“Τέλος χρόνου” με τον Ερντογάν- Ώρα για “εθνικές λύσεις”
Με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε κατάσταση “παραληρηματικού μεγαλείου” είναι προφανές πως κάθε υπαρκτός μηχανισμός αποκλιμάκωσης της έντασης και πρωτοβουλιών διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει αποτύχει. Με την Τουρκία των τελευταίων μηνών δεν νοούνται ούτε διερευνητικές επαφές, ούτε επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ως προς το δεύτερο, η τοποθέτηση του Τούρκου προέδρου στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον “πρόεδρο” του ψευδοκράτους Ερσίν Τατάρ δεν αφήνει κανένα περιθώριο ελπίδας.
“Υπάρχουν ήδη δυο ξεχωριστοί λαοί στην Κύπρο και δύο ξεχωριστά κράτη.Η βάση της λύσης στην οποία οι δύο λαοί μπορούν να ζήσουν δίπλα-δίπλα με ειρήνη, ευημερία καια σφάλεια πρέπει να βασίζεται στη διακυβέρνηση της νήσου. Σε αυτό το σημείο, πιστεύουμε ότι η έναρξη διαπραγματεύσεων στη βάση της επιλογής της ομοσπονδίας θα ήταν χάσιμο χρόνου”. Σαφέστερο δεν γίνεται. Διχοτόμηση.
Ο Ερντογάν κλείνει κάθε δίαυλο επικοινωνίας με την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Καθυβρίζει τον Εμανουέλ Μακρόν αφού προηγουμένως είχε εκθέσει ανεπανόρθωτα την διαμεσολαβητική προσπάθεια της Άγκελα Μέρκελ. Προκαλεί την Ουάσιγκτον να του επιβάλλει κυρώσεις για τους s400. Εμπλέκεται σε περιφερειακές συγκρούσεις από την Συρία και τη Λιβύη έως το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Παραβιάζει από τον Ιούλιο κυριαρχία και κυριαρχικά δικαίωματα κρατών -μελών της ΕΕ (Ελλάδα, Κύπρος) και απειλεί με πολεμική σύγκρουση.
Θα ήταν εξωφενικό να πιστεύει κανείς πως υπό αυτές τις συνθήκες είναι δυνατό (και επωφελές) να καθίσουν στο τραπέζι των συνομιλιών οι διπλωματικές ομάδες των διερευνητικών επαφών. Θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς πως μπορεί να αποδώσει ακόμα και η υποκρύπτουσα πολλές παγίδες για τα εθνικά μας συμφέροντα περιφερειακή διάσκεψη που προωθούσε μέχρι πρότινος ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.
Το επόμενο διάστημα θα αποδειχθεί κρίσιμο για τα χρόνια που έρχονται. Ιδιαίτερα οι επόμενοι τρεις μήνες μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα. Ας μην ξεχνούμε πως ακόμα κι αν νικήσει ο Τζο Μπάϊντεν, μέχρι τις 20 Ιανουαρίου στον Λευκό Οίκο θα βρίσκεται ο Ντόναλντ Τραμπ και ίσως ο Τούρκος πρόεδρος επιδιώξει να “κλείσει λογαριασμούς” εκμεταλλευόμενος το κενό ηγεσίας και την στενή σχέση του (πολιτική και ίσως και επιχειρηματική) με τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ.
Από την άλλη, οι ευρωπαίοι ηγέτες μπορεί να συντάχθηκαν στο πλευρό του υβριζόμενου -από τον Τούρκο πρόεδρο– Εμανουέλ Μακρόν, δεν δείχνουν, όμως, τη διάθεση να προβούν σε καταλυτικές κινήσεις και να επιβάλλουν κυρώσεις στην Τουρκία. Ακόμα, δε, περισσότερο να διακόψουν όλα τα στρατιωτικά-εξοπλιστικά προγράμματα που υλοποιούν με την Τουρκία. Στο νεοοθωμανικό ερντογανικό παραλήρημα η Ευρώπη εμφανίζεται απρόθυμη να πράξει τα δέοντα.
Όλα αυτά εγκυμονούν μείζονες κινδύνους. Η ελληνική κυβέρνηση αξιοποιεί βεβαίως –και πολύ καλά κάνει– κάθε πιθανή διεθνή στρατηγική (ΕΕ,ΗΠΑ), ή τακτική (Ρωσία) συμμαχία, τίθεται εν αμφιβόλω, ωστόσο, εάν αυτό είναι επαρκές και οδηγήσει σε αποτελέσματα.
Ας μην υποτιμούμε πως οι κυρώσεις και το εμπάργκο όπλων δεν προχωρούν, ο δε Σεργκέϊ Λαβρώφ, αναμφίβολα υποβοηθητικός ως προς το θέμα των 12 μιλίων, έβαλε πλαγίως τις παραμέτρους της “κοινής λογικής” και των “γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων”.
Η Ελλάδα έχει όλα τα δίκια και το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος της, σύμμαχοι και εταίροι, όμως, δεν ανταποκρίνονται στον συστημικό κίνδυνο που δημιουργεί πλέον η παρουσία του Ερντογάν στο ευρύτερο γεωπολιτικό μας περιβάλλον.
Ο Τούρκος πρόεδρος λαμβάνει δυστυχώς μηνύματα αδυναμίας από την ΕΕ, τις ΗΠΑ αλλά και από την Αθήνα και τα μεταφράζει κατά τρόπο που να υποστηρίζουν την παραβατικότητά του. Επειδή αντιλαμβάνεται μόνο την ισχύ και επειδή δεν εισπράττει τέτοια μηνύματα θεωρεί πως μπορεί να κλιμακώσει την ένταση. Στόχος του ήταν πάντοτε να δημιουργεί μικρά αλλά αθροιστικά σημαντικά τετελεσμένα. Αυτή ήταν πάντοτε η στρατηγική της Τουρκίας. Από το 1974 μέχρι σήμερα, παρά τις όποιες προσπάθειες διευθέτησης της ελληνοτουρκικής διαφοράς, τις διαμεσολαβητικές προσπάθειες, τις διερευνητικές επαφές και άλλα, η Άγκυρα έχει κατορθώσει να διευρύνει το πλαίσιο των διεκδικήσεών της και αρκετές από αυτές να εκλαμβάνονται ως λογικές από τους εταίρους και τους συμμάχους μας.
Οι τελευταίες εκφορές ελληνικής αμφισημίας με την “κόκκινη γραμμή” στα 6 μίλια στη θάλασσα και στα 10 μίλια στον αέρα μπορεί να αποτελέσουν έναυσμα για ένα ακόμα βήμα παραβατικότητας. Η παρουσία τουρκικού γεωτρύπανου εντός του ορίου των 12 μιλίων νοτίως της Κρήτης, για παράδειγμα, πρέπει να θεωρείται αρκετά πιθανή. Τι θα πράξουμε;
Εν κατακλείδι, ζούμε αυτή την περίοδο το τέλος της εθνικής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας που υλοποιούν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία 30 χρόνια. Η αυλαία της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας έχει πέσει οριστικά και οι συσχετισμοί στην ΕΕ είναι προβληματικοί, αν όχι αρνητικοί.
Είναι αναγκαία με όρους εθνικής επιβίωσης η εκπόνηση νέας στρατηγικής. Διπλωματικής προς το διεθνές περιβάλλον και την Τουρκία, αποτρεπτικής με την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, και εσωτερικής ως προς την ενημέρωση της κοινής γνώμης και τη συναίσθηση των πραγματικών κινδύνων. Το δημοσκοπικό εύρημα (ενίοτε χειραγωγούμενο) ότι η πλειονότητα των πολιτών δεν επιθυμεί στρατιωτική εμπλοκή είναι μεν σαφές αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί να αξιοποιείται από ορισμένους για να μιλούν για “εθνικισμούς”, ή να διατάσσουν εσαεί υποχωρητικότητα.
Όλα αυτά υπερβαινουν την θητεία και τις αντοχές μιας μόνο κυβέρνησης, όσο ικανή κι αν είναι αυτή. Απαιτείται σύμπνοια και συναίνεση. Ας το καταλάβουν αυτό οι έχοντες την πρωτοβουλία των κινήσεων.