LIVE/Διάσκεψη Μονάχου: Ξεκίνησε με ανατροπές-Δηλώσεις Βανς για πιέσεις στη Ρωσία προκάλεσαν αντίδραση του Κρεμλίνου
![LIVE/Διάσκεψη Μονάχου: Ξεκίνησε με ανατροπές-Δηλώσεις Βανς για πιέσεις στη Ρωσία προκάλεσαν αντίδραση του Κρεμλίνου](https://www.libre.gr/wp-content/uploads/2025/02/vans-850x560.webp)
Η Διάσκεψη για την Ασφάλεια στο Μόναχο αναμένεται, να λειτουργήσει ως πεδίο εκδήλωσης διαθέσεων κυρίως από αμερικανικής πλευράς για το μέλλον του πολέμου στην Ουκρανία, το (άμεσα συνδεδεμένο με το ΝΑΤΟ) μέλλον των διατλαντικών σχέσεων και το μέλλον της Γάζας. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόλαντ Τραμπ δεν θα είναι αυτοπροσώπως εκεί, πλην όμως έχει στείλει εκπροσώπους: τον αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς, τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και τον ειδικό απεσταλμένο για τη Ρωσία και την Ουκρανία Κιθ Κέλογκ.
Ήδη οι πρώτες δηλώσεις του αντιπροέδρου Βανς σε συνέντευξή στη Wall Street Journal έχουν προκαλέσει αντιδράσεις από πλευράς Ρωσίας στον απόηχο των πληροφοριών ότι επίκειται η πρώτη τριμερής συνάντηση υψηλού επιπέδου (ΗΠΑ-Ρωσίας-Ουκρανίας) στη Σαουδική Αραβία.
Το Κρεμλίνο ζήτησε από τις ΗΠΑ να αποσαφηνίσουν τα σχόλια του αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς ότι η Ουάσινγκτον έχει στρατιωτικούς, καθώς και οικονομικούς μοχλούς για να πιέσει τη Ρωσία να συμφωνήσει σε μια καλή ειρηνευτική συμφωνία με την Ουκρανία.
Ο Τζ. Ντ. Βανς δήλωσε πριν από τη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια ότι οι ΗΠΑ έχουν εργαλεία τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να ενθαρρύνουν τη Ρωσία να προχωρήσει σε μια διευθέτηση για τον τερματισμό του πολέμου.
«Υπάρχουν οικονομικά εργαλεία μόχλευσης, υπάρχουν φυσικά στρατιωτικά εργαλεία μόχλευσης» που οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν εναντίον του Πούτιν, δήλωσε ο Βανς.
Ερωτηθείς σχετικά με την αναφορά σε στρατιωτικούς μοχλούς, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ δήλωσε πως η Μόσχα θέλει να μάθει περισσότερα. «Αυτό ήταν ένα νέο στοιχείο για τη θέση (των ΗΠΑ). Δεν είχαμε ακούσει τέτοιες διατυπώσεις μέχρι τώρα, δεν είχαν εκφρασθεί προηγουμένως», δήλωσε ο Πεσκόφ σε δημοσιογράφους. «Έτσι, φυσικά, στη διάρκεια αυτών ακριβώς των επαφών για τις οποίες μιλούσαμε, φυσικά, ελπίζουμε να λάβουμε μερικές πρόσθετες διευκρινίσεις».
Στη Γερμανία μεταβαίνει, όμως, και ο πολύπειρος υπουργός Εξωτερικών της Κίνας Ουάνγκ Γι (ο οποίος είχε προηγουμένως επισκεφθεί το Λονδίνο), όπως άλλωστε και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος συναντάται σήμερα στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας με τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Βανς.
Μόλις λίγες εβδομάδες έπειτα από την ορκωμοσία του, ο Ντόναλντ Τραμπ προσέγγισε κατά προτεραιότητα τον Βλαντιμίρ Πούτιν (πριν από τον Ζελένσκι και από τους Ευρωπαίους) με αίτημα το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία. Παρουσίασε ακόμα ένα δικό του –εξόχως αμφιλεγόμενο– σχέδιο για τη Λωρίδα της Γάζας, προέβαλε εδαφικές αξιώσεις επί της Γροιλανδίας, και έριξε στο τραπέζι ως «προσφορά» ακόμη και το ενδεχόμενο προσάρτησης του Καναδά ως 51ης Πολιτείας των ΗΠΑ.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν παρομοίασε αυτές τις κινήσεις με «ηλεκτροσόκ». Μιλώντας στους FT, ο Γάλλος ηγέτης κάλεσε τους «27» της Ε.Ε. να αντιδράσουν, προχωρώντας –για αρχή– σε μια ριζική επανεξέταση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν.
Εάν οι Ευρωπαίοι είχαν άλλοτε περιθώρια υπεκφυγών ή άρνησης της πραγματικότητας, πλέον αυτά τα περιθώρια δείχνουν να εξανεμίζονται, καθώς ο Τραμπ παρουσιάζεται έτοιμος να διαπραγματευθεί με τον Πούτιν τους όρους με τους οποίους μπορεί να τελειώσει ένας γεωγραφικά (και όχι μόνο γεωγραφικά) ευρωπαϊκός πόλεμος όπως είναι εκείνος στην Ουκρανία, χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνει σε αυτές τις συνομιλίες τους Ευρωπαίους και αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τους Ουκρανούς.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, Ευρωπαίοι και Ουκρανοί τώρα φοβούνται ότι ο Τραμπ μπορεί να προσεγγίσει τον Πούτιν με όρους «κατευνασμού», κάνοντάς του όλα τα χατίρια. Το προηγούμενο της συνάντησης Τραμπ-Πούτιν που είχε λάβει χώρα στο Ελσίνκι το 2018 (με τον Τραμπ τότε να «αδειάζει» τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών αποδεχόμενος τη ρωσική εκδοχή περί μη ανάμειξης της Μόσχας στην αμερικανική προεκλογική εκστρατεία του 2016) και οι πρόσφατες δηλώσεις Τραμπ (περί επιστροφής, για παράδειγμα, της Ρωσίας στην ομάδα των G7 που θα μπορούσε να γίνει ξανά G8) έρχονται να συνδαυλίσουν τις όποιες ευρωουκρανικές ανησυχίες. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, με βάση όσα ανέφερε ο Τζέι Ντι Βανς στη συνέντευξη που παραχώρησε στη Wall Street Journal, η νέα αμερικανική διοίκηση προτίθεται να ασκήσει παράλληλα πιέσεις και προς την πλευρά της Ρωσίας.
Σε κάθε περίπτωση, τα δεδομένα δείχνουν να αλλάζουν πια de-facto στον διατλαντικό άξονα και, μέσα σε ένα τέτοιο μεταβαλλόμενο περιβάλλον, χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Βρετανία θα κληθούν τώρα να δείξουν εάν προτίθενται –αλλά και εάν μπορούν πρακτικά– να σταθούν ή όχι στο ύψος των γεωπολιτικών περιστάσεων ενώ παράλληλα, οι Ευρωπαίοι θα κληθούν να δείξουν εάν προτίθενται να αποδεχθούν ως συνομιλητή και εταίρο τη Ρωσία, αλλά και να απομονώσουν ακόμη περισσότερο την Κίνα.
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν : Μια αποτυχημένη Ουκρανία θα αποδυνάμωνε την Ευρώπη, αλλά και τις ΗΠΑ
«Μια αποτυχημένη Ουκρανία θα αποδυνάμωνε την Ευρώπη, αλλά θα αποδυνάμωνε και τις Ηνωμένες Πολιτείες» δήλωσε η Πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κατά την ομιλία της στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου.
Σύμφωνα με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, «τόσο η ΕΕ όσο και οι ΗΠΑ θέλουν να σταματήσει η αιματοχυσία στην Ουκρανία» και υπογράμμισε ότι και οι δύο «θέλουμε μια δίκαιη και διαρκή ειρήνη, μια ειρήνη που οδηγεί σε μια κυρίαρχη και ευημερούσα Ουκρανία, στην οποία θα πρέπει να δοθούν σταθερές εγγυήσεις ασφαλείας».
Κατά την ομιλία της, η Πρόεδρος της Επιτροπής, υπογράμμισε τα «ιστορικά ποσά» με τα οποία οι Ευρωπαίοι έχουν στηρίξει την Ουκρανία. «Οικονομικά και στρατιωτικά η συνολική στήριξη ανέρχεται σε 134 δισ. ευρώ. Αυτό είναι περισσότερο από ό,τι έχει συνεισφέρει οποιοσδήποτε άλλος», τόνισε και σημείωσε ότι το ποσό αυτό περιλαμβάνει 52 δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια – ίση με αυτή των ΗΠΑ. Παράλληλα, υπενθύμισε τις «σκληρές κυρώσεις» που έχει θέση η Δύση κατά της οικονομίας της Ρωσίας, καθώς και τη σταδιακή απεξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Συνεχίζοντας, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εκτίμησε ότι ο Πρόεδρος της Ουκρανίας, Β. Ζελένσκι είναι έτοιμος να εργαστεί «για μια ειρήνη που τιμά τη θυσία της χώρας του και των πεσόντων συμπατριωτών του» και υπογράμμισε ότι η Ουκρανία θέλει μια «δίκαιη και διαρκή ειρήνη» περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Από την άλλη πλευρά, είπε, ο Ρώσσος Πρόεδρος Πούτιν λέει ότι είναι πρόθυμος να συναντηθεί, αλλά δε γνωρίζουμε με ποιους όρους. «Είναι στο χέρι του να αποδείξει ότι το συμφέρον του δεν είναι να παρατείνει αυτόν τον πόλεμο. Είναι στο χέρι του να δείξει ότι έχει εγκαταλείψει τη φιλοδοξία του να καταστρέψει την Ουκρανία», πρόσθεσε η φον ντερ Λάιεν.
«Εργαζόμαστε με την Ουκρανία για την ένταξή της στην ΕΕ, γιατί η Ουκρανία είναι μέρος της ευρωπαϊκής μας οικογένειας και εδώ βρίσκεται το μέλλον της», ανέφερε στη συνέχεια η Πρόεδρος της Επιτροπής. Υπογράμμισε ότι η Επιτροπή θα εντείνει το έργο της για να επιταχυνθεί η διαδικασία ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ. «Έχουμε ήδη σημειώσει σημαντική πρόοδο, αλλά τώρα είναι και πάλι η ώρα να μετακινήσουμε βουνά», είπε η φον ντερ Λάιεν.
Η Επιτροπή θα προτείνει την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες
Όσον αφορά την ευρωπαϊκή ασφάλεια, η Πρόεδρος της Επιτροπής τόνισε ότι «η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα» και για να το πετύχει αυτό χρειάζεται να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες που επί του παρόντος στην ΕΕ είναι λίγο κάτω από το 2% του ΑΕΠ πάνω από το 3% του ΑΕΠ και αυτό σημαίνει εκατοντάδες δισεκατομμύρια περισσότερες επενδύσεις κάθε χρόνο. Για το λόγο αυτό, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε ότι θα προτείνει την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας για τις αμυντικές επενδύσεις. «Αυτό θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες», είπε, σημειώνοντας ότι αυτό θα γίνει «ελεγχόμενα και υπό όρους». Επιπλέον, είπε ότι η Επιτροπή θα προτείνει ένα ευρύτερο πακέτο εξατομικευμένων εργαλείων για την αντιμετώπιση της ειδικής κατάστασης κάθε κράτους μέλους. Τόνισε, ακόμη, ότι «για ένα τεράστιο πακέτο ‘Αμυνας χρειαζόμαστε μια ευρωπαϊκή προσέγγιση στον καθορισμό των επενδυτικών μας προτεραιοτήτων» και αυτό θα επιτρέψει επενδύσεις σε αμυντικά έργα κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος που είναι απαραίτητα.