Η οικονομία και ο επανεξοπλισμός της Ευρώπης

Ο γεωοικονομικός και γεωπολιτικός παγκόσμιος μετασχηματισμός και οι ανακατατάξεις που συντελούνται στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατά την δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, ουσιαστικά, έχουν στο υπόβαθρο τους, μεταξύ άλλων, την κυριαρχία της μετάβασης της ψηφιακής τεχνολογίας, της τεχνητής νοημοσύνης και των σπάνιων γαιών στην παραγωγή, την οικονομία και την κοινωνία. Ειδικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη, η πορεία αυτή σε συνδυασμό με την αναθεώρηση (δασμοί, εμπόριο, προστατευτισμός, ασφάλεια, άμυνα, κ.λ.π) του statous quo των ευρωατλαντικών σχέσεων δημιουργεί συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας και σοβαρούς προβληματισμούς για το πολιτικό, κοινωνικο-οικονομικό και αμυντικό της μέλλον.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Κι΄αυτό επειδή η Ευρώπη στο νέο αυτό διεθνές περιβάλλον που δημιουργείται, ανέτοιμη και κατακερματισμένη ανησυχεί για την επερχόμενη απειλή συρρίκνωσης της επιρροής της σε παγκόσμιο επίπεδο γεωπολιτικά, γεωοικονομικά και γεωστρατιωτικά. Στην προοπτική αυτή εκτιμάται ότι η συνθήκη αυτή θα επιδεινωθεί, μεταξύ άλλων, μετά την απόφαση απόσυρσης των ΗΠΑ από την χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας και άμυνας.
Τούτων δοθέντων, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (19/3/2025) μετά από πρόταση της προέδρου (Ursula von der Leyen) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενέκρινε ένα ευρωπαϊκό σχέδιο επανεξοπλισμού (ReArm Europe Plan) 800 δις. ευρώ. Η υλοποίηση του σχεδίου που εκτιμάται ότι θα συντελεστεί κατά την τρέχουσα και κατά την επόμενη δεκαετία προσδοκάται ότι θα εξασφαλίσει την αυτονομία της Ευρώπης στην ασφάλεια και την άμυνα.
Ειδικότερα, αναφορικά με τα οικονομικά στοιχεία του σχεδίου επανεξοπλισμού, από το συνολικό ποσό των 800 δις. ευρώ τα 150 δις ευρώ θα αποτελούν ένα νέο χρηματοδοτικό εργαλείο δανεισμού των κρατών-μελών για κοινές αμυντικές δαπάνες που θα εγγυάται ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός για στρατιωτικές δαπάνες. Το υπόλοιπο και μεγαλύτερο τμήμα των 650 δις ευρώ θα αφορά τους κρατικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών με την ενεργοποίηση μίας ρήτρας παρέκκλισης (1,5% επιπλέον) από τους κανόνες (3% του ΑΕΠ) για το έλλειμμα του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Επιπλέον προβλέπεται τόσο η δυνατότητα χρηματοδότησης των κρατών-μελών από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Συνοχής για την πραγματοποίηση επενδύσεων στον αμυντικό τομέα, όσο και η χρηματοδότηση στρατιωτικών έργων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και την Ένωση Αποταμίευσης και Επενδύσεων ιδιωτικών κεφαλαίων.
- Όμως είναι εφικτή η υλοποίηση του σχεδίου επανεξοπλισμού για την ευρωπαϊκή αυτονομία της ασφάλειας και της άμυνας, ιδιαίτερα σε ένα διεθνές περιβάλλον παρενεργειών του εμπορικού πολέμου στον πληθωρισμό, την ύφεση, την ανακοπή της μείωσης των επιτοκίων, την αύξηση του δημόσιου χρέους, την αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους και την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου;
- Η Ευρώπη ως συλλογική πολιτική οντότητα έχει προσδιορίσει ενιαία την απειλή και τους στρατηγικούς στόχους του συγκεκριμένου σχεδίου επανεξοπλισμού;
- Η Ευρώπη έχει την ικανότητα, την εμπειρία οργάνωσης, την διοίκηση και τον συντονισμό ανάπτυξης του σχεδίου επανεξοπλισμού;
- Tέλος, μεταξύ άλλων, η Ευρώπη θεωρεί ότι υπάρχει αποδοχή του σχεδίου επανεξοπλισμού, των απαιτούμενων δαπανών και των συνεπειών τους από τους ευρωπαίους πολίτες; (Olivier Schmitt,Alternatives Economiques, 14/3/2025).
Aπό την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική της αυτονομίας της άμυνας και της ασφάλειας προϋποθέτει, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Bruegel (Φεβρουάριος 2025), 300.000 επιπλέον στρατεύματα και ετήσια αύξηση των στρατιωτικών δαπανών τουλάχιστον της τάξης των 250 δις. ευρώ βραχυπρόθεσμα. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό οργανισμό άμυνας, το 2024 τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.-27 δαπάνησαν 326 δις. ευρώ (1,9% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ) για την άμυνα τους.
Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση που υπολογίζεται ότι πρέπει να γίνει θα είναι σημαντική.
Δηλαδή 77% σε σύγκριση με τον προϋπολογισμό των αμυντικών δαπανών του 2024 και σημαντικά υψηλότερη από την αύξηση του 30% που σημειώθηκε κατά την περίοδο 2021-2024 (E. Moysan, Alternatives Economiques, 7/3/2025). Με άλλα λόγια η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 1,5% τον χρόνο εκτιμάται ότι θα ανακόψει την ύφεση ή την αναιμική ανάκαμψη στην Ε.Ε.-27 κατά τα επόμενα χρόνια.
- Αντίθετα όμως είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι στρατιωτικές δαπάνες ως αντιπαραγωγικό κεφάλαιο με περιορισμένο εύρος πολλαπλασιαστικών διακλαδικών διασυνδέσεων και επιδράσεων στην οικονομία θα στερήσει σημαντικούς πόρους από παραγωγικούς τομείς (υποδομές, οικολογική και ενεργειακή μετάβαση, ψηφιακή τεχνολογία, τεχνητή νοημοσύνη.κ.λ.π.) της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η δεσπόζουσα θέση των επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς ως κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης θα συμβάλλει καθοριστικά στην αύξηση της παραγωγικότητας, την διεύρυνση της απασχόλησης, την αύξηση των εισοδημάτων και της εγχώριας ζήτησης καθώς και της απομάκρυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας από το υπόδειγμα εξάρτησης της από παραδοσιακούς κλάδους χαμηλής και μεσαίας τεχνολογίας, χαμηλού κόστους εργασίας και εξαγωγές.
Κατά συνέπεια θα λειτουργήσει σε βάρος της ευρωπαϊκής οικονομίας και κοινωνίας η εγκαθίδρυση ενός κοινωνικο-οικονομικού υποδείγματος που θα βασίζεται στην στρατηγική επιλογή της αντιφατικής σύζευξης των στρατιωτικών δαπανών και της ανάπτυξης. Κι’ αυτό επειδή θα ελλοχεύει ο κίνδυνος αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής χωρίς να επιτυγχάνεται η προσδοκώμενη αυτονομία της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας.
*Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου