Μητσοτάκης, Τσίπρας και Ανδρουλάκης: 5 παρατηρήσεις και ένα πιθανό “δια ταύτα”

 Μητσοτάκης, Τσίπρας και Ανδρουλάκης: 5 παρατηρήσεις και ένα πιθανό “δια ταύτα”

Εάν λάβουμε ως βάση μιας “ακτινογραφίας” του πολιτικού συστήματος στο τέλος αυτής της πανδημικής χρονιάς τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις MRB, Καπα Research, Prorata και Marc, φαίνεται πως το αποτύπωμα οδηγεί αρκετούς να κάνουν λόγο για ανατροπή των συσχετισμών. Το επιχείρημα γι’ αυτήν την μάλλον πρόωρη, πρόχειρη και υπό το ημίφως διαφόρων σκοπιμοτήτων εστιάζει στην δημοσκοπική έκρηξη των ποσοστών του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ. Όντως, από το περίπου 6% που κατέγραφε πριν τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά και την έναρξη της εσωκομματικής διαδικασίας για την εκλογή νέου αρχηγού εμφανίζεται με ποσοστά μεταξύ του 11,5 και 15%.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Οι δημοσκοπήσεις, λοιπόν, δείχνουν ένα πολιτικό σύστημα δύο φάσεων. Στην πρώτη φάση εντάσσουν τη Ν.Δ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη, στην δεύτερη όλα τα άλλα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Με βάση τις δηλώσεις –ενίοτε χαιρέκακες– κυβερνητικών στελεχών, η πρώτη φάση χωρίζεται σε δύο υποκατηγορίες: την συντηρητική παράταξη που κρατά σχεδόν αλώβητη τα ποσοστά των εκλογών του 2019 και πολύ πίσω απ΄ αυτήν τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ που ανταγωνίζονται για την δεύτερη θέση. Το είπε, άλλωστε, και ο πρωθυπουργός απαντώντας στο αίτημα του Αλέξη Τσίπρα για εκλογές.

Ορισμένες παρατηρήσεις:

1η Και τα τρία κόμματα υπέγραψαν και διαχειρίστηκαν μνημόνια. Πάντοτε με βάση τις δημοσκοπήσεις, δηλαδή, περίπου το 70% των ψηφοφόρων είναι αποφασισμένοι ή σκέπτονται να ψηφίσουν ένα μνημονιακό κόμμα. Και τα τρία κόμματα, δε, έχουν κυβερνήσει, άρα έχουν δοκιμαστεί σε συνθήκες μνημονιακής διακυβέρνησης.

2η Από τα τρία αυτά κόμματα που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού χάρτη, τα δύο έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη ευθύνη στην χρεοκοπία της χώρας που οδήγησε στα μνημόνια. Το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ (αν και αμφιταλαντεύτηκε για ένα διάστημα), και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αποδίδουν την χρεοκοπία στην κυβέρνηση Καραμανλή (Ν.Δ), η τελευταία, από την πλευρά της, κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ και τον Κώστα Σημίτη ως “γενεσιουργό” της πτώχευσης της ελληνικής οικονομίας. Είτε ευθύνεται μόνο η Ν.Δ, είτε αναλογούν ευθύνες και στο ΠΑΣΟΚ για την χρεοκοπία, το βέβαιο είναι πως μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ -για ευνόητους λόγους- δεν μπορεί να χρεωθεί συμμετοχή στην εθνική καταστροφή του 2009 που έφερε την βαθιά ύφεση και την κοινωνική και ανθρωπιστική κρίση των μνημονίων. Στον τελευταίο, Ν.Δ και ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ χρεώνουν τους επιβαρυντικούς χειρισμούς του 2015, κάτι αναμφίβολα σωστό που, όμως, πρέπει να μελετηθεί υπό το πρίσμα του τι προηγήθηκε (5η αξιολόγηση κ.ά) επί της προηγούμενης διακυβέρνησης Σαμαρά.

3η Από τα τρία κόμματα, μόνο ένα μπορεί να πιστωθεί την έξοδο από τα μνημόνια και την παράδοση -για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά- σημαντικού ταμειακού αποθέματος. Είτε αυτό έγινε με υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης –όπως κατηγορείται-, είτε με προτεσταντική προσήλωση στο γράμμα του τρίτου μνημονίου –κάτι που αποτελεί μομφή προς αυτό από την πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά-, το αποτέλεσμα είναι πως η χώρα εξήλθε από την μνημονιακή περίοδο επί των ημερών της διακυβέρνησης Τσίπρα.

4η Από τα τρία κόμματα, τα δύο, Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ, έχουν συγκυβερνήσει (2012-15). Ο ΣΥΡΙΖΑ πιστώνεται τα όποια θετικά αποτελέσματα μόνος του και χρεώνεται τα όποια αρνητικά πάλι μόνος του-με την επίδραση, ενδεχομένως, που είχε στις πολιτικές που άσκησε ο κυβερνητικός του εταίρος Πάνος Καμμένος.

5η Με τα σημερινά δεδομένα, δύο από τα τρία κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ κινούνται είτε στο επίκεντρο (το δεύτερο), είτε στις παρυφές (το πρώτο), έστω και με αμφισημίες και διστακτικότητα, της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Η ευρωπαϊκή τάση αυτή την περίοδο, μετά την οικονομική κρίση, αναδεικνύει σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες είτε αυτοδύναμες, είτε συνεργατικές κυβερνήσεις με πολιτικό πυρήνα την σοσιαλδημοκρατία (σε κάποιες με την δραστική συμμετοχή της αριστεράς). Στα καθ΄ ημάς το πιο καθαρό σοσιαλδημοκρατικό στίγμα διαθέτει το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ εάν λάβουμε υπόψιν τα λεγόμενα του νέου αρχηγού του και των σημαντικότερων στελεχών του, παρότι υπάρχουν στελέχη του που διέπονται από πιο κεντροδεξιές προσεγγίσεις. Ο Αλέξης Τσίπρας έχει κατορθώσει να αξιοποιήσει το “διαβατήριο” που του έδωσε παλαιότερα ο Φρανσουά Ολάντ και αναβαθμίζει ραγδαία τον ρόλο παρατηρητή στους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές. Αν και ενίοτε δείχνει να πατάει σε δύο βάρκες (ανήκοντας, άλλωστε, στην Ευρωπαϊκή Αριστερά) δεν κρύβει την τάση του υπέρ της σοσιαλδημοκρατίας και μάλλον δεν το κάνει ευκαιριακά αλλά επειδή “διαβάζει” τον ευρωπαϊκό πολιτικό χάρτη και την ανάγκη του να παραμείνει σε τροχιά εξουσίας. Οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές τον έχουν,δε, αποδεχθεί πλήρως ως κεντρικό συνομιλητή.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης απολαμβάνει την δημοσιότητα της δημοσκοπικής έκρηξης μετά την εκλογή του, ωστόσο πολλά στελέχη του κινήματος επισημαίνουν πως “δεν πρέπει να πάρουν τα μυαλά μας αέρα”. Προσγειωμένη στάση αν ειδικά λάβει κανείς υπόψιν του πως και το 2017, αμέσως μετά την εκλογή της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά, οι ίδιες εταιρείες δημοσκοπήσεων εμφάνιζαν το ΚΙΝΑΛ με ποσοστά περί το 14-15%, αλλά δύο χρόνια αργότερα στις εθνικές εκλογές η καταγραφή στην κάλπη ήταν μόλις 8%.

Είναι ακριβές αυτό που επισημαίνουν κάποιοι, πως, δηλαδή, το 2017 ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που κυβερνούσε και τα πολιτικά δεδομένα ήταν διαφορετικά. Όμως, όπως και τώρα, η μιντιακή και πολιτική “προώθηση” του ΚΙΝΑΛ γινόταν υπό το πρίσμα ότι θα μπορούσε να φθείρει και να αποκαθηλώσει γρηγορότερα τον ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, ο Αλέξης Τσίπρας ηττήθηκε στις εκλογές του 2019 εξαιτίας δικών του λαθών και της γενικότερης ατμόσφαιρας που είχε δημιουργηθεί.

Αρκούν όλα τα παραπάνω για να κάνουμε λόγο για μετάβαση από τον κλασικό διπολισμό (Ν.Δ-ΣΥΡΙΖΑ) σε μία κατάσταση ηγεμονίας του πρώτου κόμματος και ανταγωνισμού των άλλων δύο σχετικά με το ποιό από αυτά θα σταθεί στο βάθρο δίπλα στη Ν.Δ; Κατηγορηματικά, όχι.

Στις ίδιες δημοσκοπήσεις, η μεν Ν.Δ εμφανίζεται να έχει χάσει από 6 έως και 10 μονάδες από το ποσοστό του 2019 και παραμένει με ισχυρό προβάδισμα στην πορεία προς τις επόμενες εκλογές επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν κερδίζει από τις δικές της απώλειες αλλά και ο ίδιος υποχωρεί, με αποτέλεσμα να παραμένει (δημοσκοπικά πάντοτε) η διαφορά των τελευταίων εκλογών.

Από τον προσώρας θεωρητικό ανταγωνισμό μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ ωφελημένη βγαίνει προφανώς η Ν.Δ. Κρατά ένα ποσοστό λίγο πάνω από 30%, ενώ τα άλλα δύο κόμματα μόνο ως άθροισμα μπορούν να την ανταγωνιστούν. Όσο δεν υπάρχει αυτό το πολιτικό και εκλογικό άθροισμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει να φοβάται τίποτε πλην του κακού εαυτού του που θα μπορούσε να προκαλέσει ταχεία φθορά και ανατροπές.

Ο κίνδυνος αυτός, βεβαίως, δεν είναι μικρός και θα η έντασή του θα εξαρτηθεί από την διαχείριση της πανδημίας, το πολιτικό πηλίκο που θα προκύψει, αλλά και από την οικονομία.

Είναι βέβαιο πως ο πρωθυπουργός θα κάνει ότι μπορεί για να αποτρέψει την συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου.

Με ποιους τρόπους; Πρώτον, αναδεικνύοντας το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ ως “υπεύθυνη αντιπολίτευση” (ευκόλως εννοείται ποια είναι η…ανεύθυνη) και ως επιθυμητό εταίρο σε ένα νέο σχήμα διπολισμού. Η χώρα έχει βιώσει αυτόν τον διπολισμό επί δεκαετίες και η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θέλουν αρκετοί να θεωρηθεί μια “ατυχής παρένθεση” που δεν θα επαναληφθεί. Δεύτερον, πριμοδοτώντας με αναγνώριση και δημοσιότητα τον Νίκο Ανδρουλάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα. Η συνάντησή τους που έχει προγραμματισθεί ως φαίνεται αμέσως μετά τις γιορτές αυτό τον σκοπό έχει και είναι βέβαιο πως θα αναπτυχθούν από το Μέγαρο Μαξίμου και άλλες πρωτοβουλίες που να καθιστούν τον νεοεκλεγέντα αρχηγό του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ ως προνομιακό συνομιλητή της κυβέρνησης. Τρίτον, απαξιώνοντας ολοένα και συχνότερα τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα, για να ενισχύσει τον εσωτερικό ανταγωνισμό στον χώρο της κεντροαριστεράς.

Τι από τα παραπάνω θα επιτύχει ο κ. Μητσοτάκης, εξαρτάται από το τι θα πράξουν και πως θα πορευτούν το επόμενο διάστημα ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Αλέξης Τσίπρας.

Θα δεχθεί, για παράδειγμα, ο πρώτος το κυβερνητικό φλερτ και θα αντιληφθεί το δόγμα της προγραμματικής και υπεύθυνης αντιπολίτευσης, όπως λέει, ως όχημα που θα ανταγωνίζεται τον ΣΥΡΙΖΑ ή θα αντιπολιτεύεται -και με ποιά ένταση- την κυβέρνηση; Το δίλημμα είναι αμφίστομο και η επιδίωξη της αυτονομίας μπορεί να φαντάζει σχετικά εύκολη τώρα, ωστόσο σε προεκλογικό χρόνο θα γίνει σαφώς δυσκολότερη και αμέσως μετά την πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής θα πρέπει να δωθούν απαντήσεις που θα τον καταχωρίσουν στη μία ή την άλλη πλευρά.

Αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας έχει αγώνα μπροστά του. Αφενός πρέπει να αντιπολιτεύεται με τρόπο που να αποσαφηνίζει τις διαχωριστικές γραμμές αλλά και να προβάλει ένα σαφές εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης (γιατί ξανά Τσίπρας και ποιός Τσίπρας;), αφετέρου πρέπει να αναδείξει την πολιτική του κυριαρχία στον χώρο της κεντροαριστεράς χωρίς να υποτιμά και να απαξιώνει τον νέο ανταγωνιστή του. Υπάρχουν αρκετές πληγές από το παρελθόν που πρέπει να επουλωθούν ώστε να συνομιλήσουν ουσιαστικά και με προοπτική τα δύο κόμματα και για να συμβεί αυτό την πρωτοβουλία πρέπει να αναλάβει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Το πιθανότερο είναι πως όλα θα κριθούν στον εκλογικό χρόνο. Εκεί και τότε, όταν οι πιθανώς “υπερφίαλες” δημοσκοπήσεις θα έχουν μετατραπεί σε εκλογικό αποτέλεσμα, τα τρία κόμματα της πρώτης φάσης του (νέου;) πολιτικού χάρτη θα κληθούν να αποφασίσουν τι ακριβώς είναι το καθένα. Εφόσον οι σημερινές μετρήσεις αντέξουν και προβληθούν στην κάλπη, θα είναι μάλλον ο “νέος παίκτης” αυτός που θα διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο. Ρυθμιστικό…

Σχετικά Άρθρα