Μία “πυξίδα” για τον Τσίπρα

Αναμφίβολα συντετριμμένος από την απαξιωτική ήττα στις εκλογές του 2023, και μετά την παραίτησή του από την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, ο Αλέξης Τσίπρας έλεγε σε συνομιλητές του ότι -πάρα ταύτα- δεν επρόκειτο να επιδοθεί σε ασκήσεις πολιτικού αναχωρητισμού. “Δεν θα γίνω Καραμανλής”, ήταν μία από τις συνήθεις ατάκες του εκείνη την περίοδο.
Ο ένας πρώην πρωθυπουργός αποσύρθηκε στη Ραφήνα, ο δεύτερος απέδειξε πως δεν επιθυμεί να γίνει μόνιμος κάτοικος Σουνίου. Όμως, κάποιες ομοιότητες υπάρχουν. Ο Καραμανλής επιστρέφει αραιά και πού, κυρίως για να επισημάνει κινδύνους στα εθνικά θέματα- τα της παράταξης (Ν.Δ) προτιμά να μην τα αγγίζει.
Ο Τσίπρας, όμως, φαίνεται πως τους τελευταίους μήνες έχει εισέλθει σε τροχιά επιστροφής. Άγνωστο, ακόμα, προς ποιά κατεύθυνση.
Λίγο το rebranding μέσω, αρχικά, Συμβουλίου της Ευρώπης, μετά μέσω του δραστήριου Ινστιτούτου που ίδρυσε, ακολούθησαν ένα μικρό αλλά σημαντικό “εγκώμιο” από την Άνγκελα Μέρκελ για το περιπετειώδες 2015 (στην αυτοβιογραφία της υπό τον τίτλο “Ελευθερία”), ένα ακόμα μεγαλύτερο και ουσιωδέστερο από τον Ποντίφηκα, μετά ήρθε ο αέρας αναγνώρισης του διεθνούς του προφίλ από το Harvard. Εσχάτως όμως η καταβύθιση του πολιτικού συστήματος και ειδικότερα της κεντροαριστεράς, αναγκάζουν τον πρώην πρωθυπουργό να πυκνώσει τις εμφανίσεις του.
Σχολιάζει, επισημαίνει, προειδοποιεί. Στην τελευταία παρέμβασή του δείχνει να προτείνει μία “νέα εθνική πυξίδα” με δέκα προτάσεις για την εξωτερική πολιτική σε ταραγμένους καιρούς. Από την Ουκρανία έως τη Μέση Ανατολή, με τον τυφώνα Τραμπ να σαρώνει τα πάντα, την Ευρώπη ασθμαίνουσα και την ακροδεξιά να επελαύνει.
Αναμφίβολα είναι εξαίρετος σχολιαστής όσων συμβαίνουν τριγύρω μας, αξιόλογη και χρήσιμη πλέον και η εμπειρία του.
Αυτά, ωστόσο, θα μπορούσαν να τον καταστήσουν περιζήτητο για τα διεθνή fora, έναν ρέκτη των ευρωπαϊκών εξελίξεων και συνομιλητή των πάντων. Στις 28 Ιουλίου, όμως, θα κλείσει τα 51 του και θα έχει διατελέσει δις πρωθυπουργός. Άλλοι σε αυτή την ηλικία ξεκινούν την πολιτική διαδρομή τους.
Στην εγχώρια κεντροαριστερά έχει αποκτήσει ένα (ιστορικό) παράσημο, αυτό της ιδέας της “κυβερνώσας Αριστεράς” που έγινε πράξη, κουβαλάει, όμως, και το φορτίο της έκπτωσής της με την συντριβή του ’23. Πριν, δε, απ΄ αυτήν, του καταλογίζεται πως ήταν νωθρός στις αποφάσεις και εγκλωβισμένος σε άτεχνες ισορροπίες που προκάλεσαν δομικές αστάθειες.
Στο πρόσωπό του συμπυκνώθηκε, δε, ένα πολιτικό (αντι-ΣΥΡΙΖΑ) μέτωπο με τοξικά χαρακτηριστικά. Δεν φταίνε, βεβαίως, μόνο οι άλλοι, έχει και ο ίδιος μερίδιο ευθύνης που ανέχτηκε συμπεριφορές και ιδεοληψίες και δεν αποτίναξε έγκαιρα όλα τα βαρίδια, μεταξύ αυτών και τον κακό εαυτό του.
Οι καιροί έχουν αλλάξει, αν και οι επικριτές καραδοκούν, η δε κυβέρνηση αφιερώνει χρόνο να απαντά στις παρεμβάσεις του. Αν και “πρώην πρωθυπουργός” δεν εντάσσεται στο περιβάλλον πολιτικής ασυλίας, όπως συνέβαινε με τον Αντώνη Σαμαρά, πριν την διαγραφή του, και όπως συμβαίνει με τον Κώστα Καραμανλή. Ήταν και παραμένει αντίπαλος. Κυρίως, δε, σε…ηλικία αντιπάλου.
Η επιμονή του να διατυπώνει τις απόψεις του σε δημόσια θέα, ωστόσο, δεν μπορεί να συνεχιστεί εσαεί με το περίβλημα του “εκτός κεντρικής σκηνής”, καθώς διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει απλός ένας quest star σε μία πολιτική ζωή που αναζητά εναγωνίως δράση και λύσεις. Η πρότασή του για “νέα εθνική πυξίδα” θα αποκτήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν και η δική του (πολιτική) πυξίδα δείξει προς τον βορρά. Όπερ σημαίνει πως σχετικά σύντομα θα πρέπει να έχει να αποφασίσει εάν θα εμπλακεί ξανά στην εσωτερική πολιτική σκηνή, είτε ενώνοντας τα κατακερματισμένα τμήματα της κεντροαριστεράς, είτε δημιουργώντας έναν νέο πολιτικό φορέα. Οι παλιοί του σύντροφοι το αναμένουν ως μάνα εξ ουρανού, όμως κάτι τέτοιο δεν αρκεί. Χρειάζονται νέες ιδέες και νέα πρόσωπα. Μπορεί; Αντέχει;