“Λευκές μπλούζες” με όνομα, φόβους, αγωνίες και χρήσιμη οργή…
Δεν είναι πια οι “λευκές μπλούζες”. Ούτε καν οι ανώνυμοι “ήρωες” της συνήθους κομματικής λαθροχειρίας. Είναι άνθρωποι με ονοματεπώνυμο, αγωνίες, φόβους. Είναι σκληρά εργαζόμενοι που κοπιάζουν, αγωνίζονται, λυγίζουν, θυμώνουν. Και, προσοχή, δεν είναι όλοι ίδιοι. Δεν χωρούν στην γενική κατηγορία των “ειδικών”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Υπάρχουν εκείνοι που έως και χθες δεν τους γνωρίζαμε. Δεν θα αναφέρω τα ονόματά τους γιατί θα αδικήσω εκείνους που θα ξεχάσω. Μιλώ, όμως, για όσους εμφανίζονται στα μέσα ενημέρωσης δίχως να διεκδικούν πανεπιστημιακές έδρες, διοικητικές θέσεις, ή ακόμα και χώρο δημοσιότητας σε κάποια λίστα υποψηφίων βουλευτών ή ευρωβουλευτών. Όχι ότι δεν έχουν πολιτική άποψη. Μπορεί να είναι Ν.Δ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝ.ΑΛ, ΚΚΕ ή ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν έχει σημασία. Μετά από 16 ώρες στα Επείγοντα ή στις ΜΕΘ και ΜΑΦ θα γυρίσουν στην οικογένειά τους με τον φόβο του θανάτου και την ελπίδα να μην μεταφέρουν τον ιό.
Άκουσα κάποιους από αυτούς να μιλούν για την (άγια) μοναξιά του ασθενούς Covid. Το σκοτάδι του νου που “σπάει” κάθε τρεις ώρες όταν ένας γιατρός ή νοσηλευτής επισκέπτεται τον θάλαμο. Τον ιερό τρόμο των νοσούντων να μην φτάσουν από τον αναπνευστήρα στο τέλος χωρίς να προλάβουν να πουν το “αντίο” στα παιδιά τους, τις/τους συζύγους τους, χωρίς να έχουν αυτές τις σταγόνες του ύστατου χρόνου να αναπολήσουν, να θυμηθούν, να κάνουν τον μικρό ευλαβικό απολογισμό της ζωής.
Δεν είναι μόνο γιατροί και νοσηλευτές. Είναι το σπαρματσέτο της αγωνιώδους προσπάθειας για αντοχή πριν το τέλος. Είναι “εφημέριοι” και εξομολογητές. Η ύστατη διαμεσολάβηση με τον θάνατο, η ελπίδα και η χαμένη δύναμη που κρατά τις αναλαμπές της. “Μην με βάλετε στη ΜΕΘ, σας παρακαλώ θα αναπνεύσω καλύτερα”, είπε -και με συγκλόνισε- ένας δικηγόρος από τη Θεσσαλονίκη που βγήκε νικητής. Σε ποιον/ποια το είπε; Στον γιατρό, στον θεραπευτή, στον σύντροφο, στον σηματωρό της ζωής. Στον άνθρωπο που αγωνίζεται να οδηγήσει τον ασθενή στο πέρασμα μέσα από το σκοτάδι στο φως.
Αυτούς τους ανθρώπους ανακαλύπτουμε. Είναι οι άνθρωποι του ΔΗΜΟΣΙΟΥ συστήματος υγείας. Κανένα χειροκρότημα στα μπαλκόνια δεν μας ζήτησαν. Από την πρώτη στιγμή του πρώτου κύματος της πανδημίας ζητούν την προσοχή μας και το ενδιαφέρον των ιθυνόντων λιγότερο για τους εαυτούς τους και περισσότερο για το ίδιο το ΕΣΥ.
Όταν επιμένουν για προσλήψεις δεν το κάνουν γιατί συντάσσονται με τον Τσίπρα, τη Γεννηματά, τον Κουτσούμπα και θέλουν να κάνουν κριτική στον Μητσοτάκη ή τον Κικίλια. Αυτά τα λένε οι μεταπράτες του φόβου και οι έμποροι του θανάτου. Το κάνουν διότι γνωρίζουν τι πραγματικά χρειάζεται ώστε να συρρικνώνεται η μοναξιά του ασθενούς και να αυξάνουν οι ελπίδες το πέρασμα από το σκοτάδι να είναι νικηφόρο.
Κι όταν θυμώνουν για την υποκρισία, την αμετροέπεια, τις σκοπιμότητες, τις λαθροχειρίες και τα ψέματα, το κάνουν, πάλι, επειδή ξέρουν σπιθαμή προς σπιθαμή ακόμα και την τελευταία γωνίτσα των θαλάμων και των ΜΕΘ, κάθε κενό και κάθε ανάγκη, κάθε πιθανότητα να σωθούν περισσότερες ζωές.
Αναγκαία η έκκληση για εσπευσμένη πρόσληψη ελευθεροεπαγγελματιών γιατρών σε ένα σύστημα που έφθασε στο όριό του και μάλλον θα το ξεπεράσει. Από την άλλη, όμως, όταν κάποτε περάσει αυτό το δράμα και πριν έρθει κάποια στιγμή κάποιο επόμενο, έστω μικρότερο, γνωρίζουν πως ίσως οι έχοντες το πρόσταγμα θα αφήσουν τα πράγματα στην μουχλιασμένη πλάνη τους. Γι αυτό και υψώνουν τους τόνους, γι αυτό και στέκονται απέναντι στις “δημόσιες σχέσεις” κάποιων συναδέλφων τους που περιγράφουν ΑΛΛΙΩΣ την κατάσταση.
Εάν υπάρχει μια ευχή μέσα στον ζόφο της πανδημίας είναι που ανακάλυψαν πολλοί το δημόσιο σύστημα υγείας. Αυτό που αφέθηκε να παρακμάσει με σχέδιο πονηρό και με σκοπιμότητες. Αυτή η ευχή, όμως, μπορεί να γίνει ευκαιρία αλλά μπορεί να καταλήξει και κατάρα. Εάν τα αφήσουμε όλα στην ίδια τύχη που τα είχαμε αφήσει πριν μας βρει αυτή η πανδημία.
Κανένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ δεν έχει αξία εάν δεν γίνει ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ. Δεν τρέφω πολλές ελπίδες αλλά νοιώθω την ανάγκη να το πω…