Ανυπάκουες κοινωνίες/ Μια ματιά στο 2022
Τις τελευταίες ημέρες χιλιάδες Ολλανδοί ταξιδεύουν με το τρένο από το Άμστερνταμ για την Αμβέρσα με σκοπό να διασκεδάσουν ή να κάνουν ψώνια. Η Ολλανδία βρίσκεται εδώ και δύο εβδομάδες σε σκληρό lockdown λόγω της Όμικρον και της σχετικά χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης ως προς την τρίτη δόση, ενώ το Βέλγιο διατηρεί ακόμα σχετικά υψηλούς βαθμούς ελευθερίας.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Αποτελεί ένα μόνο δείγμα μιας αλληλουχίας γεγονότων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Υγειονομικά ακατάληπτο την ώρα που η Όμικρον κυριαρχεί και τα δημόσια νοσοκομεία ασφυκτιούν, όμως, από την άλλη επιβεβαιώνει την κόπωση των ανθρώπων μετά από δύο χρόνια πανδημίας.
Οι άνθρωποι θα αναζητήσουν ακόμα περισσότερο -και ίσως και με πιο “ακραίους” τρόπους- διαφυγές προς αυτό που θεωρούν ως επιστροφή στην κανονικότητα. Είναι κανόνας της ζωής να μην συμβιβάζεται κανείς με οιοδήποτε πλαίσιο εκτάκτων συνθηκών, ιδιαίτερα όταν αυτές οι έκτακτες συνθήκες έχουν πάψει προ πολλού να είναι έκτακτες.
Δεν έχει να κάνει, προφανώς, με τους αντιεμβολιαστές και παρόμοια κινήματα θρησκόληπτων ή συνωμοσιολόγων. Οι Ολλανδοί που αποδρούν στην Αμβέρσα (όπως παλαιότερα οι Θεσσαλονικείς που μετακινούνταν στις Σέρρες για να γλυτώσουν από τα περιοριστικά μέτρα στη συμπρωτεύουσα) δεν είναι σταυροφόροι του αρνητισμού για τον Cocid ή για τα εμβόλια, είναι πιθανότατα άνθρωποι που έχουν τηρήσει απόλυτα ή επαρκώς τις μέχρι σήμερα απαγορεύσεις και υποκινούνται από την ανάγκη να εξέλθουν από την δυστοπία της πανδημίας.
Ο Μπιλ Γκέϊτς έγραφε προ ημερών -σε μια πρόβλεψη για το 2022- πως το σημαντικότερο πρόβλημα που ίσως επιβραδύνει την πρόοδο (αυτό που ο ίδιος θεωρεί πρόοδο) θα είναι η δυσπιστία των πολιτών προς τις κυβερνήσεις και τους οργανωμένους θεσμούς.
Οι δημόσιοι θεσμοί, σημείωσε ο Gates, πρέπει να είναι σημαντικοί παίκτες σε μάχες όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ή η πρόληψη της επόμενης πανδημίας. Αλλά μπορούν να κάνουν τόσα πολλά μόνο εάν έχουν την υποστήριξη των ανθρώπων.
«Αν οι άνθρωποι σας δεν σας εμπιστεύονται, δεν πρόκειται να υποστηρίξουν σημαντικές νέες πρωτοβουλίες», έγραψε ο Γκέιτς. «Και όταν εμφανίζεται μια μεγάλη κρίση, είναι λιγότερο πιθανό να ακολουθήσουν τις απαραίτητες οδηγίες για να ξεπεράσουν την καταιγίδα».
Η δυσπιστία δεν είναι αυτοφυής. Προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την αποτυχημένη διαχείριση των κυβερνήσεων στο θέμα της πανδημίας. Η μεγαλύτερη ήττα σημειώθηκε στην Ευρώπη, ένα συγκροτημένο διεθνές σύνολο πολιτικής και θεσμών που υπέπεσε σε σωρρεία λαθών και ανακολουθιών. Ας το ομολογήσουμε: η Ε.Ε απέτυχε οικτρά υγειονομικά, οικονομικά και πολιτικά. Θρυμμάτισε την από καιρό διαταρραγμένη σχέση της με τους πολίτες σε τέτοιο βαθμό που οι κοινωνίες να γίνονται ολοένα και περισσότερο ανυπάκουες. Ακόμα κι όταν συντεταγμένα τηρούν (;) τους κανόνες, το πράττουν επειδή δρουν υπό το καθεστώς του φόβου. Αυτός ο φόβος, ωστόσο, σταδιακά υποχωρεί μπροστά στην ανυπέρβλητη ανάγκη να ζήσουν.
Η δυσπιστία απέναντι στις κυβερνήσεις θα είναι παγκοσμίως ένα κεντρικό ζήτημα το 2022 και τα χρόνια που θα ακολουθήσουν και θα αναδεικνύεται εντονότερα σε χώρες όπου αυτή η δυσπιστία θα βαθαίνει προς τις νοοτροπίες αυτών που κυβερνούν.
Στα καθ΄ ημάς αυτό αποτυπώνεται εδώ και καιρό ακόμα και στις δημοσκοπήσεις αλλά δεν το βλέπουμε, ή το υποτιμούμε, καθώς παραμένουν προσκολλημένοι στον διπολισμό του διχασμού. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο πόσο ακλόνητες παραμένουν οι ηγεμονίες και πόσο αυξάνει ή συρρικνώνεται η διαφορά μεταξύ των μονομάχων.
Είναι, όμως, το βασικό μας θέμα εάν η Ν.Δ, για παράδειγμα, προηγείται δέκα, δώδεκα, ή οκτώ μονάδες από τον ΣΥΡΙΖΑ; Εάν “εκτοξεύεται” η φήμη του νέου ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ; Για τα επιτελεία και τους φανατικούς αυτά φαίνεται να είναι τα κύρια ζητήματα. Πρόκειται τελικά για μια δυστοπία μέσα στη δυστοπία.
Η χώρα -όπως και η Ευρώπη- έχει ανάγκη από μείζονες μεταρρυθμίσεις. Επί της ουσίας οφείλει στον εαυτό της να γίνει οργανωμένη χώρα. Πως θα συμβεί κάτι τέτοιο όταν (όπως αποκαλύπτουν οι ίδιες δημοσκοπήσεις που διαβάζουμε επιλεκτικά) κυριαρχούν τα συναισθήματα του φόβου, της οργής και της ντροπής;
Πως θα πειστεί η κοινωνία να δεχθεί τις μεγάλες αλλαγές σχετικά με την κλιματική κρίση, στην οικονομία, στον τρόπο οργάνωσης του κράτους, στην μετάβαση στις ψηφιακές τεχνολογίες, στην εκ βάθρων αλλαγή του δημοσίου τομέα, στις ανατροπές στην Παιδεία, στη Δικαιοσύνη, στην Υγεία κ.ά;
Αυτό το βαθύ ρήγμα στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ αυτών που κυβερνούν και αυτών που κυβερνώνται δεν θα ξεπεραστεί με απαγορεύσεις ή με την επιβολή νέων κανόνων για τους οποίους ελάχιστοι έχουν πεισθεί.
Ολόκληρο το σύστημα διοίκησης της χώρας είναι οργανωμένο πάνω στην ευπιστία και την συναλλαγή. Κάθε είδους συναλλαγή. Και εν τέλει πρόκειται για μια απ’ ευθείας ανάθεση των πολλών στους λίγους, η οποία κι αυτή με τη σειρά της διαταράσσεται και καταλήγει σε μια σχέση που οι κυβερνώντες προσποιούνται πως κυβερνούν και οι πολίτες προσποιούνται πως συναινούν.
Η πανδημία τραυμάτισε ακόμα περισσότερο αυτή την διαταραγμένη σχέση. Θεσμοί, όπως η Εκκλησία, έγιναν ακόμα πιο “κλειστοφοβικοί” σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν προνόμια. Η Δικαιοσύνη έχει προ πολλού χάσει την επαφή της με όσα πραγματικά συμβαίνουν γύρω της. Η Παιδεία απέχει από τις νέες τάσεις, παραμένει προσκολλημένη σε στερεότυπα που έχουν ατροφήσει προ καιρού.
Οι κοινωνίες θα γίνονται ολοένα και περισσότερο ανυπάκουες κι αυτό θα καθιστά δυσκολότερη την επικράτηση του ορθολογισμού. Αυτή η πολιτική, με την σημερινή της οργάνωση πάνω σε συμφέροντα και με πρώτιστο μέλημα την διατήρηση της εξουσίας, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Πρέπει να ανακτήσει τη σχέση της με τους πολίτες, να πεισθεί πρώτα η ίδια και μετά να πείσει.
Δεν είναι καλά τα μηνύματα για το 2022 καθώς ελπίζουμε πως οδεύουμε προς το τέλος αυτής της πανδημίας…