Αφιέρωμα του libre στον Δημήτρη Διαμαντίδη: Η απαράμιλλη γοητεία του απλού…
Ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα που ανήκουν στο μυθικό ρεαλισμό είναι αυτό του Μίλαν Κούντερα με τίτλο “η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι” και σίγουρα ο Δημήτρης Διαμαντίδης μπορεί να χαρακτηριστεί ένας απ’ τους πρωτεργάτες του μπασκετικού μυθικού ρεαλισμού. Το απόγευμα της Τρίτης η Ευρωλίγκα συμπεριέλαβε τον παλαίμαχο ηγέτη του Παναθηναϊκού στην καλύτερη ομάδα της δεκαετίας 2010-2020 και έγινε ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με τη συγκεκριμένη διάκριση, γεγονός που μεγαλώνει κατά τι το επίτευγμά του, κάνοντάς μας να συνειδητοποιήσουμε το πόσο τυχεροί σταθήκαμε που ζήσαμε στην εποχή του.
Του Νίκου Βόπη
Τρίτη ήταν, 6 του Μάη το 1980 όταν ο Θωμάς Διαμαντίδης έγινε πατέρας για δεύτερη φορά και η Μαρία Διαμαντίδη κρατούσε στην αγκαλιά της τον δεύτερο πλέον γιο της, μετά από τον Βασίλη, τον οποίο είχε φέρει στον κόσμο τρία χρόνια νωρίτερα.
Το πρώτο μπασκετικό στρατί του Δημήτρη έλαβε χώρα στη Μηλίτσα της Καστοριάς όπου η οικογένεια είχε μετακομίσει καθώς ασχολούταν επαγγελματικά με το γουνεμπόριο και στο εν λόγω χωριό η λέξη “μπάσκετ” περιοριζόταν σε δυο-τρεις μπασκέτες.
Το θρυλικό Ευρωμπάσκετ του ’87 άναψε τη σπίθα στην καρδιά του επτάχρονου τότε Δημήτρη, ο οποίος είδε τους Γκάλη, Γιαννάκη, Φασούλα, Φάνη κλπ να μετουσιώνονται σε σύγχρονους για την εποχή ήρωες, κάτι σαν τον Ηρακλή και τον Θησέα, και να δοξάζονται από όλη την Ελλάδα.
Η απόφαση είχε ήδη παρθεί από τον πιτσιρικά που μέχρι τότε μάτωνε τα γόνατά του στα χαλίκια παίζοντας ποδόσφαιρο. Το μπάσκετ θα γινόταν η δική του Μέκκα και όταν η οικογένεια μεταφέρθηκε λίγο παραδίπλα, στο Δισπηλιό, ο Διαμαντίδης ξεκίνησε να αγωνίζεται στην Καστοριά, παίρνοντας γαλόνια απ’ όλες τις κατηγορίες. Ακαδημία, παιδικό, εφηβικό και πάει λέγοντας.
Το μεγαλύτερο προσόν του σύμφωνα με τους πρώτους προπονητές του; το μοναδικό ταλέντο που είχε στο να προσαρμόζεται εύκολα. Fun fact! Ο Διαμαντίδης είναι αμφιδέξιος, πράγμα που σημαίνει πως το μεσολόβιο στον εγκέφαλό του είναι κατά 11% μεγαλύτερο και όλοι οι αμφιδέξιοι όσο προκαλούν με την καλή έννοια το μυαλό τους τόσο το μεσολόβιο μεγαλώνει.
Από πολύ μικρή ηλικία ήξερε με αρμονικό τρόπο να εκμεταλλεύεται την παραμικρή ευκαιρία και να παίρνει το 100% από τα προτερήματα που είχε σωματοδομικά. Σπουδαία περιφερειακή όραση, μακριά χέρια. Διάβαζε τα πάντα.
Το τέλος της εφηβείας βρήκε τον Διαμαντίδη να περνάει απ’ το ένα επίπεδο στο άλλο μπασκετικά και από την Καστοριά να μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη και τον Ηρακλή. Πολλές οι ιστορίες που έχουμε ακούσει ή διαβάσει, κυρίως από τον Νίκο Χατζηβρέττα που τότε ανέλαβε χρέη “πατέρα” παίρνοντας στις φτερούγες του ένα φοβισμένο και αγχωμένο παιδί που μετακόμιζε σε μία μεγάλη πόλη.
Εκτός από τα εννιά εκατομμύρια δραχμές που κόστισε η μεταγραφή ο “Γηραιός” εξόπλισε, σύμφωνα με την ιστορία, την ομάδα της Καστοριάς με μπάλες και αθλητικό υλικό. Ο Κώστας Πιλαφίδης ήταν εκείνος που έπεισε τη διοίκηση του Ηρακλή να πάρουν τον Διαμαντίδη στην ομάδα.
Σε εκείνο το σημείο ξεκίνησε και η σκληρή δουλειά. Ατελείωτες ώρες προπόνησης, συστήματα, τεχνικές που στην Καστοριά δεν είχε δει ποτέ του. Από την Γ’ Εθνική στην Α1 το μονοπάτι ήταν δύσβατο και ο Διαμαντίδης έμαθε πολλά. Μπορεί η Θεσσαλονίκη σαν πόλη να τον “τρόμαζε” κάπως με τα μεγάλα φώτα και την έντονη ζωή ωστόσο ο Ηρακλής ήταν μία ομάδα που ταίριαζε απόλυτα στα “θέλω” του. Νεανική και με δυναμισμό αλλά και περιθώρια λαθών.
Στην τρίτη του σεζόν στον Ηρακλή, ο τότε ιδιοκτήτης της ομάδας Πρόδρομος Εμφιετζόγλου πρότεινε τον Διαμαντίδη στον Παναθηναϊκό στο πλαίσιο της μεταγραφής του Λάζαρου Παπαδόπουλου αλλά ο Θανάσης Γιαννακόπουλος δεν είπε το “ναι”. Και εκείνη ήταν και η σεζόν που ο “Μήτσος” έκανε το “μπαμ”.
Στο πλευρό του Μπλάκνεϊ και μόλις στα 21-22 του χρόνια έκανε αισθητή την παρουσία του σε όλα τα γήπεδα της Ελλάδας απ’ τα οποία πέρασε και κατάφερε να τερματίσει στην τέταρτη θέση. Από εκείνη την περίοδο έμοιαζε με undercover agent της CIA. Δεν απασχολούσε ποτέ τα Μέσα, πάντα είχε χαμηλωμένο βλέμμα και αυτιά ανοιχτά ρουφώντας σαν σφουγγάρι τα πάντα γύρω του.
Σεζόν 2003-2004. Ο Ηρακλής ήταν μόνος και αβοήθητος οικονομικά μιας και ο Εμφιετζόγλου δεν μπορούσε να βοηθήσει άλλο αλλά η ομάδα τερμάτισε στην τρίτη θέση μετά από εκείνο το αλησμόνητο 3-2 επί της ΑΕΚ.
Το 2004 ήταν μία χρονιά – ορόσημο για τον Διαμαντίδη. Ο Μποντίρογκα είχε φύγει από τους “πράσινους” και ο Ομπράντοβιτς ήταν κάθετος. Απαίτηση του Σέρβου η απόκτηση του Έλληνα play maker και ο Παναθηναϊκός κέρδισε στη μάχη τον Ολυμπιακό με μία προσφορά μεγαλύτερη κατά 50.000 ευρώ.
Το γεγονός ότι δεν τον ενδιέφερε ποτέ η μεγάλη ζωή, τα ακριβά αυτοκίνητα, η νύχτα και οι βεντετισμοί τον βοήθησαν τα μέγιστα να φτάσει εδώ που έφτασε. Και να γράφονται σήμερα χιλιάδες λέξεων για την περίπτωσή του. Δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στην Αθήνα. Δεν γνώριζε ότι ο Ομπράντοβιτς θα έχτιζε μία ομάδα του γύρω καθώς τον θεωρούσε παίκτη κορυφαίου επιπέδου.
Η ειρωνεία; όσο μεγάλωνε η φήμη του και η αποδοχή του ταλέντου του τόσο πιο ταπεινός γινόταν και τόσο πιο πολύ δουλειά έριχνε στα παρκέ καθώς γνώριζε πως αυτός ο συνδυασμός ήταν ο μοναδικός τρόπος της απόλυτης επιτυχίας και καταξίωσης.
Το “βάλτο αγόρι μου” τον ενέταξε στο πάνθεον των μπασκετικών συνειδήσεων στη χώρα μας. Ο Διαμαντίδης έγινε ίνδαλμα και ήταν κοινώς αποδεκτός. Στο μυαλό των Ελλήνων φιλάθλων δεν έπαιζε ρόλο το χρώμα της φανέλας που φορούσε. Ήταν ο Διαμαντίδης. Και μαζί με τους υπόλοιπους, Σπανούλη, Παπαλουκά, Κακιούζη, Ζήση, Ντικούδη, Σχορτσιανίτη, πήγαν όλοι μαζί το ελληνικό μπάσκετ πολλά βήματα παρακάτω.
Λόγος για αναφορές σε επιτυχίες σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο δεν υπάρχει. Με ένα απλό γκουγκλάρισμα, όπως έχει καθιερωθεί να λέμε, μπορεί κανείς να βρει τα τρόπαια που έχει κατακτήσει σε δευτερόλεπτα. Ο Διαμαντίδης ήταν ένας παίκτης που δεν του άρεσε η αλλαγή. Εάν κάπου ένιωθε ασφαλής, έμενε και η οικογένεια Γιαννακόπουλων του προσέφερε απλόχερα αυτή την ασφάλεια γνωρίζοντας το μεγαλείο του ταλέντου του.
Έγινε σημαία του Παναθηναϊκού με όλη τη σημασία της λέξης. Συνώνυμο του “τριφυλλιού”. Τα πρώτα δείγματα γραφής απέδειξαν ό,τι επακολούθησε. Πρώτη σεζόν στην Ευρωλίγκα και αναδείχθηκε καλύτερος αμυντικός της Ευρώπης ενώ κατέκτησε το νταμπλ. Νταμπλ και τη δεύτερη σεζόν, triple crown την τρίτη.
Ο Διαμαντίδης μαζί με τον Αλβέρτη ήταν εκείνοι που οδήγησαν τον Παναθηναϊκό στο κλειστό κλαμπ των κορυφαίων ευρωπαϊκών ομάδων όλων των εποχών στο μπάσκετ και ακόμα και όταν το κατάφερε δεν άλλαξε ούτε στο 10% τον χαρακτήρα του. Παρέμεινε ο ταπεινός και χαμογελαστός άνθρωπος. Ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα αποχώρησής του από την ομάδα. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μείνει στο τιμόνι αυτής ο Ομπράντοβιτς. Η οικογένεια όχι μόνο ικανοποίησε το αίτημά του αλλά για τρία χρόνια του έδωσε 5,1 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που τον έφερε στη θέση νούμερο δύο, στη λίστα με τους πιο ακριβοπληρωμένους παίκτες στην Ευρώπη.
2008: Τρόμος στα παρκέ
Το αριστούργημα του Ομπράντοβιτς έσπερνε τρόμο στο πέρασμά του. Μία ομάδα στην οποία αγωνίζονταν οι Διαμαντίδης, Γιασικεβίτσιους, Σπανούλης, Πέκοβιτς, Μπατίστ, Νίκολας, Φώτσης, Περπέρογλου κ.α. Μπορούσε να σταθεί με αξιώσεις ίσως και στο ΝΒΑ και το δεύτερο triple crown ήρθε εύκολα με τον 3D να παίρνει για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά το βραβείο του κορυφαίου αμυντικού της Ευρώπης.
Και εδώ κολλάει το παραπάνω: Ο Διαμαντίδης αγαπούσε τη συνήθεια και μισούσε τις αλλαγές. Όταν οι άλλοι απορούσαν γιατί δεν πήγε στο ΝΒΑ στα 29 του εκείνος έλεγε ότι ο Παναθηναϊκός είναι το σπίτι του. Και δεν θα άφηνε ποτέ το σπίτι του. Είχε αποφασίσει απόλυτα συνειδητά ότι το μπάσκετ του ΝΒΑ δεν του ταίριαζε. Εκτός από κορυφαίος αμυντικός καταξιώθηκε και ως κορυφαίος πασέρ στην ιστορία της Ευρώπης.
Το μεγαλείο του φάνηκε για ακόμα μία φορά, στις τελευταίες του δηλώσεις ως παίκτης του Παναθηναϊκού, όταν έχασε το πρωτάθλημα μέσα στο “σπίτι” του στο ΟΑΚΑ. Οι δημοσιογράφοι έγραφαν χιλιάδες λέξεις μπασκετικών αναλύσεων και εκείνος απλά είπε χιουμοριστικά “Δεν το χάνεις ρε Βασιλάρα;”. Αναγνωρίζοντας την ποιότητα του αρχηγού του Ολυμπιακού έδειξε πως εκτός από σπουδαίος παίκτης υπήρξε και σπουδαία αθλητική προσωπικότητα.