46 χρόνια Μεταπολίτευση: “Εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τα άρματα…”
Τελικά, όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν όντως μία παρένθεση που έκλεισε τον Ιούλιο του 2019. Όχι όμως όπως την εννοούσαν οι αντίπαλοί του και τα ΜΜΕ τα οποία κατά πλειοψηφία ελέγχουν. Η περίοδος 2015-2019 αποτέλεσε μία παρένθεση στην βαθιά κρίση του πολιτικού μας συστήματος η οποία όμως επανέρχεται με μεγαλύτερη σφοδρότητα από πριν διότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να ξεριζώσει τις παθογένειες, τα συστήματα και τα υποσυστήματα που λειτουργούν στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’60 και μετά, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, εδώ και 46 χρόνια.
Του Αντρέα Παναγόπουλου
Η πολιτική, κοινωνική και οικονομική παρακμή που σήμερα παίρνει τον χαρακτήρα κρίσης της ίδιας της Δημοκρατίας, έχει τις ρίζες της στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με την αποβιομηχάνιση της χώρας και την υπονόμευση της πρωτογενούς παραγωγής (και μαζί με αυτήν, της στοιχειώδους αυτάρκειας της χώρας σε βασικά αγαθά), την υποκατάσταση από τον επιδοτούμενο παρασιτισμό αλλά και την ανάδειξη της τουριστικής «μονοκαλλιέργειας» (που σήμερα μας χαντακώνει), της πλήρους αδιαφορίας για την αντιμετώπιση των απειλών (δημογραφικών, οικονομικών, κλιματικών και γεωπολιτικών), την άνευ προϋποθέσεων ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, την εικονική οικονομική πραγματικότητα, τη φούσκα του Χρηματιστηρίου αλλά και η αγνόηση των ευκαιριών και προκλήσεων που έφερνε ο 21ος αιώνας.
Η Ελλάδα αντί να εκμεταλλευθεί τη γεωγραφική της θέση, την πολιτιστική της παράδοση τη φυσική περιβαλλοντική ομορφιά της, την εξέχουσα θέση της στη ναυτιλία αλλά και τις όποιες ευκαιρίες της προσέφερε η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η αλλαγή συσχετισμών δυνάμεων στην περιοχή των Βαλκανίων, παρέμεινε δέσμια πελατειακών δικτύων και κυκλωμάτων και αφέθηκε να την παρασύρουν σε μία βαθιά κρίση πολύ πριν εμφανιστεί η κρίση χρέους. Οσοι τόλμησαν να εξαγγείλουν ή έστω να ψελλίσουν κάτι περί «επανίδρυσης του κράτους», τους έφαγε η μαρμάγκα…
Για δύο και πλέον δεκαετίες την κρίση την επικάλυπτε ένα παχύ στρώμα (καταναλω-)δανειοδοτούμενου lifestyle με κεντρικό «σύνθημα» το «YOLO» («You Only Live Once» ή επί το ελληνικότερο: «ό,τι φάμε, ο,τι πιούμε και ο,τι αρπάξει ο κ…..ς μας»). Φοροδιαφυγή και εισφοροαποφυγή έγιναν περίοπτο κατόρθωμα μαζί με μία ευρύτατη γκάμα πάσης φύσεως αυθαιρεσιών ενώ όποιος δεν υιοθετούσε τέτοιες πρακτικές χαρακτηριζόταν «κορόιδο» που πορεύεται με το «σταυρό στο χέρι». «Πρωινάδικα» και «μεσημεριανάδικα» σε συνδυασμό με ελληνικές και ξένες τηλεοπτικές σειρές τόλμης και γοητείας πρόσφεραν την ψευδαίσθηση του «ρετιρέ» ακόμη και στα «ημιυπόγεια» της κοινωνίας καθώς και την θαλπωρή του «φάτε μάτια ψάρια»…
Είχαμε και εξακολουθούμε να βιώνουμε μία πρωτίστως ηθική κρίση που αποχαύνωνε τη μεσαία τάξη και εξαχρείωνε τους νεόκοπους κατσαπλιάδες και αεριτζήδες οι οποίοι διάβρωσαν, με τη στήριξη των τραπεζιτών, την οικονομία απομακρύνοντας επιχειρηματίες και επενδυτές που δεν είχαν καμία διάθεση να ρισκάρουν σε μία αγορά δίχως κανόνες, όπου η μόνη κανονικότητα ήταν να έχεις «πελάτη» το Κράτος. Τότε, και όχι όπως πολλοί πιστεύουν ξεκίνησε και το πρώτο κύμα του brain drain από ανθρώπους που είτε δεν καταδέχονταν να «μπουν στα κόλπα» είτε ήθελαν να ασχοληθούν πραγματικά και αξιοκρατία με όσα σπούδασαν και αγάπησαν. Αλλά και πολλοί από όσους παρέμειναν στη χώρα γύρισαν την πλάτη στα κοινά και κυρίως στην ολοένα και πιο αναξιόπιστη πολιτική και τα κόμματα.
Μέσα σε αυτή την επίπλαστη πραγματικότητα γεννήθηκαν δύο νέες τάξεις: η πρώτη ήταν αυτή μίας παρασιτικής ελίτ δήθεν επιχειρηματιών και χρηματιστών-τζογαδόρων, τηλεαστέρων και διασκεδαστών και η δεύτερη ενός πρεκαριάτου, δηλαδή ανθρώπων που «επέλεγαν» την ελαστική, ανασφάλιστη εργασία ως ντελιβεράδες, ως υπάλληλοι τηλεφωνικών κέντρων, ως μπάρμαν και σερβιτόροι /ες σε καφετέριες. Μία τάξη εργαζόμενων Β’ κατηγορίας που στις ημέρες μας διογκώνεται έχοντας την τάση να ξεπεράσει σε αριθμό τους εργαζόμενους με στοιχειώδη ασφάλεια και μισθό στα όρια των αναγκών τους.
Το πολιτικό σύστημα και από κοντά, ο δημοσιογραφικός κόσμος, όχι απλώς δεν αντιδρά στην προϊούσα παρακμή αλλά την υποθάλπτει και την φτιασιδώνει ονομάζοντάς της «εκσυγχρονισμό» ενώ την ίδια στιγμή κάνει μακροβούτια στο βούρκο της διαπλοκής, της μίζας και των offshore. Αυτό δημιούργησε μεγάλες ρηγματώσεις στα δύο μεγάλα κόμματα της εποχής, τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ τόσο σε επίπεδο στελεχών όσο και στην κοινωνική τους βάση. Κυρίως ανάμεσα στις «παλιές φρουρές» πέριξ των ιστορικών ηγετών τους και τους «εκσυγχρονιστές» είτε του νεοφιλελευθερισμού είτε της μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας. Ρηγματώσεις που όμως δεν έφτασαν στο στάδιο της οριστικής ρήξης και διάλυσης διότι η συγκολλητική ουσία της εξουσίας ήταν και παραμένει ισχυρή.
Στο χώρο της Αριστεράς, το μεν ΚΚΕ, αν και πάντοτε «διάβαζε» σωστά τη συγκυρία αλλά και τα επερχόμενα δεινά, παρέμεινε περιχαρακωμένο, υπερασπιζόμενο το 7-8% της κοινοβουλευτικής του δύναμης, ο δε Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου φυτοζωούσε από πλευράς ποσοστών αλλά διέπρεπε ως το «καλό παιδί» του συστήματος, πέριξ της καφετέριας «Φίλιον» στο Κολωνάκι. Με εξαίρεση τη νεολαία του που συμμετέχει ενεργά στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης και από την οποία προέκυψε η ηγεσία του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος, παλαιοί και μπαρουτοκαπνισμένοι ΚΝίτες και «Ρηγάδες» στελεχώνουν ΜΜΕ, τράπεζες, χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, ΜΜΕ αλλά και τα κομματικά επιτελεία των κάποτε αντιπάλων τους.
Η αποχώρηση από την ενεργό δράση ή και τη ζωή βετεράνων της πολιτικής, της διανόησης, της δημοσιογραφίας, του ακαδημαϊκού κόσμου επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την κατάσταση καθώς οι διάδοχοί τους δεν αποδείχθηκαν αντάξιοί τους. Σε κόμματα, εφημερίδες, οργανισμούς και ιδρύματα «εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τα άρματα κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια». Οι εξαιρέσεις φωτεινές αλλά ελάχιστες…
Μέσα σε αυτό το σκηνικό της τραπεζικά δανειοδοτούμενης ευμάρειας η διαφθορά και τα σκάνδαλα εκλαμβάνονταν ως εκφάνσεις της ελεύθερης αγοράς αλλά και ως το «απαραίτητο» στάδιο μεταμόρφωσης της «Ψωροκώσταινας» σε «Ευρωπαία Κυρία». Τα «πακέτα Ντελόρ» και τα μετέπειτα ΕΣΠΑ έπρεπε να απορροφηθούν πάση θυσία κι αφού η πραγματική παραγωγή έδινε τη θέση της σε μία «οικονομία των υπηρεσιών» – όπου «υπηρεσία» ήταν η παροχή αέρα κοπανιστού-, στήθηκαν οι ανάλογοι «απορροφητήρες» από τους αεριτζήδες της εποχής. Από κοντά και οι μεγάλες πολυεθνικές (βλέπε Siemens, Novartis κ.α.) που πολύ γρήγορα κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρό για να αρμέξουν ευρωπαϊκά (και όχι μόνο) κονδύλια στήνοντας ένα δίκτυο με τους διευθυντές προμηθειών μεγάλων κρατικών οργανισμών και επιχειρήσεων και τους υψηλά ιστάμενους decision makers.
Κάθε απόπειρα υγιούς επιχειρηματικότητας και επενδύσεων προσέκρουε σε στημένους διαγωνισμούς και σε καρτέλ. Όπως και κάθε απόπειρα μεταρρυθμίσεων σε όλους τους οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς έπεφτε πάνω σε ένα τοίχο στημένο από μία ελίτ κοτζαμπάσηδων, σε κομματικούς μηχανισμούς και έναν γραφειοκρατικό συνδικαλισμό εργατοπατέρων που φρόντιζαν να καταπνίγουν κάθε ουσιαστική αντίδραση.
Παράλληλα, ενισχύονται και ακμάζουν μια σειρά από υποδίκτυα σε κάθε κρατική δομή με ομάδες και συντεχνίες «παντός καιρού» να ορίζουν την ανέλιξη στις επιμέρους ιεραρχίες καθώς και τα όποια προνόμια νόμιμα ή παράνομα προσδίδουν οι θέσεις τους. Πρόσφατο παράδειγμα η συνταρακτική αποκάλυψη για ένα τέτοιο υποδίκτυο στην Πυροσβεστική όπου ανώτεροι αξιωματικοί αποφάσιζαν αν θα στείλουν ή όχι ενάεριες δυνάμεις για να «κάψουν» ή όχι έναν άλλον αξιωματικό και μαζί του να καεί κυριολεκτικά μία ολόκληρη περιοχή της χώρας, ενώ στο παρελθόν έχουν αποκαλυφθεί –χωρίς να ξεριζωθούν- υποδίκτυα και κυκλώματα στη Δικαιοσύνη, στο χώρο της Υγείας, στις προμήθειες αμυντικών εξοπλισμών αλλά και στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Κάθε πραγματικό πρόβλημα, κάθε πρόκληση που μπορούσε να διαταράξει αυτό το σύστημα παραμεριζόταν ή κρυβόταν κάτω από το χαλί ή παραπέμπονταν στις καλένδες. Ανάμεσά τους το ασφαλιστικό, το δημογραφικό, το περιβαλλοντικό αλλά και τα μεγάλα εθνικά προβλήματα: τα ελληνοτουρκικά και το «μακεδονικό». Τίποτα δεν έπρεπε να διαταράξει το μεγάλο φαγοπότι και την επίπλαστη «κοινωνική ειρήνη». Κλωτσούσαν το «ντενεκεδάκι» προς το μέλλον αρκεί να μην έσκαγε το πρόβλημα στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας. Είτε λεγόταν ΠΓΔΜ είτε σχέδιο Ανάν για την Κύπρο είτε μεταναστευτικό (πριν την καταιγίδα του 2016) είτε σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας είτε οτιδήποτε θα έξυνε πληγές ή θα απαιτούσε σύγκρουση με παγιωμένες αντιλήψεις…
Και όλο αυτό θα συνεχιζόταν για δεκαετίες αν το 2008 δεν έσκαγε η Lehman Brothers για να ξεσπάσει η παγκόσμια οικονομική κρίση –μία κρίση για την οποία «η Ελλάδα ήταν θωρακισμένη» και πήγαμε να την αντιμετωπίσουμε με τα “greek statistcs”-, η προσφυγή στο ΔΝΤ και τα μνημόνια… Και κάπου εκεί το ελληνικό «όνειρο» και οι ψευδαισθήσεις άρχισαν να καταρρέουν μαζί με τους μισθούς και τις συντάξεις.
Τα μνημόνια πέραν της λιτότητας και των πληγμάτων που επέφεραν στους έλληνες πολίτες, έδειξαν ότι ο «βασιλιάς ήταν γυμνός» έχοντας από καιρό οδηγήσει τη χώρα στην χρεοκοπία. Η κατάρρευση πρώτα του ΠΑΣΟΚ και μετά της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2012 και μετά του 2015 ήταν το αποτέλεσμα αυτής της μακρόχρονης κρίσης που αυτά τα δύο κόμματα συντηρούσαν.
Επανερχόμενοι στην αρχή αυτού του κειμένου, η περίοδος 2015-2019 ήταν όντως μία παρένθεση στην βαθιά κρίση του πολιτικού μας συστήματος με την έννοια όμως ότι ανέκοψε για τέσσερα χρόνια την πλήρη και ολοκληρωτική κατάρρευσή του με συνέπειες που δεν μπορούμε καν να υποθέσουμε τώρα. Μπορούμε όμως βάσιμα να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διέσωσε, άθελά της αλλά και λόγω των λαθών της, το πολιτικό κατεστημένο μέρος του οποίου συγκυβερνούσε (ΑΝΕΛ, Π. Καμμένος, «καραμανλικά» στελέχη).
Μία παρένθεση που έκλεισε τυπικά με τις εκλογές του Ιουλίου του’19 αλλά ουσιαστικά με την κατάργηση σχεδόν όλων των νομοθετημάτων και μεταρρυθμίσεων του ΣΥΡΙΖΑ και με κορύφωση δύο συνεδριάσεις της Βουλής των Ελλήνων: εκείνη κατά την οποία υπερψηφίστηκε το νομοσχέδιο της απαγόρευσης των διαδηλώσεων και εκείνη που αποφάσισε την παραπομπή του Δ. Παπαγγελόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο. Και οι δύο επισφραγίζουν την επιστροφή στον Παλιό Κόσμο με τη συνένωση των δύο πολιτικών σχηματισμών που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον στην εξουσία για τα 42 από τα 46 χρόνια της Μεταπολίτευσης, της Νέας Δημοκρατίας και ο,τι έχει απομείνει από το κάποτε πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, όπως είπαμε, δεν κατάφερε να δώσει ένα τέλος στο ετοιμόρροπο πολιτικό σκηνικό της Μεταπολίτευσης, με αποτέλεσμα οι συντηρητικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν και να καταφέρουν να το αναστηλώσουν. Ακόμη και όταν το επιχείρησε, όπως, για παράδειγμα, με τις τηλεοπτικές άδειες συνάντησε τεράστιες αντιστάσεις με κορυφαίο το «τείχος» του Συμβουλίου της Επικρατείας. Χειρότερη κατάληξη είχε το εγχείρημα της επανατοποθέτησης των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, ενώ άλλες αλλαγές δεν τις ξεκίνησε καν (π.χ. την αναδιάρθρωση των Σωμάτων Ασφαλείας, την εκ βάθρων αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος, τη δημιουργία Αναπυξιακής Τράπεζας ως αντίβαρο στις άλλες συστημικές τράπεζες κ.α.).
Οι λόγοι πολλοί, μεταξύ αυτών:
- Η παντελής έλλειψη προετοιμασίας για την διαφαινόμενη από το 2012 ανάληψη της εξουσίας. Και εδώ είναι και η μεγάλη διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από το ΠΑΣΟΚ το οποίο είχε ήδη καταλάβει ουσιαστικά την εξουσία πριν τις νικηφόρες εκλογές του 1981 καθώς πολλά από τα στελέχη του αλλά και παλαιά στελέχη του Κέντρου που είχαν προσχωρήσει σε αυτό ήταν ήδη έτοιμα να αναλάβουν καθήκοντα.
- Η ελλιπής πληροφόρηση και «χαρτογράφηση» των υποσυστημάτων μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς έτσι ώστε αυτά να ξηλωθούν εγκαίρως αλλά και οι κρίσιμες θέσεις να στελεχωθούν από αξιόπιστους και ικανούς ανθρώπους.
- Τα «δεμένα» από τα μνημόνια χέρια που ανάγκασαν την κυβέρνηση Τσίπρα να ασχοληθεί κυρίως με τα οικονομικά θέματα και τη στήριξη της κοινωνίας από τις συνέπειες της κρίσης.
- Η έλλειψη γνώσεων για συγκεκριμένους τομείς και διοικητικής τεχνογνωσίας, η παιδαριώδης αφέλεια και ο εφηβικός ενθουσιασμός στελεχών που λειτουργούσαν περισσότερο ακτιβιστικά παρά πολιτικά. Οι επιλογή κάποιων προσώπων με μάλλον υπερεκτιμημένες ικανότητες, προερχόμενων κυρίως από τη Δεξιά παράταξη και η τοποθέτησή τους σε νευραλγικές θέσεις.
- Η αυταπάτη ότι οι «νόμιμοι ιδιοκτήτες της χώρας» όπως συχνά χαρακτηρίζονται, θα τους παρέδιδαν τα κλειδιά της εξουσίας και θα επέτρεπαν βαθιές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Παρόμοια αυταπάτη με εκείνη που υπήρχε περί υποχώρησης των ευρωπαίων δανειστών άμα τη εμφανίσει της Αριστεράς στην εξουσίας, πράγμα που επίσης διαψεύστηκε οικτρά.
Τα παραπάνω είναι και τα κρίσιμα σημεία για τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία θα πρέπει να αναστοχαστεί και διορθώσει εάν θέλει κάποια στιγμή όχι απλώς να επανέλθει στην κυβέρνηση αλλά και να κυβερνήσει πραγματικά απαλλάσσοντας το ελληνικό κράτος, την κοινωνία και τη χώρα από τα βαρίδια του παρελθόντος.
Η αισιόδοξη (;) πρόβλεψη: το παλιό πολιτικό σκηνικό αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει συμπαρασύροντας μαζί του κυκλώματα, δίκτυα και ομάδες καθώς είναι παντελώς ανίκανο να διαχειριστεί τις τεράστιες προκλήσεις που ζούμε αλλά και εκείνες που έρχονται. Το κακό νέο είναι ότι δυστυχώς θα καταρρεύσει πάνω στα ερείπια της κοινωνίας. Το θέμα είναι ποιος και πως θα το διαδεχτεί…