Η κοινωνία στα “επείγοντα”…

Οι επόμενες εκλογές απέχουν περίπου δύο χρόνια και υπό κανονικές συνθήκες, ούτε η κυβέρνηση (πρωτίστως), ούτε η αντιπολίτευση θα έπρεπε να ασχολούνται με σενάρια. Υπό κανονικές συνθήκες.
Οι συνθήκες, όμως, δεν είναι κανονικές. Ούτε στο διεθνές περιβάλλον, που αναμφίβολα μας επηρεάζει (από την οικονομία, τις γεωπολιτικές εξελίξεις, έως και τις πολιτικές τάσεις που έχουν διαμορφωθεί), ούτε, φυσικά, καθ΄ ημάς. Τα Τέμπη ήταν ο καταλύτης που άλλαξε όχι μόνο την κοινωνική “αρχιτεκτονική” αλλά και τον ίδιο τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Όσο περνάει ο χρόνος, και εξαιτίας της καθυστέρησης να διαφανεί έστω και χαραμάδα προς την απόδοση δικαιοσύνης, το εθνικό τραύμα παραμένει πυώδες.
Οι δημοσκοπήσεις, τουλάχιστον ως προς αυτό, αποτυπώνουν την πολιτική προβολή της κατάστασης: πάνω από το 70% κατηγορεί ή υποψιάζεται την κυβέρνηση για συγκάλυψη, και πάνω από το 70% πιστεύει ότι η αντιπολίτευση “εργαλειοποιεί” την τραγωδία. Σε μεγάλο βαθμό είναι οι ίδιοι που λένε και το ένα και το άλλο. Και έχουν δίκιο, εάν σκεφτεί κανείς τους χειρισμούς της κυβέρνησης από την επομένη του δυστυχήματος μέχρι το φιάσκο του ΕΔΟΑΣΑΑΜ. Και επιπλέον, τον τρόπο με τον οποίο όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν δεν έχουν κατορθώσει να κάνουν την αυτοκριτική τους για όσα προηγήθηκαν της νύχτας της 28ης Φεβρουαρίου του 2023.
Ο “καταλύτης” των Τεμπών δεν επιδρά, ωστόσο, σε ένα πολιτικό σύστημα δικομματισμού, όπως μέχρι το 2019, αλλά διαχέεται σε ένα πολυδιασπασμένο πολιτικό σκηνικό, στο οποίο ο πολίτης-ψηφοφόρος εκδηλώνει τον θυμό του προς το σύστημα εξουσίας, την ίδια ώρα που δείχνει να μην νοιάζεται ιδιαίτερα –επειδή έχει απωλέσει την ελπίδα του– για το ποιός και πώς μπορεί να ανατρέψει τις αιτίες που οδήγησαν στην τραγωδία.
Και, επιπλέον, ποιός και πώς μπορεί να εγγυηθεί την εκ βάθρων αλλαγή θεσμών και νοοτροπιών που συντηρούν το πέπλο που έχει πέσει πάνω απ΄ αυτή. Το πάνδημο αίτημα για Δικαιοσύνη των συλλαλητηρίων εκπέμπεται πιθανότατα από μία κοινωνία που στο βάθος της σκέψης της έχει ότι μάλλον δεν θα αποδοθεί ποτέ. Κι αυτό πολλαπλασιάζει την οργή πολλών και οδηγεί άλλους στην παραίτηση.
Το δημοσκοπικό αποτύπωμα των τελευταίων εβδομάδων δεν μπορεί να αποτελεί έκπληξη. Η Κωνσταντοπούλου και ο Βελόπουλος, για παράδειγμα, γίνονται το καταφύγιο και των μεν, και των δε. Είτε επειδή ορισμένοι θέλουν πιά να κάψουν τα σπαρτά ( αδιαφορώντας για τον κίνδυνο πολιτικού λιμού που κάποιοι επισείουν), είτε επειδή είναι ένα βήμα πριν την παραίτηση και αναθέτουν σε άλλους να “τρυπήσουν” το σύστημα.
Η κυβέρνηση εκπονεί μεθοδικά τα εκλογικά σενάρια και οικοδομεί σταδιακά το δίλημμα που θα τεθεί την ύστατη ώρα. Βοηθούσης σε αυτό και της αντιπολίτευσης που δεν μπορεί να προβάλλει εναλλακτική διακυβέρνησης, βυθισμένη στον ωκεανό των εγωϊσμών και την ψευδαίσθηση της αυθεντίας.
Η κοινωνία, όμως, είναι πιά πολυτραυματίας στα επείγοντα που περιμένει εφημερεύοντα γιατρό. Στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι όταν φτάσει η ώρα, αυτός ο πολυτραυματίας δεν θα πολυπροσέξει εάν ο γιατρός που πλησιάζει είναι παθολόγος ή ουρολόγος. Ό,τι θα αναζητήσει μια “λευκή μπλούζα” να γραπωθεί σε ένα διάδρομο με ράντζα όπου κανείς άλλος με ίδια μπλούζα δεν θα φαίνεται.
Κι ότι αυτό μπορεί να χρειαστεί και μία και δύο εκλογικές αναμετρήσεις, πιθανώς και κάποια ευκαιριακή συνεργασία, και μετά ξανά μία τρίτη κάλπη που ίσως ξεδιαλύνει το τοπίο. Είναι, όμως, η πρώτη φορά που, ακόμα κι αν αρκετοί υποκύψουν στο δίλημμα (της διακυβέρνησης), η κοινωνική αρχιτεκτονική θα παραμείνει σμπαραλιασμένη σε ένα χάσμα εμπιστοσύνης που θα μας πάρει χρόνια να (αν) αποκατασταθεί.
Κι αυτό προσπερνάει αδιάφορα τους νικητές των εκλογών, μετατρέπεται σε μία δυστοπική παράλληλη πραγματικότητα. Αυτό θα έπρεπε να είναι το μεγάλο ζητούμενο, πώς, δηλαδή, η χώρα θα ξαναβρεί τις σταθερές της, πώς οι πολίτες θα ανακτήσουν έστω την πίστη ότι οι θεσμοί λειτουργούν στοιχειωδώς.