκεται στα… ύψη στην Τζωρτζίνα.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, η ένδειξη της τροπονίνης στην Τζωρτζίνα αντί για 15 είναι 418.
Όπως είναι γνωστό, η τροπονίνη καθορίζει ακόμη και το θέμα του εμφράγματος, όπως λένε οι ειδικοί. Το βασικό ερώτημα είναι ποια είναι η αιτία, τι είναι εκείνο που προκάλεσε την αύξηση της τροπονίνης.
Πάντως, το ενδιαφέρον έχει στραφεί στα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων, που αναμένονται από το εργαστήριο στη Θεσσαλονίκη και εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν «κλειδί» για την υπόθεση.
Τι είναι η τροπονίνη
Η μέτρησή της χρησιμοποιείται για τη διάγνωση ή τον αποκλεισμό του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, για την παρακολούθηση των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων και την εκτίμηση της πρόγνωσής τους καθώς και για την παρακολούθηση ασθενών με μη ισχαιμικές καρδιακές βλάβες.
Λόγω των πολύ χαμηλών έως μη ανιχνεύσιμων τιμών στον ορό των υγιών ανθρώπων και της γρήγορης αύξησης (είναι ανιχνεύσιμες μέσα σε 1 ώρα μετά τη βλάβη των κυττάρων του μυοκαρδίου), αυτοί οι υπερευαίσθητοι δείκτες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην έγκαιρη διάγνωση του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, κυρίως για την ανίχνευση των σιωπηλών εμφραγμάτων του μυοκαρδίου και των μικροεμφράκτων καθώς και στις περιπτώσεις πόνου στο στήθος που δεν συνοδεύονται από τις χαρακτηριστικές αλλαγές του ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ).
Και οι δύο εξετάσεις (τροπονίνη Ι και τροπονίνη Τ) έχουν παρόμοια ακρίβεια στην αναγνώριση της οξείας μυοκαρδιακής βλάβης.
Ορισμένες μελέτες έχουν βρει συσχέτιση μεταξύ του βαθμού αύξησης της τροπονίνης Ι και της τροπονίνης Τ και της σοβαρότητας και της έκτασης των στεφανιαίων βλαβών, της στηθάγχης και των αλλαγών στο ΗΚΓ.
Έτσι, οι τιμές της τροπονίνης Ι και της τροπονίνης Τ μπορεί να είναι χρήσιμες στην πρόβλεψη της έκβασης τον καρδιακών επεισοδίων. Οι τροπονίνες μπορεί να παραμένουν αυξημένες 4-9 ημέρες μετά την έναρξη του εμφράγματος.
Στην ουσία η τροπονίνη είναι μία πρωτεΐνη που βρίσκεται στον μυοκαρδιακό ιστό και δείχνει κατά πόσο είναι πιθανό ασθενής με ύποπτα συμπτώματα να έχει υποστεί έμφραγμα, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που το ηλεκτροκαρδιογράφημα δεν είναι διαγνωστικό.
Εν τούτοις, η κλασική εφαρμογή του test τροπονίνης αφορά στην πρόωρη διάγνωση του εμφράγματος. Μόλις αρχίσει η καταστροφή των μυοκαρδιακών κυττάρων, η τροπονίνη απελευθερώνεται και η στάθμη της ανεβαίνει στο αίμα.
Το διαγνωστικό αυτό τεστ αποτελεί μια εξελιγμένη μορφή της ήδη υπάρχουσας αιματολογικής εξέτασης, που γίνεται στα τμήματα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων για να διαπιστωθεί αν ο ασθενής που έχει πόνο στο στήθος πράγματι έχει έμφραγμα ή κάτι άλλο.
Το test τροπονίνης είναι ένα ιδιαιτέρως χρήσιμο test για την έγκαιρη διάγνωση ακόμη και ενός μικρού εμφράγματος, που πολλές φορές ούτε το ηλεκτροκαρδιογράφημα μπορεί να αναδείξει.
Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να αυξηθούν οι καρδιακές τροπονίνες
Οι καρδιακές τροπονίνες μποροεί να αυξηθούν σε:
Χρήση καρδιοτοξικών φαρμάκων (χημειοθεραπεία, αλκοόλη).
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
Δερματομυοσίτιδα.
Νεφρική νόσο.
Έμφραγμα του μυοκαρδίου (σε ποσοστό 20-40% των ασθενών με στηθάγχη και με ελάχιστη μυοκαρδιακή βλάβη, χωρίς ανάσπαση του ST στο ηλεκτροκαρδιογράφημα ενδεικτική μυοκαρδιακής βλάβης, παρατηρείται αύξηση της τροπονίνης).
Μυοκαρδίτιδα.
Περικαρδίτιδα.
Πολυμυοσίτιδα.
Πνευμονική εμβολή.
Ψευδώς θετικά αποτελέσματα μπορεί να υπάρξουν με την τροπονίνη T σε καταστάσεις όπως η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, οι μυοπάθειες, η παρουσία ετεροφιλικών αντισωμάτων.