ΠΑΣΟΚ, τετέλεσται;

Στις εκλογές του 2019 το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ υπό την ηγεσία της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά έλαβε 8,1%. Ο Νίκος Ανδρουλάκης που την διαδέχτηκε έβαλε το κόμμα σε τροχιά ανόδου και στις εκλογές του Ιουνίου του 2023 συγκέντρωσε ποσοστό 11,8%, ενώ στις ευρωεκλογές, ένα χρόνο αργότερα, έφτασε το 12,8%. Δεν πέτυχε, όμως, τον στόχο της δεύτερης θέσης που ο ίδιος είχε υποσχεθεί και το κόμμα μπήκε σε φάση εσωστρέφειας για να οδηγηθεί σε εκλογή νέας ηγεσίας.
Από τη μία τα διασπαστικά φαινόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη η υποδειγματική εσωκομματική διαδικασία (με το ενδιαφέρον ντιμπέϊτ των υποψηφίων αρχηγών), έδρασαν ως νέα αφετηρία παρά το γεγονός ότι ο εκλεγείς νέος αρχηγός ήταν απλώς ο παλιός. Ακολούθησε η δημοσκοπική άνοδος που έφερε το ΠΑΣΟΚ, σε αρκετές μετρήσεις, ακόμα και στο 20%, όπως και η ανάδειξή του στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης- αν και ως “δάνειο” από την διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ με την αποχώρηση βουλευτών του προς το νέο κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη.
Τους τελευταίους τρεις μήνες, ωστόσο, κάθε φορά που στη Χαριλάου Τρικούπη μαθαίνουν ότι θα προβληθεί δημοσκόπηση στα δελτία ειδήσεων των καναλιών καταφεύγουν στα …Xanax.
Η δημοσκοπική καθίζηση είναι εντυπωσιακή, αν σκεφτεί κανείς ότι οι κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις του είναι και συστηματικές και, αρκετές από αυτές, επιτυχημένες, την προβολή που τυγχάνει από τη Ν.Δ με τα σκληρά τετ α τετ Μητσοτάκη-Ανδρουλάκη στη Βουλή, την έντονη παρουσία στα τηλεοπτικά πάνελ και άλλα.
Στην Πρόθεση Ψήφου των τελευταίων μετρήσεων, το ΠΑΣΟΚ καταγράφει μονοψήφιο ποσοστό, μιάμιση μονάδα από το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019, ενώ στην Εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος μετά βίας φθάνει αυτό της αναμέτρησης του 2023!
Όταν συζητά κανείς με κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ, διαφορετικών εσωκομματικών αποχρώσεων, ακούει ερμηνείες που μάλλον απέχουν από την πραγματικότητα και εν τέλει αποδεικνύουν πως δεν υπάρχει αίσθηση της νέας πραγματικότητας.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι φταίει πως δεν συνεδριάζουν τα όργανα και λειτουργεί ξανά ένα περίκλειστο σύστημα εσωκομματικής εξουσίας, άλλοι ότι “δεν τραβάει ο Ανδρουλάκης”, ορισμένοι, τέλος, ότι υπάρχει στροφή στον αντισυστημισμό με σωρρευμένο θυμό στην κοινωνία που ενισχύεται από την υπόθεση των Τεμπών.
Στέλεχος του Πολιτικού Κέντρου έλεγε πως το πρόβλημα είναι δομικό και αφορά το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα που εξαντλεί τα αποθέματα της ιστορικής του διαδρομής και του στίγματος που άφησε στην εποχή μετά την Μεταπολίτευση. “Πηγαίνω συνεχώς σε κηδείες παλαιών ψηφοφόρων μας, το εκλογικό μας σώμα έχει γεράσει και οι νεότεροι δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική“, είπε χαρακτηριστικά.
Ενδιαφέρον, ωστόσο κανείς δεν απαντά στο γιατί η Ν.Δ με περίπου ίσο χρόνο διακυβέρνησης μετά την Μεταπολίτευση εξακολουθεί να αντέχει και παραμένει συνεκτική, έστω και σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά απ΄ ότι στο πρόσφατο παρελθόν. Μήπως επειδή στην παράλληλη ιστορική διαδρομή της έχει κατορθώσει να διαμορφωθεί ως παράταξη, με “εξαρτημένη” σχέση των ψηφοφόρων της μαζί της; Ενώ από την άλλη το ΠΑΣΟΚ ήταν τα τελευταία πολλά χρόνια κυρίως ένα κόμμα μηχανισμών, με προσβάσεις, βεβαίως, στα συνδικάτα και την τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά χωρίς σπουδαία αντιστοίχηση στην κοινωνία. Το το είσαι στην ηγεσία ενός ιστορικού κόμματος που ίδρυσε και προσδιόρισε ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν σημαίνει ότι θα είσαι εσαεί φορέας του πολιτικού του DNA.
Όπως και το ότι εδώ και πολλά χρόνια χάνει τα ερείσματά του στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις (στην πρωτεύουσα είναι πιά πέμπτο κόμμα), και διατηρεί την επιρροή του μόνο στην περιφέρεια και σε μεγάλης ηλικίας ακροατήρια; Ευτυχώς, θα μπορούσε να πει κανείς, που ο αρχηγός του κατάγεται από την Κρήτη και διατηρεί εκεί ένα συμπαγές και πιστό εκλογικό ακροατήριο, το οποίο στήριξε για αρκετά χρόνια τον Αλέξη Τσίπρα και επέστρεψε στην πολιτική του “μήτρα”, όταν αυτός έθεσε εαυτόν εκτός κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Η αλήθεια είναι πως το ΠΑΣΟΚ των τελευταίων ετών, κουβαλώντας ακόμα το φορτίο της συγκυβέρνησης με τον Αντώνη Σαμαρά, δεν μπορεί να αποκτήσει διακριτό ρόλο από τη Ν.Δ. Έχασε την επιρροή του στο κέντρο από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, δεν μπόρεσε ποτέ να την βρει στην κεντροαριστερά ακόμα και μετά την πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι κάτι από το ένα και κάτι από το άλλο, εν τέλει μένει μετέωρο.
Ορισμένοι υποστηρίζουν πως τα πράγματα θα ήταν καλύτερα εάν αναδεικνυόταν αρχηγός ο Δούκας, ο Γερουλάνος, ή η Διαμαντοπούλου. Δεν θα το μάθουμε ποτέ, ωστόσο σε αυτή τη συγκυρία μάλλον κανείς από τους τρεις δεν θα μπορούσε να το σώσει.
Ο Ανδρουλάκης είναι αναγκασμένος, πάντως, να φτάσει μέχρι το τέλος και να δοκιμάσει την τύχη του στις εκλογές. Και οι διαφωνούντες με τους χειρισμούς του είναι αναγκασμένοι όχι μόνο να τον ανεχτούν αλλά και να τον στηρίξουν. Θα γίνονταν όλοι τους ανέκδοτο εάν τον αμφισβητούσαν ξανά και ζητούσαν εκλογή νέου αρχηγού- αφήστε που το πιθανότερο είναι πως πάλι ο ίδιος θα εκλεγόταν.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν έχει πράγματι τύχη αυτό το ΠΑΣΟΚ, με το διαπιστωμένο -από τα ίδια τα στελέχη του- δομικό, πιθανώς και ταυτοτικό, πρόβλημα, στις επόμενες εκλογές, είτε η Πλεύση Ελευθερίας αποδειχτεί “φωτοβολίδα”, είτε συνεχίζει την φρενήρη δημοσκοπική της άνοδο.
Διότι, εάν το σημερινό δημοσκοπικό αποτύπωμα παραμείνει έως και το φθινόπωρο, τότε ο Ανδρουλάκης πρέπει να αποφασίσει εάν το άθροισμα μηχανισμών και πολιτικών εγωϊσμών που διοικεί αξίζει τον κόπο να υπάρχει, ή εάν πρέπει να κάνει το επόμενο βήμα: της ουσιαστικής επανίδρυσης, του πραγματικού ανοίγματος στην κοινωνία, και των συνεργασιών.
“Διοικητές” μικρών και μεσαίων πολιτικών υποκειμένων υπάρχουν, αλλωστε αρκετοί, παραταξιακοί ηγέτες όχι. Και η αποκατάσταση της ισορροπίας του πολιτικού συστήματος χρειάζεται παράταξη στον χώρο της κεντροαριστεράς.