Τουρκική Μαφία/Οι “babas” και τα εγκληματικά συνδικάτα στην Ελλάδα- Διεθνές δίκτυο- Ο ρόλος της ΕΥΠ

Η Ελλάδα, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια πεδίο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ ξένων ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος, με κυρίαρχες τις τουρκικές. Από τον Σεπτέμβριο 2023 μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί στη χώρα μας εννέα δολοφονίες Τούρκων – έξι στη Λούτσα, και από μία στον Πειραιά, στην Κυψέλη και η τελευταία στη Γλυφάδα- και 31 συλλήψεις. Οι πρώτοι έξι από τα θύματα ήταν μέλη της ίδιας εγκληματικής ομάδας (Boyun), η οποία ξεκίνησε τη δράση της από την Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για ένα σπιράλ αντεκδικήσεων με προηγηθείσες δολοφονίες στη Βαρκελώνη (Μάιος 2024), στο Λονδίνο (Μάιος 2024) και στο Κισινάου (Ιούλιος 2024).
Της Έφης Λαμπροπούλου*
Με βάση την πρόσφατη έκθεση της Europol (2024), στην ΕΕ έχουν εντοπιστεί 821 επικίνδυνα εγκληματικά δίκτυα. Ο αριθμός των μελών τους ξεπερνά τα 25 χιλ. άτομα. Το ένα τρίτο των δικτύων εστιάζει αποκλειστικά στη διακίνηση ναρκωτικών, ενώ για το ήμισυ των δικτύων τα ναρκωτικά αποτελούν μέρος της επιχειρηματικής τους δράσης. Ειδικά στον τομέα των ναρκωτικών, στην Ευρώπη κυριαρχούν δύο εθνικότητες, η τουρκική και η αλβανική, η οποία συναγωνίζεται επάξια την τουρκική κατά την τελευταία 10ετία, ιδίως στη διακίνηση κοκαΐνης.
Η τουρκική μαφία είναι ένας όρος-ομπρέλα κάτω από την οποία βρίσκονται πολλές φατρίες, με επικεφαλής τους babas, όπως είναι οι αδελφοί Αμπντουλάχ και Χουσεΐν Μπαϊμπασίν, οι οποίοι, για πολλά χρόνια, ήταν αρχηγοί του ισχυρότερου τουρκικού εγκληματικού δικτύου στην ΕΕ. Η οργάνωσή τους ασχολήθηκε με τη διακίνηση ηρωίνης, εκβιασμούς και το ξέπλυμα χρήματος. Η φατρία Baybaşin, η οποία έχει έδρα τη Βρετανία, δημιούργησε και εκπαίδευσε συμμορίες νεαρών Τούρκων από οικογένειες μεταναστών για να χρησιμοποιούνται είτε ως κούριερ ναρκωτικών είτε ως εκτελεστές. Οι babas τείνουν να στρατολογούν άνεργους νέους χωρίς προσόντα με λίγες πιθανότητες κοινωνικής ανέλιξης, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να αναλάβουν οποιονδήποτε κίνδυνο προκειμένου να βγάλουν γρήγορα χρήματα.
Φαίνεται ότι η βεντέτα, αλλά όχι οι αιτίες, των δολοφονιών στις οποίες αναφερόμαστε, ξεκίνησε τουλάχιστον από το 2009 στο Λονδίνο μεταξύ των Τούρκων του Tottenham και των Τούρκων του Hackney. Η όξυνση όμως της κατάστασης οφείλεται στη δημιουργία περισσοτέρων εγκληματικών ομάδων και στο μεγάλο ανταγωνισμό στην αγορά ναρκωτικών. Ο ανταγωνισμός εντάθηκε με την απαγόρευση της παραγωγής οπίου από τους Ταλιμπάν το 2022.
Αποτέλεσμα ήταν να διαταραχτεί σοβαρά η αλυσίδα εφοδιασμού ηρωίνης, οδηγώντας σε σημαντικές ελλείψεις σε όλη την Ευρώπη. Λαμβανομένου υπόψιν ότι και στη Λατινική Αμερική οι διάδρομοι διακίνησης κοκαΐνης έχουν αλλάξει, οι βίαιες συγκρούσεις για το μερίδιο ελέγχου της αγοράς είναι ανελέητες, παρόλο που οι τουρκικές ομάδες είναι πολύ δραστήριες ήδη από το 2010 και στη διακίνηση συνθετικών ναρκωτικών.
Από τις αρχές της 10ετίας του 1980 και μετά, οι τουρκικές ομάδες διακίνησης ναρκωτικών είχαν εντυπωσιακή πορεία. Μπόρεσαν να ελέγξουν τη βαλκανική οδό για τη διακίνηση της ηρωίνης και να δημιουργήσουν δίκτυα στην Ευρώπη για τη διαχείριση της τελικής διανομής των ναρκωτικών στους εμπόρους του δρόμου.
Η παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με τη στρατηγική γεωγραφική θέση της Τουρκίας, πολλαπλασίασε τις ευκαιρίες των τουρκικών ομάδων να διευρύνουν ακόμα περισσότερο τη δράση τους. Το τουρκικό οργανωμένο έγκλημα εκτείνεται σε περισσότερες από 40 χώρες. Οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις στη Μ. Ανατολή οδήγησαν επίσης σε έξαρση της διακίνησης μεταναστών, με εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες να μεταφέρονται από την Τουρκία στην Ελλάδα και σε άλλους δυτικοευρωπαϊκούς προορισμούς.
Όμως η ανάπτυξη των τουρκικών ομάδων δεν οφείλεται απλώς και μόνο στην επιχειρηματική δράση τους. Η έκθεση του Global Organized Crime Index (2023: 76) υπαινίσσεται τους πολύπλοκους δεσμούς μεταξύ των κρατικών αξιωματούχων της Τουρκίας και του οργανωμένου εγκλήματος.
Όπως φαίνεται και από την έκθεση του επόμενου έτους (Global Organized Crime Index 2024), οι δείκτες εγκληματικότητας της Τουρκίας είναι πολύ υψηλοί (6,89/10) ενώ οι δείκτες ανθεκτικότητας στο (οργανωμένο) έγκλημα πολύ χαμηλοί (3,54/10) (π.χ. διαφάνεια και λογοδοσία, δικαστικό σύστημα, επιβολή του νόμου, κ.ά).
Κατά τη διάρκεια της 22χρονης θητείας του προέδρου Ερντογάν (ως πρωθυπουργού και προέδρου), η Τουρκία έχει μετατραπεί σε κέντρο σημαντικών εγκληματικών συνδικάτων, και σε έναν από τους κεντρικούς κόμβους για την παγκόσμια διακίνηση κοκαΐνης. Η απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 έδωσε αφορμή στην κυβέρνηση για εκκαθαρίσεις και την απόλυση χιλιάδων αστυνομικών, δικαστών και εισαγγελέων. Τη θέση τους πήραν νέοι αξιωματικοί και εισαγγελείς, πιστοί στην κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), οι οποίοι διστάζουν να ερευνήσουν σε βάθος το οργανωμένο έγκλημα.
Έτσι, η Τουρκία χρησιμοποιείται ως ασφαλές καταφύγιο για τουρκικές και βαλκανικές εγκληματικές ομάδες και διαβόητους αρχηγούς του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος, οι οποίοι διαφεύγουν της σύλληψης στις χώρες τους και μπορούν να κρύψουν τον παράνομο πλούτο τους, χρησιμοποιώντας συχνά κρατικές τράπεζες. Λέγεται μάλιστα ότι ανώτεροι πολιτικοί ηγέτες πλουτίζουν μέσω αδήλωτων προμηθειών που συνδέονται με αυτές τις μεταφορές χρημάτων. Ο μηχανισμός που χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση Ερντογάν για την προσέλκυση παράνομων κεφαλαίων, καθώς και νόμιμα αποκτηθέντος αλλά αδήλωτου πλούτου, αναφέρεται στην τουρκική νομοθεσία ως «αμνηστία πλούτου»[1] (PwC Türkiye 2022, Nordic Monitor 2023, Organized Crime and Corruption Reporting Project 2024).
Λειτουργώντας ατιμώρητα στην Τουρκία, οι εν λόγω εγκληματίες απολαμβάνουν την προστασία ενός δικτύου αστυνομικών, εισαγγελέων, δικαστών και πολιτικών, οι οποίοι συνεργάζονται στενά με ανώτερους αξιωματούχους της κυβέρνησης Ερντογάν και του κύριου συμμάχου της, του ακροδεξιού/υπερεθνικιστικού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP).
Η δράση των τουρκικών ομάδων ενέχει πολύ μεγάλους κινδύνους για την Ελλάδα.
Πρώτον, διότι η χώρα χρησιμοποιείται ως τόπος ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, που αν μη τι άλλο θέτει τη δημόσια ασφάλεια σε κίνδυνο. Παράλληλα όμως θέτει σε κίνδυνο και την εσωτερική ασφάλεια. Κι αυτό το αποδεικνύει η εμπλοκή της ΕΥΠ. Όπως και στη διακίνηση μεταναστών, ο έλεγχος του οργανωμένου εγκλήματος δεν είναι μόνο θέμα πρόληψης και καταστολής μιας εγκληματικής δράσης, αλλά πρωτίστως εθνικής ασφάλειας. Τούρκοι υπερεθνικιστές μαφιόζοι και μέλη των δυνάμεων ασφαλείας της Τουρκίας συνεργάζονται στενά, πράγμα που σημαίνει ότι καθιστά αυτές τις ομάδες «ικανές να εξυπηρετήσουν γεωπολιτικούς και πολιτικούς στόχους (…), μέσω των δικών τους δράσεων, αλλά και επιχειρησιακών τους δικτύων», όπως αναφέρει και η Έκθεση της ΕΥΠ (2023/2024: 16). Το σκάνδαλο Susurluk παλαιότερα (1996) και Soylu πρόσφατα (2021) αποτελoύν χαρακτηριστικές περιπτώσεις της μακρόχρονης σχέσης του οργανωμένου εγκλήματος με το βαθύ κράτος της Τουρκίας.
Επομένως, είναι αναγκαία η εγρήγορση όλων των ελληνικών αρχών όχι μόνο όσον αφορά την καταστολή, αλλά και όσον αφορά την αξιολόγηση κινδύνων και την εκπόνηση σεναρίων για τη δράση των εγκληματικών ομάδων με στόχο την προφύλαξη της χώρας και των πολιτών της.
*Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πηγή: kreport.gr
[1] PwC Türkiye, Tax bulletin – 2022/07, A new wealth amnesty programme (https://www.pwc.com.tr/en/hizmetlerimiz/vergi/bultenler/2022/a-new-wealt-amnesty-programme.html)