Οι διερευνητικές δεν είναι μηχανισμός αδράνειας και εφησυχασμού…
Πριν μερικές μέρες, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου (8η Διάσκεψη Wittenburg) δήλωσε αυτολεξεί: “Την περασμένη εβδομάδα, στις συναντήσεις μου με αξιωματούχους της ΕΕ, στις Βρυξέλλες, συμφωνήσαμε να ξεκινήσουμε τις εργασίες για έναν Οδικό Χάρτη και να προβούμε σε συγκεκριμένα βήματα για την κατάρτιση χρονοδιαγράμματος. Καταλήξαμε σε συμφωνία σχετικά με αυτόν τον Οδικό Χάρτη με τον πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ, Σαρλ Μισέλ”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ο Τσαβούσογλου εξήρε τον ρόλο της Ολλανδίας σε αυτή την κατεύθυνση και σημείωσε: «Απαιτούμε επικαιροποίηση της Συμφωνίας της 18ης Μαρτίου και της Τελωνειακής Ένωσης».
Έχουν ενδιαφέρον τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε ο Τούρκος Υπ.Εξ γι’ αυτήν την εξομάλυνση των σχέσεων της χώρας του με την Ευρωπαϊκή Ένωση:
-«Αναμένουμε τη συνέχιση της συνεργασίας σε θέματα όπως η απελευθέρωση των θεωρήσεων και η μετανάστευση».
-«Ξεκινήσαμε διερευνητικές συνομιλίες με την Ελλάδα».
-«Συνομιλούμε με τη Γαλλία σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεών μας».
-«Μια διαδικασία μεταρρύθμισης βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη στη χώρα».
-«Υποβάλαμε προτάσεις για διάσκεψη 5 + 1 για την Κύπρο και για διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο».
Ανέφερε, μάλιστα, εκτός της Ολλανδίας και τις χώρες εκείνες που, όπως είπε, συμφωνούν σε μια ταχεία αποκατάσταση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Πρόκειται για το Βέλγιο, την Γερμανία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Επίσημη επιβεβαίωση όλων αυτών από τον ίδιο τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μιζέλ δεν υπάρχει προσώρας, εάν λάβει, όμως, κανείς υπ΄ όψιν του τις πάγιες θέσεις του τελευταίου αλλά και την καθυστέρηση του Ζοζέπ Μπορέλ στην ολοκλήρωση του σχεδίου για την επιβολή κυρώσεων, είναι σφόδρα πιθανό ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου να έχει δίκιο.
Τι συνιστούν όλα αυτά:
Οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας-Τουρκίας αξιοποιούνται από την Άγκυρα ως διαδικασία “συμμόρφωσης” της σε ένα περιβάλλον αποκλιμάκωσης στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, αποδεικνύοντας πως εξ ‘ αρχής το μείζον για τον Ταγίπ Ερντογάν ήταν η αποκατάσταση των σχέσεών του με τον ευρωπαϊκό παράγοντα. Φαίνεται, δε, πως αυτό αποτελεί μία στρατηγική στροφή για την Άγκυρα και όχι μια ευκαιριακή επιλογή, παρά τις όποιες επιφυλάξεις μπορούν να έχουν κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Η ειδική αναφορά στην εξομάλυνση των σχέσεων με τη Γαλλία (μετά τις φιλόφρονες επιστολές που αντάλλαξαν Ερντογάν και Μακρόν) δεν είναι προφανώς τυχαία, καθώς το Παρίσι ήταν ο πιο σκληρός αντίπαλος της Τουρκίας στην ΕΕ και ο ισχυρότερος σύμμαχος της Ελλάδας.
Εάν, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με μια νέα στρατηγική της Τουρκίας για την στενότερη και λειτουργικότερη σύνδεσή της με την Ευρώπη –ιδιαίτερα μετά τους νέους συσχετισμούς που διαμορφώνονται στην Ουάσιγκτον με τη διοίκηση Μπάϊντεν- προκύπτει εύλογα το ερώτημα εάν η Αθήνα εντάσσεται και με ποιον τρόπο σε αυτά τα νέα δεδομένα.
Μέχρι πρότινος η ελληνική θέση ανέφερε πως η σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη περνούν από την Αθήνα. Οι διερευνητικές επαφές γίνονται γέφυρα για την μετάβαση του Ερντογάν σε αυτή τη νέα (ευρω)στρατηγική, μένει, όμως, να αποδειχθεί εάν και κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να αποκομίσει οφέλη πέραν της αποκλιμάκωσης της έντασης. Το τελευταίο είναι αναμφίβολα επιθυμητό, δεν μπορεί, όμως, να είναι ο μοναδικός σκοπός της ελληνικής κυβέρνησης.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου είναι σφόδρα πιθανό η πιθανότητα επιβολής κυρώσεων να παραπεμφθεί εκ νέου στις καλένδες (υπό το επιχείρημα της έναρξης των διερευνητικών επαφών με τους δύο νέους γύρους συναντήσεων) και να απωλέσει ακόμα και τα ελάχιστα ερείσματα μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Ποιος είναι ο λόγος, θα ισχυριστούν, να διατηρείται η απειλή έναντι της Τουρκίας με την οποία η ΕΕ διαμορφώνει “οδικό χάρτη” σύγκλισης και δη από τη στιγμή που το Oruce Reis και το Barbaros δεν πλέουν πλέον σε ελληνικά ή κυπριακά νερά;
Αυτή είναι, άλλωστε, και η κρυφή παγίδα των διερευνητικών. Κάνουν λάθος όσοι πιστεύουν πως η Ελλάδα μπορεί να βρίσκεται εσαεί σε μια διαδικασία συζητήσεων, άλλοτε στην Κωνσταντινούπολη και άλλοτε στην Αθήνα, οι οποίες δεν θα καταλήγουν πουθενά αλλά θα αξιοποιούνται μόνο ως μηχανισμός αποφυγής νέων κλιμακώσεων.
Κι αυτό διότι, αργά ή γρήγορα, οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα επικαλεστούν την τουρκική “συμμόρφωση” για να γίνει το επόμενο βήμα, είτε αυτό είναι η προαναγγελθείσα πενταμερής για το Κυπριακό (με στόχο την χαλαρή ομοσπονδία ή και τη διχοτόμηση), είτε η προσφυγή στη Χάγη. Εφόσον, μάλιστα, ο Ερντογάν κατοχυρώσει τα μείζονα που επιδιώκει και αφορούν τις ευρω-τουρκικές σχέσεις, δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο να αποδεχθεί μια τέτοια πορεία που σήμερα η ελληνική διπλωματία την θεωρεί απίθανη ακόμα και όταν την επικαλείται και την εύχεται.
Οι διερευνητικές επαφές δεν πρέπει να γίνουν πεδίο μιας νέας αδράνειας στην εξωτερική μας πολιτική και δεν πρέπει να μας εφησυχάζουν. Εφόσον δεν κατορθώσουμε άμεσα να εντάξουμε τα ελληνικά ζητούμενα στον “οδικό χάρτη” που φαίνεται πως συμφωνούν Ευρώπη και Τουρκία δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο να βρεθούμε κάποια στιγμή -ίσως και στο σχετικά εγγύς μέλλον- εκτός ευρω-τουρκικού παιχνιδιού και τα ελληνικά συμφέροντα να θεωρηθούν ελάσσονα και σχετικώς αδιάφορα για τους εταίρους μας.
Η ανάγκη εκπόνησης νέας εθνικής στρατηγικής σε αυτό το διαμορφούμενο περιβάλλον είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Υπήρξαν περίοδοι που “αενάως” συζητούσαμε με την Τουρκία στο πλαίσιο διερευνητικών επαφών, θεωρώντας πως εξασφαλίσαμε ηρεμία, οι οποίες, όμως, παρήλθαν όταν η τακτική της Άγκυρας και τα γεωπολιτκά δεδομένα άλλαξαν. Όταν οι Ευρωπαίοι θα θεωρήσουν ότι βρίσκονται κοντά σε μια ενσωμάτωση (οικονομική, γεωπολιτική, ενεργειακή κ.ά) της Τουρκίας, η ελληνική παράμετρος είναι πιθανό να αξιολογηθεί ως αμελητέα μπροστά στις μείζονες επιδιώξεις της ΕΕ και των ΗΠΑ.
Γι αυτούς τους λόγους, η κυβέρνηση δεν πρέπει να προετοιμάζεται απλώς για έναν ακόμα γύρο διερευνητικών επαφών με την Τουρκία αλλά να αντιληφθεί το μεγάλο κάδρο. Το γεγονός πως διαμορφώνεται ένα εσωτερικό πεδίο συναίνεσης δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία της αντιπολίτευσης και ευκαιρία για πρόχειρους χειρισμούς και διαχείριση του όποιου πολιτικού κόστους, αλλά ως δυνατότητα για ένα πλαίσιο συνεννόησης. Ο πρωθυπουργός είναι τυχερός, ως προς τούτου, που δεν έχει απέναντί του στην αντιπολίτευση τον Αντώνη Σαμαρά αλλά πολιτικούς αρχηγούς με διάθεση συνεργασίας. Δεν ήταν το ίδιο τυχεροί άλλοι πρωθυπουργοί κατά το παρελθόν…