Γιάννης Μανιάτης: Εθνικές και ευρωπαϊκές προκλήσεις για την ενδυνάμωση των καταναλωτών ενέργειας

Α. Το ενεργειακό σύστημα της Ευρώπης σε μετάβαση: Ήδη από το 2015 η ΕΕ έθεσε τον στρατηγικό στόχο να τοποθετήσει τους καταναλωτές στη καρδιά της αγοράς ενέργειας. Τα χρόνια που ακολούθησαν, και πριν τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία που ανέδειξε τα εγγενή προβλήματα των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας, η Ευρώπη με τις στρατηγικές και την νομοθεσία που υιοθέτησε επιχείρησε να αυξήσει την ενεργό συμμετοχή των καταναλωτών σε ένα όλο και πιο απελευθερωμένο (π.χ. περιορισμός των σταθερών ρυθμιζόμενων τιμολογίων) και αποκεντρωμένο ενεργειακό σύστημα (αντικατάσταση μεγάλων Μονάδων με πολλές μικρότερης ισχύος εγκαταστάσεις ΑΠΕ).
Του Γιάννη Μανιάτη

Ο ορθός στόχος (σε όρους περιβαλλοντικούς, τιμών ενέργειας και απεξάρτησης από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα) μετάβασης σε ένα καθαρότερο ενεργειακό μείγμα, με ταυτόχρονη πιο ενεργή συμμετοχή των καταναλωτών (αυτοκατανάλωση, ενεργειακές κοινότητες, διαχείριση ζήτησης με έξυπνους μετρητές κτλ.), δυστυχώς συνοδεύτηκε από αυξημένη εξάρτηση στο ακριβό εισαγόμενο φυσικό αέριο (φ.α.) και συνακόλουθα υψηλότερες τιμές. Σε μεγάλο βαθμό αυτό συνέβη γιατί οι ευρωπαϊκές και εθνικές προσπάθειες υπήρξαν ατελείς (π.χ. δεν αναπτύχθηκαν τα δίκτυα και η αποθήκευση), ή βιαστικές (π.χ. ταχύτερη από το απαιτούμενο απεξάρτηση από τον λιγνίτη στην Ελλάδα, ή ταχεία απομάκρυνση πυρηνικών και άνθρακα με ταυτόχρονη υπερεξάρτηση από το ρωσικό φ.α. στη Γερμανία).
Β. Υψηλές Τιμές Ενέργειας: Οι αυξημένες τιμές αποτελούν σήμερα κορυφαίο πρόβλημα της Ευρώπης και της Ελλάδας, καθώς οι τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν 78% υψηλότερες το 2024 σε σχέση με το 2019, ενώ σε ορισμένες αγορές όπως η ελληνική, οι τιμές έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με το 2019. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό του πληθυσμού της ΕΕ που δεν μπορεί να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του αυξήθηκε από 6,9% το 2019 σε 9,3% το 2022 και 10,6% το 2023, ενώ στη χώρα μας δυστυχώς η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη αφού από 17,9% το 2019 έγινε 18,7% το 2022 και έφτασε σε 19,2% το 2023.
Ειδικά στη περίπτωση της χώρας μας, δεν μπορεί η Κυβέρνηση να μεταθέτει όλες τις ευθύνες στο «κακό» πλαίσιο της ΕΕ, δεδομένου άλλωστε ότι η Κυβέρνηση ενέκρινε το 2024 την τελευταία τροποποίηση του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου, που σχεδόν απαγορεύει τη λήψη εθνικών μέτρων αντιμετώπισης βραχυχρόνιων κρίσεων τιμών. Επιπλέον, η χώρα εφάρμοσε έναν άστοχο σχεδιασμό τα τελευταία χρόνια: α) ταχύτερη από το απαιτούμενο απολιγνιτοποίηση (σύμφωνα με τον ΟΗΕ η Ελλάδα ήταν η χώρα με τη μεγαλύτερη παγκοσμίως απολιγινιτοποίηση ύψους -41%, όταν για το ίδιο διάστημα, π.χ. η Γερμανία είχε -21% και η Πορτογαλία -24%, β) μεγαλύτερη εξάρτηση από το εισαγόμενο φυσικό αέριο, χωρίς κανένα ενδιαφέρον να αξιοποιήσουμε τα πλούσια ελληνικά κοιτάσματα (το 2022 ο δείκτης ενεργειακής μας εξάρτησης από το εξωτερικό ήταν 76%, ενώ της ΕΕ μόλις 62,5%), γ) έλλειψη επενδύσεων σε δίκτυα και αποθήκευση, που θα επέτρεπε τη βέλτιστη αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών και οδήγησε σε μια αγορά που ο Διαχειριστής είναι αναγκασμένος να απορρίπτει την πλεονάζουσα φθηνή παραγωγή Ανανεώσιμων, ενώ δ) το πανάκριβο εισαγόμενο φυσικό αέριο (κυρίως υγροποιημένο) ορίζει την τιμή της χονδρικής τις περισσότερες ώρες (και ιδίως όταν αποσύρονται τα φωτοβολταϊκά, μετά το μεσημέρι).
Γ. Ενεργειακή Εξάρτηση: Όσον αφορά την εξάρτησή της Ευρώπης από έναν κυρίαρχο προμηθευτή φ.α., το 2021 η ΕΕ έφτασε να εισάγει το 45% του φ.α. από τη Ρωσία, ενώ το 2025 εκτιμάται να πέσει μόλις στο 13%. Οι προσπάθειες απεξάρτησης όμως από τη Ρωσία, δυστυχώς οδήγησαν σε νέες εξαρτήσεις, αφού λ.χ. το μερίδιο Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ) των ΗΠΑ από 6% το 2021 έφτασε στο 17% των συνολικών εισαγωγών φ.α. το 2024, ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την Ευρώπη λόγω της μονομέρειας πολιτικής που χαρακτηρίζει τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα η παραγωγή φ.α. εντός της ΕΕ μειώνεται δραστικά (από 130 bcm το 2010, σε 60 περίπου το 2019 και 35 το 2023), αυξάνοντας περαιτέρω την ενεργειακή της εξάρτηση.
Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση ευρωπαϊκής ενεργειακής εξάρτησης και μετασχηματισμού του ενεργειακού μείγματος, που καθιστά απαραίτητο το φ.α. ως μεταβατικό καύσιμο, η ελληνική Κυβέρνηση από το 2019 «πάγωσε» τη στρατηγική αξιοποίησης των εθνικών μας υδρογονανθράκων. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια δεν προκήρυξε νέους διεθνείς διαγωνισμούς και δεν συμπεριέλαβε αναλυτικό σχεδιασμό στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που πρόσφατα κατέθεσε η Ελλάδα στην ΕΕ. Εντυπωσιακό είναι ότι η απουσία στρατηγικής συνυπάρχει με την πρόσφατη εκτίμηση της αξίας των ελληνικών υδρογονανθράκων στα 250 δις ευρώ και τις προφανείς θετικές επιπτώσεις στα δημόσια έσοδα, το ασφαλιστικό σύστημα (60-70 δις σε βάθος 25ετίας), στην απασχόληση, την βιομηχανία, τις κατασκευές και ασφαλώς στη γεωστρατηγική μας αναβάθμιση. Πρόσφατα δε, μετά από μια δεκαετή περίοδο νιρβάνας, η Κυβέρνηση ευτυχώς έπραξε το αυτονόητο και νομικά υποχρεωτικό εγκρίνοντας την αίτηση της Chevron για έρευνα υδρογονανθράκων νότια της Πελοποννήσου. Σημειώνεται, όμως, ότι δεν προκηρύχθηκε διεθνής διαγωνισμός, αλλά η ίδια η Chevron ζήτησε άδεια έρευνας, αξιοποιώντας σεισμικά δεδομένα που είχαμε συλλέξει ήδη από το 2012.
Δ. Πολυπλοκότητα στην αγορά ενέργειας και καταναλωτές: Μέσα σε όλη αυτή την πολυπλοκότητα που αντιμετωπίζει ο πολίτης σήμερα, ιδίως όταν πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε διαφορετικά τιμολόγια, παρόχους και ενεργειακά προϊόντα (π.χ. θέρμανση με πετρέλαιο, φ.α. ή ηλεκτρισμό) υπό καθεστώς μειωμένης πληροφόρησης, ή και καταιγισμού αντικρουόμενων πληροφοριών, κατά τη γνώμη μου είναι αξιοσημείωτες οι προσπάθειες που έχει κάνει η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), για την παροχή ψηφιακών υπηρεσιών στους καταναλωτές ενέργειας (εργαλεία σύγκρισης τιμών, υποβολής παραπόνων, εξοικονόμησης ενέργειας).
Όμως, για την πραγματική αντιμετώπιση των προβλημάτων των καταναλωτών απαιτούνται σημαντικές πρωτοβουλίες τόσο σε Ενωσιακό όσο και σε εθνικό επίπεδο, που θα αφορούν κυρίως την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα (υπεράκτια αιολικά, ενεργειακές κοινότητες) με απεικόνιση όμως του χαμηλού κόστους παραγωγής τους στις τελικές τιμές. Προς τούτο χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις σε δίκτυα και αποθήκευση, βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο των ΑΠΕ, συμπεριλαμβανομένου του χωροταξικού σχεδιασμού, με παράλληλη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της διασυνοριακής ρυθμιστικής εποπτείας. Παράλληλα απαιτείται να αξιοποιηθούν οι πρώτες ύλες της ΕΕ και της Ελλάδας με σεβασμό στο περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες, με στόχους την ασφάλεια εφοδιασμού (ενέργειας, αλλά και πρώτων υλών χρήσιμων για την ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση), την συγκράτηση των τιμών και την δημιουργία εγχώριων αλυσίδων αξίας, δηλαδή τοπικής, εθνικής και ευρωπαϊκής διατηρήσιμης ανάπτυξης.