Συρία: Αμερικανικά μηνύματα προς τη Δαμασκό μέσα από τη σταδιακή μείωση της στρατιωτικής παρουσίας

Η αιφνιδιαστική ανακοίνωση του Πενταγώνου στις 18 Απριλίου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προχωρούν σε σταδιακή μείωση της στρατιωτικής τους παρουσίας στη Συρία —με την προοπτική αυτή να πέσει κάτω από τους 1.000 στρατιώτες εντός μηνών— επαναφέρει στο προσκήνιο το πολλαπλό νόημα της αμερικανικής αποχώρησης: από τη μία πλευρά, αντανακλά την προσήλωση στην αρχή του περιορισμού της στρατιωτικής εμπλοκής που υιοθέτησε ήδη από το ξεκίνημα της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ η Ουάσινγκτον, από την άλλη, αποτελεί μια έμμεση προειδοποίηση ή και προσφορά προς τη Δαμασκό, ότι η αποχώρηση τίθεται σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά της συριακής κυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, η αποδυνάμωση της αμερικανικής παρουσίας φαίνεται να συνδέεται με μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές προτεραιότητες, την επιθυμία για μείωση του κόστους, αλλά και με το νέο τοπίο που διαμορφώνεται τόσο στο εσωτερικό της Συρίας όσο και στην ευρύτερη περιοχή.
Οι πληροφορίες που ήρθαν στο φως μέσω των New York Times επιβεβαιώνουν πως πρόκειται για δομημένη αναδιάταξη των αμερικανικών δυνάμεων και όχι για αιφνιδιαστική αποχώρηση. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η Ουάσινγκτον προχωρά στο κλείσιμο τριών από τις οκτώ στρατιωτικές της βάσεις, μειώνοντας το προσωπικό από 2.000 σε περίπου 1.400 στρατιώτες.
Ειδικότερα, επιβεβαιώνεται η απόσυρση των περισσότερων αμερικανικών στρατευμάτων από τη βάση Κονέκο στη Ντέιρ Εζόρ και πιθανή αποχώρηση και από το πετρελαϊκό πεδίο Αλ Ομάρ, με ανασυγκρότηση δυνάμεων σε πιο ασφαλείς τοποθεσίες, κυρίως στη Χασάκα και ίσως στο Κουρδιστάν του Ιράκ.
Αν και η στρατηγική της αποχώρησης ξεκίνησε ήδη από την πρώτη θητεία Τραμπ, η υλοποίησή της υπήρξε σταδιακή, με σαφή στόχο τη διατήρηση επιχειρησιακής ικανότητας κατά των υπολειμμάτων του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ). Η ανακοίνωση του Πενταγώνου επισημαίνει ότι οι δυνάμεις θα παραμείνουν σε θέση να εκτελούν «πλήγματα ακριβείας», με ιδιαίτερη έμφαση στη φύλαξη των φυλακών όπου κρατούνται ύποπτοι για διασύνδεση με το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) υπό τον έλεγχο των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF). Πρόκειται για κομβικά σημεία στρατηγικής και ανθρωπιστικής σημασίας, καθώς οι SDF έχουν προειδοποιήσει ότι κάθε κλιμάκωση —ιδίως από πλευράς τουρκικού στρατού ή της Δαμασκού— μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια ελέγχου των εν λόγω εγκαταστάσεων.
Η πρόταση του Ιράκ για μεταφορά κρατουμένων στο έδαφός του και η διεξαγωγή δικών βάσει ιρακινού δικαίου αντανακλούν την ανησυχία περιφερειακών δρώντων για την αστάθεια στη βορειοανατολική Συρία, με την Ουάσινγκτον να καλεί ανοιχτά τις χώρες της διεθνούς κοινότητας να ανακτήσουν τους υπηκόους τους που κρατούνται σε συριακά στρατόπεδα.
Πάντως, αν και αποσύρονται από επιλεγμένες βάσεις, οι ΗΠΑ δεν αποχωρούν πλήρως. Η βάση αλ Τανφ, στα σύνορα Συρίας–Ιράκ, παραμένει λειτουργική, δεδομένου του ρόλου της στην παρακολούθηση των ιρακινο-συριακών συνόρων και της αποτροπής διείσδυσης μαχητών του ΙΚ. Το σημείο αυτό λειτουργεί σε συντονισμό με τη βάση Αΐν αλ Ασάντ στο Ιράκ, αποτελώντας μέρος του αμερικανικού συστήματος ελέγχου στην περιοχή.
Ταυτόχρονα, η Ουάσινγκτον αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο επαναπροσέγγισης με τη Δαμασκό υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Διαρροές στον αμερικανικό Τύπο μιλούν για ενδεχόμενο αναγνώρισης της εδαφικής κυριαρχίας της Συρίας, άρσης ορισμένων κυρώσεων και διαγραφής στελεχών της κυβέρνησης από τη λίστα τρομοκρατών, εφόσον η Δαμασκός τηρήσει δεσμεύσεις όπως: αποτροπή της παρουσίας εξτρεμιστών, έλεγχος του παλαιστινιακού στοιχείου, και ασφαλής διαχείριση των χημικών αποθεμάτων. Σε αυτή τη βάση, η πιθανή «προθυμία» συνεργασίας της συριακής κυβέρνησης φέρεται να έχει ήδη αξιολογηθεί θετικά, αφού —σύμφωνα με τους New York Times— υπήρξε ανταπόκριση σε πληροφορίες των αμερικανικών υπηρεσιών που οδήγησαν στην αποτροπή επιθέσεων του ΙΚ στη Δαμασκό.
Ιδιαίτερο συμβολισμό είχε και η επίσημη επίσκεψη του Μαχμούντ Αμπάς στη Δαμασκό, όπου συναντήθηκε με τον πρόεδρο Αχμάντ αλ Σαράα, στέλνοντας μήνυμα ότι η Συρία επιδιώκει να διαχειριστεί το παλαιστινιακό ζήτημα μέσω διεθνώς αναγνωρισμένων θεσμών, αποστασιοποιούμενη από ένοπλες φατρίες.
Η αποχώρηση των ΗΠΑ αλλάζει και τους συσχετισμούς στο εσωτερικό της Συρίας. Οι SDF, που στηρίχθηκαν επί χρόνια στην αμερικανική προστασία, εμφανίζονται διχασμένοι και πολιτικά αδύναμοι, με τις προσπάθειες για διεξαγωγή γενικής κουρδικής διάσκεψης να αποτυγχάνουν, λόγω εσωτερικών εντάσεων και εξωτερικών παρεμβάσεων. Παράλληλα, η ανακοίνωση του σχεδίου αποχώρησης συνοδεύτηκε από κατάπαυση πυρός στην περιοχή του φράγματος Τισρίν, ένα θερμό σημείο πρόσφατων συγκρούσεων μεταξύ SDF και φιλοκυβερνητικών δυνάμεων, ενώ δηλώθηκε πως η φάση των εχθροπραξιών έχει τελειώσει.
Το σταδιακό πέρασμα περιοχών όπως η Αΐν Ίσα και η Ταξιαρχία 93 υπό τον έλεγχο της Δαμασκού, σε συνδυασμό με την επαναλειτουργία κρίσιμων δρόμων όπως ο Im Fur, μαρτυρούν σταδιακή αποκατάσταση της συριακής κρατικής κυριαρχίας, ενώ τα αμερικανικά στρατεύματα θα διατηρήσουν συντονιστικό ρόλο στο φράγμα Τισρίν.
Η πολιτική αυτή φαίνεται να συνάδει με την επιθυμία του συριακού καθεστώτος να ανακτήσει τον έλεγχο περιοχών με αραβική πλειοψηφία, όπως η Ντέιρ Εζόρ και η Ράκα, ενισχύοντας τον κεντρικό ρόλο της κυβέρνησης και αποδυναμώνοντας τους τοπικούς αυτόνομους δρώντες.
Η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαιρέτισε την εκεχειρία στο Τισρίν, επιβεβαιώνοντας τη στροφή της Ουάσινγκτον προς τη στήριξη της ενότητας και της σταθερότητας της Συρίας. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: η διατήρηση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας είναι πια στο επίκεντρο της αμερικανικής στρατηγικής — όχι η αλλαγή καθεστώτος ή η εγκαθίδρυση ελεγχόμενων θυλάκων.
Καθώς η Ουάσινγκτον αναδιατάσσεται και αποχωρεί, η Δαμασκός φαίνεται να διαμορφώνει μια νέα σχέση με τη Δύση, με επίκεντρο τη συνεννόηση και όχι την αντιπαράθεση. Και αν αυτή η συνθήκη διατηρηθεί, τότε η επόμενη φάση της συριακής κρίσης μπορεί να μετατοπιστεί —έστω και δειλά— από το πεδίο των μαχών στο τραπέζι του πολιτικού διαλόγου.