Συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν: Τα μεγάλα “αγκάθια” στη νέα φάση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων

Συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν: Τα μεγάλα “αγκάθια” στη νέα φάση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων

Καθώς οι διεθνείς ισορροπίες μεταβάλλονται ραγδαία, με επίκεντρο τις εντάσεις στην Ουκρανία, τη ρευστότητα στη Μέση Ανατολή και την αβεβαιότητα στη σχέση Δύσης-Κίνας, η Τουρκία επανέρχεται στο προσκήνιο ως ένας παίκτης-κλειδί για τη Δύση και κυρίως για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε ήδη παγκόσμια αναστάτωση μετά τις αμφιλεγόμενες αποφάσεις του, όμως οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις εισέρχονται σε μια νέα δυναμική που μπορεί να διαμορφώσει τον χαρακτήρα της συνεργασίας Ουάσινγκτον-Άγκυρας, όχι όμως χωρίς συγκρούσεις συμφερόντων και πιθανές γεωπολιτικές εντάσεις. Η προσωπική χημεία μεταξύ των δύο ηγετών –Τραμπ και Ερντογάν– αποτελεί στοιχείο πολιτικής ευελιξίας, αλλά δεν εγγυάται την απουσία τριβών.

Τα διαχρονικά εμπόδια στις διμερείς σχέσεις, όπως η στήριξη των ΗΠΑ στους Κούρδους της Συρίας, οι πιέσεις των εσωτερικών λόμπι στο Κογκρέσο και η θέση του Ισραήλ, δεν έχουν εξαλειφθεί.

Ωστόσο, μια νέα φάση συνεργασίας διαφαίνεται, εφόσον υπάρξει αμοιβαία πολιτική βούληση και ικανότητα διαχείρισης των διαφορών.

Τα ιδιαίτερα θερμά λόγια για τον Τούρκο πρόεδρο από τον Τραμπ ενώπιον του Νετανιάχου, υποδεικνύουν ότι θα υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις, σύμφωνα με αναλυτές.

Οι ΗΠΑ ιστορικά αντιλαμβάνονται τη σχέση με την Τουρκία μέσα από δύο βασικούς άξονες: την ανάγκη για σταθερότητα στην ευρωπαϊκή ασφάλεια μέσω του ΝΑΤΟ και τον ρόλο της Άγκυρας στην εξισορρόπηση των απειλών προς το Ισραήλ.

Οι εσωτερικές πολιτικές της Ουάσινγκτον –συμπεριλαμβανομένων των πιέσεων από το αρμενικό, ελληνικό και φιλο-Γκιουλενικό λόμπι– συνεχίζουν να διαμορφώνουν την ατζέντα της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας, όμως παρ’ όλα αυτά, οι γεωπολιτικές εξελίξεις αναδεικνύουν την Τουρκία ως απαραίτητο κρίκο στο δίκτυο ασφαλείας της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο, τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή.

Η στρατιωτική αναβάθμιση της Τουρκίας, οι τεχνολογικές της επενδύσεις και ο ρόλος της στη συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών, προσδίδουν προστιθέμενη αξία στη συνεργασία με τις ΗΠΑ.

Επιπλέον, το ενδεχόμενο επιστροφής της Άγκυρας στο πρόγραμμα των F-35 και η ολοκλήρωση της συμφωνίας για τα F-16 συνιστούν κρίσιμα τεστ για την κατεύθυνση των διμερών σχέσεων.

  • Η σταθεροποίηση της Συρίας, όπου η Τουρκία διατηρεί ενεργό ρόλο, αποτελεί άλλη μία περιοχή δυνητικής συνεργασίας αλλά και σύγκρουσης, καθώς η πολιτική της Ουάσινγκτον έναντι των Κούρδων της βόρειας Συρίας εξακολουθεί να θεωρείται από την Άγκυρα ως στρατηγική απειλή.

Η προοπτική μιας συνάντησης Τραμπ–Ερντογάν, για την οποία γίνονται ήδη παρασκηνιακές προετοιμασίες, μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική. Το περιεχόμενο αυτής της συνάντησης, με πιθανές αναφορές στο μέλλον της Συρίας, στην ανασυγκρότηση του Ιράκ, στη σταθερότητα του Λιβάνου και στη γεωοικονομική συνεργασία, θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες εξισορρόπησης των διαφορετικών στρατηγικών προσεγγίσεων.

  • Το αμερικανικό ενδιαφέρον για τον περιορισμό της ιρανικής επιρροής και η τουρκική εμμονή στην ανάσχεση της ισραηλινής επιθετικότητας συνιστούν διαφορετικές αλλά όχι απαραίτητα αντικρουόμενες προτεραιότητες, ιδίως υπό την πίεση του πολέμου στη Γάζα και των επιθέσεων στο συριακό έδαφος.

Η οικονομική διάσταση των σχέσεων, και συγκεκριμένα ο στόχος για διμερείς εμπορικές συναλλαγές ύψους 100 δισ. δολαρίων, αποτελεί έναν ακόμα κρίσιμο παράγοντα σταθεροποίησης.

Ο τομέας της ενέργειας, των μεταφορών, της υψηλής τεχνολογίας και της άμυνας προσφέρουν σημαντικές δυνατότητες διεύρυνσης της συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η Ουάσινγκτον θα επαναπροσδιορίσει την προσέγγισή της με γνώμονα τη γεωοικονομική αλληλεξάρτηση και όχι την ασύμμετρη εξάρτηση.

  • Την ίδια στιγμή, το ενδεχόμενο μερικής ή ολικής απόσυρσης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, το οποίο συζητείται υπό τον Τραμπ, εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα για το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας και τη θέση της Τουρκίας ως αυτόνομου στρατηγικού παίκτη.

Εντός αυτού του ρευστού πλαισίου, η Τουρκία επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει τον ρόλο της ως πάροχος σταθερότητας, ειδικά σε μια γεωγραφία όπου οι περισσότερες γειτονικές χώρες βρίσκονται υπό πολιτική αποσύνθεση ή παρατεταμένη αστάθεια.

  • Αναμφίβολα, οι προσωπικές σχέσεις Τραμπ-Ερντογάν μπορούν να διευκολύνουν μια νέα προσέγγιση, αλλά δεν αρκούν για να εξαλείψουν τον δομικό σκεπτικισμό του αμερικανικού κατεστημένου απέναντι στην Άγκυρα. Η τουρκική ηγεσία θα χρειαστεί να διαχειριστεί με ρεαλισμό τις επιρροές των λόμπι και να επενδύσει σε θεσμική σταθερότητα, ενώ η Ουάσινγκτον καλείται να κατανοήσει τη νέα πολυπολική πραγματικότητα, όπου η Τουρκία δεν είναι πλέον απλός εκτελεστής αμερικανικών στρατηγικών, αλλά ένας ισότιμος διαμορφωτής της γεωπολιτικής ατζέντας, σύμφωνα με τους αναλυτές.

Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με αναλυτές, η αμοιβαία αναγνώριση των εθνικών ευαισθησιών και η επικέντρωση σε ρεαλιστικούς τομείς συνεργασίας –από την ενεργειακή ασφάλεια έως την ανοικοδόμηση της Συρίας– μπορούν να θέσουν τις βάσεις μιας βιώσιμης σχέσης. Η πορεία αυτή, ωστόσο, θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα και των δύο πλευρών να εξισορροπήσουν συμφέροντα, αντιλήψεις και γεωπολιτικές επιταγές χωρίς να επιστρέφουν σε αμοιβαίες καχυποψίες και μονομερείς επιλογές.

Σχετικά Άρθρα