Συνολάκης:Το ελληνικό τόξο μπορεί να δώσει σεισμό 8 Ρίχτερ – Πάνω από 50.000 οι νεκροί στη Μιανμάρ”

Συνολάκης:Το ελληνικό τόξο μπορεί να δώσει σεισμό 8 Ρίχτερ – Πάνω από 50.000 οι νεκροί στη Μιανμάρ”

«Φοβάμαι ότι οι νεκροί θα είναι κοντά στις 50.000, ίσως και παραπάνω», τόνισε ο Καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών στο Πολυτεχνείο Κρήτης, Κώστας Συνολάκης, σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στη Μιανμάρ.

Μιλώντας στην ΕΡΤ, στο ραδιόφωνο του Πρώτου Προγράμματος σημείωσε πώς κάποια στιγμή στο μέλλον το ελληνικό τόξο θα δώσει ένα μεγάλο σεισμό της τάξης των 8 Ρίχτερ ενώ επεσήμανε: «Είμαστε στην εκατονταετία που μπορεί να συμβεί αυτό το γεγονός». 

«Όπως έχω πει και στο παρελθόν, έχουμε πολύ κοντά μας μία πολύ μεγάλη σεισμική ζώνη, αυτή για το ελληνικό τόξο, το οποίο ξεκινάει από τη Μικρά Ασία, πηγαίνει νότια από την Ρόδο, νότια από την Κρήτη, δυτικά από την Πελοπόννησο, δυτικά από τα Επτάνησα. Και στο Ελληνικό τόξο, ξέρουμε ότι στο παρελθόν έχουν γίνει σεισμοί πάνω από 8 ρίχτερ (…). Οπότε από το ελληνικό τόξο κάποια στιγμή θα γίνει ένας μεγάλος σεισμός. Υπάρχει βέβαια και το ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας, το οποίο περνάει κάτω από την Κωνσταντινούπολη και έρχεται προς την Ελλάδα. Στην καλύτερη περίπτωση οι σεισμοί αυτοί, οι πολύ μεγάλοι σεισμοί στην Ελλάδα, θα είναι υποθαλάσσιοι. Και σας θυμίζω ότι είχαμε το σεισμό της Αμοργού το 1956 που ήταν μεγέθους 7,5 με 7,7 και πάλι λόγω της εποχής εκείνης (…). Ένας σεισμός πάνω από 8 αναμένεται να γίνετε στο ελληνικό τόξο κάθε 600 ή 800 χρόνια (…). Μπορεί λοιπόν, να επισυμβεί ένας σεισμός της τάξης αυτού του μεγέθους, 8 Ρίχτερ. Βεβαίως μπορεί να γίνει. Δυστυχώς, αυτή είναι η γεωφυσική πραγματικότητα».

Στη συνέχεια πρόσθεσε για την κατάσταση στη Μιανμάρ πως «ήταν δυστυχώς μια προδιαγεγραμμένη τραγωδία. Δηλαδή, το ρήγμα αυτό έχει δώσει πολλούς σεισμούς ακόμα και στον 20ο αιώνα. Δεν μιλάμε δηλαδή, για κάτι το οποίο ήταν άγνωστο, δεν έχει δώσει σεισμούς για 300 ή 400 χρόνια. Υπήρχε, μεγάλη επικινδυνότητα (…). Προφανώς μετά από έναν τέτοιο σεισμό 7,7 ελλοχεύει ο κίνδυνος για να υπάρχει ένας πολύ μεγάλος μετασεισμός που μπορεί να φτάσει κοντά στο 7, αλλά σίγουρα ένας σεισμός στην κλίμακα 6 έως 7 θα είναι δεδομένος. Έτσι γίνεται, αν υπάρχουν τόσο μεγάλοι σεισμοί. Μετασεισμοί συνήθως είναι μία μονάδα στην κλίμακα μικρότερη, δηλαδή εάν έχεις έναν σεισμό από 7 έως 8 (χονδρικά σας λέω), ο μετασεισμός που υπολογίζεται είναι από 6 έως 7, τις περισσότερες φορές από 6,5 και πάνω (…). Όσον αφορά τώρα τον αριθμό των νεκρών, είναι πολύ νωρίς, αλλά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα ξεπεράσουμε κατά πολύ τις 10.000. Θα φτάσουμε σίγουρα κοντά στους 50 χιλιάδες. Φοβάμαι ότι θα φτάσουμε κοντά στις 50.000 και ίσως παραπάνω και ίσως δεν μάθουμε ποτέ το πόσοι ακριβώς είναι οι νεκροί (…). Μακάρι όμως, αυτοί οι φόβοι να μην επαληθευτούν».

Στο τέλος της συζήτησης, ο ακαδημαϊκός έκανε αναφορά και για την σεισμική ακολουθία που για αρκετό καιρό ταρακούνησε την ευρύτερη περιοχή κοντά στη Σάμο και την Σαντορίνη και αναστάτωσε τους κατοίκους. «Το θέμα είναι αν ήταν ηφαιστειακό ή όχι. Και φαίνεται ότι πλέον όλοι συμφωνούν ότι είναι καθαρά η σεισμική ακολουθία, το σεισμικό σμήνος, αυτό που είδαμε, ήταν ηφαιστειακό και ήταν ακριβώς επειδή μάγμα προχωρούσε μέσα σε μία φλέβα, αλλά φαίνεται ότι προς το παρόν αυτό έχει σταματήσει. Είναι σε ύφεση, οπότε πρέπει να προετοιμαστούμε γιατί είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα αρχίσει πάλι. Δεν ξέρουμε ακριβώς πότε θα είναι αυτό, θα είναι μήνες, θα είναι χρόνια, αλλά πρέπει να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι την επόμενη φορά», ανέφερε χαρακτηριστικά προτού καταλήξει ο κ. Συνολάκης.

Τρεις οι επικίνδυνες ζώνες στη χώρα μας

Την ώρα που οι κάτοικοι στη Μιανμάρ μετρούν τις πληγές τους από τον φονικό σεισμό της τάξης των 7,7 ρίχτερ, στην Ελλάδα φουντώνει η ανησυχία για το αν κινδυνεύουμε ή όχι από ένα αντίστοιχο καταστροφικό γεγονός. «Ενας σεισμός σαν της Μιανμάρ δεν μπορεί να γίνει οπουδήποτε», ανέφερε στο Star ο καθηγητής Γεωφυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κώστας Παπαζάχος, εξηγώντας ότι «για να δώσει ένας σεισμός τόσα πολλά ρίχτερ με ένα ρήγμα εκατοντάδων χιλιόμετρων πρέπει να είναι σε μια ζώνη που μπορεί να τον φιλοξενήσει».

Ομως, όπως σημείωσε, πρακτικά στον ελληνικό χώρο υπάρχουν τρεις ζώνες που μπορούν να προκαλέσουν μια ισχυρότατη σεισμική δόνηση, όπως αυτή που συγκλόνισε τη Μιανμάρ. «Είναι κυρίως το εξωτερικό ελληνικό τόξο, από την Κεφαλλονιά και νότια της Πελοποννήσου, κατά μήκος των ακτών της Κρήτης και από την Κάρπαθο ως τη Ρόδο. Μετά η τάφρος του Βορείου Αιγαίου. Υπάρχει και μια τελευταία ζώνη, η οποία περνά από την Αμοργό κι έχει δώσει έναν μικρότερο σεισμό. Συνεπώς, υπάρχουν μέρη στον ελληνικό χώρο που έχουν δώσει μεγάλους σεισμούς, αλλά πολύ σπάνια», είπε χαρακτηριστικά ο καθηγητής.

Ερωτηθείς μάλιστα για το αν και κατά πόσον η Ελλάδα μπορεί να διαχειριστεί μία σεισμική δόνηση σαν αυτήν της Μιανμάρ, ο κ. Παπαζάχος απάντησε: «Δεν έχουμε εμπειρία από τέτοιους σεισμούς. Αυτοί οι σεισμοί που σας αναφέρω είναι πολύ παλιοί. Το 1956 δεν είχαμε τέτοιες καταστροφές. Είχαμε έναν αρκετά παρόμοιο σεισμό 7,5 ρίχτερ στην Αμοργό. Η θάλασσα και το γεγονός ότι δεν υπήρχαν υψηλά κτίρια μας προστάτευσαν και δεν είχαμε τέτοια φαινόμενα».

Σύμφωνα με τον καθηγητή, «σεισμοί όπως αυτός της Μιανμάρ προκαλούν αργές ταλαντώσεις, οι οποίες επηρεάζουν κυρίως τα ψηλά κτίρια. Οταν το 365 μ.Χ. έγινε ένας σεισμός μεγέθους 8,2 ρίχτερ, που διέρρηξε τη νότια Ελλάδα, δεν υπήρχαν πολυκατοικίες και ψηλά κτίρια». Οπως και να έχει, τα 7,7 ρίχτερ που προκάλεσαν βιβλική καταστροφή στη Μιανμάρ και τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων προβληματίζουν την επιστημονική κοινότητα για ένα φαινόμενο-ντόμινο.

Παράλληλα, μιλώντας στον ΣΚΑΪ, ο καθηγητής Γεωλογίας και Φυσικών Καταστροφών, Ευθύμιος Λέκκας, υποστήριξε ότι πολλά φαινόμενα που εκδηλώθηκαν μαζί με τον σεισμό συνετέλεσαν σε αυτό το ολέθριο αποτέλεσμα. «Οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες», εκτίμησε ο κ. Λέκκας, προσθέτοντας πως πέρα από τα συνοδά γεωδυναμικά φαινόμενα θα πρέπει να υπολογίσουμε και τη σημαντική παράμετρο της τρωτότητας των κατασκευών, αφού τα κτίρια εκεί είναι σε άθλια κατάσταση, γεγονός που καταμαρτυράται εξάλλου και από το ότι οι καταρρεύσεις που βλέπουμε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, εντός εισαγωγικών, θεαματικές».

Σχετικά Άρθρα