Τα “τρομερά μωρά” και η συζήτηση που δεν κάνουμε ως χώρα…

Στην ιστορική κατάκτηση του Euro στα γήπεδα της Πορτογαλία, το 2004, η εθνική ομάδα είχε μέσο όρο ηλικίας τα 28,4 έτη. Στη Γλασκώβη, η εθνική του Καρέτσα, του Κωνσταντέλια, του Τζόλη, του Βαγιαννίδη και των άλλων παιδιών, που κατατρόπωσε την Σκωτία, είχε μέσο όρο ηλικίας τα 22,7 έτη. Στην πρώτη περίπτωση επρόκειτο για το “πειρατικό” (από τον ευφυή παραλληλισμό του Γ. Χελάκη), τώρα ήταν τα “τρομερά μωρά” του Ιβάν Γιοβάνοβιτς.
Ενθουσιάστηκε -και δικαίως- το πανελλήνιο, ακόμα περισσότερο διότι πρόκειται για τη νεαρότερη σε ηλικία εθνική ομάδα εδώ και δεκαετίες. Οι νεότεροι ταυτίστηκαν με το κατόρθωμα των συνομιλήκων τους, οι μεγαλύτεροι είδαν στα βλέμματα των ποδοσφαιριστών μας τα δικά τους παιδιά.
Πρόκειται για ένα ύπουλο παιχνίδι προβολής όσων κουβαλάμε σαν χώρα και λαός σε εκείνους (εν προκειμένω ποδοσφαιριστές) που πετυχαίνουν κάτι σπουδαίο σε μία στιγμή που εμείς χρειαζόμαστε κάτι σπουδαιότερο. Είναι ένας μηχανισμός αφύπνισης και εκμαίευσης συναισθημάτων (όπως περηφάνεια) όταν αυτά μας λείπουν, ένα αντίδοτο στην κατατονία.
Τα “τρομερά μωρά” είναι πρωτίστως παιδιά των γονιών τους, παιδιά του εαυτού τους, παιδιά του Γιοβάνοβιτς που τα μετέτρεψε σε αξιόμαχο σύνολο. Γίνονται, βεβαίως, και “μωρά” μιας ολόκληρης χώρας, αφενός γιατί την εκπροσωπούν φορώντας το εθνόσημο, αφετέρου επειδή σπάνε την σιωπή που μας κυκλώνει. Εάν, ωστόσο, δεν κατορθώσουν να την σπάσουν, μάλλον θα μείνουν μωρά και καθόλου τρομερά. Κάπως έτσι αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία αυτό που είπε ο καταπληκτικός Μίλτος Τεντόγλου, όταν δεν κατάφερε να ανέβει στο βάθρο όπου τον έχουμε συνηθίσει: “Μην σταματάτε να πιστεύετε σε εμένα…”. Μήπως επειδή αυτός γνωρίζει πόσο εύκολα και γρήγορα μπορούν οι πολλοί να σταματήσουν να πιστεύουν σε κάτι που δεν τους προσφέρει αυτή την ρωγμή στη σιωπή;
Το 2018, οι μαθητές και μαθήτριες της χώρας μας σημείωσαν αρνητικό ρεκόρ ως προς τις επιδόσεις τους στον διεθνή διαγωνισμό PISA (Programme for International Student Assessment). Το 2024, είχαμε ένα νέο ακόμα πιό αρνητικό ρεκόρ μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Πάνω κάτω τα παιδιά αυτά είχαν την ηλικία του Καρέτσα. Δεν θα χαθούν στη ζωή τους, πολλά θα προκόψουν παρά τις αρνητικές επιδόσεις, σε κάθε περίπτωση θα βρούν το δρόμο τους.
Την περίοδο της οικονομικής κρίσης, εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι, στα 18, στα 22, στα 24 χρόνια τους, έφυγαν στο εξωτερικό. Άλλοι για να σπουδάσουν, οι περισσότεροι για να βρουν δουλειά, αφήνοντας πίσω μια ρημαγμένη χώρα. Το φαινόμενο το καταγράψαμε ως “brain drain”, το εκλογικεύσαμε και το κατατάξαμε στις συνέπειες μιας εποχής, χωρίς ποτέ ουσιαστικά και με ανάληψη ευθύνης να συζητήσουμε και να συμφωνήσουμε ποιοί, πώς, και γιατί εκδηλώθηκαν αυτές οι συνέπειες.
Τελευταία, αρχίσαμε να μιλάμε για την αναστροφή του φαινομένου, για το “brain gain”. Κάποια από τα “μωρά” (όχι …τρομερά, αλλά φυγάδες από τον τρόμο της χώρας) που έφυγαν τότε άρχισαν να επιστρέφουν, άλλα γιατί κουράστηκαν, άλλα γιατί νοστάλγησαν, άλλα γιατί απλώς έπρεπε.
Όσοι αποθεώνουμε (πρώτοι οι πολιτικοί μας με τα ενθουσιώδη μηνύματα νίκης και αναφοράς στην “ψυχή” του Έλληνα…) τα “τρομερά μωρά” του Γιοβάνοβιτς και προβάλλουμε σε αυτά την έξαρση που μας λείπει, τι ακριβώς κάνουμε (καθένας και καθεμιά μας, και ως κράτος συνολικά) για τα “μωρά” που δεν θα δοξαστούν στη Γλασκώβη;
Τι κάνουμε ως κράτος για να μπορούν τα παιδιά μας να μην φύγουν, ή να επιστρέψουν με την μισή από την στιγμιαία περηφάνεια που νοιώσαμε στα γκολ του Καρέτσα, του Κωνσταντέλια, του Τζόλη; Τι λέμε στα παιδιά που κατά εκατοντάδες χιλιάδες κατέβηκαν στα συλλαλητήρια για να φωνάξουν για Δικαιοσύνη, Αλήθεια και Ασφάλεια;
Ποιά περηφάνεια μπορούμε να τους δώσουμε, εκτός από αυτή που κλέψαμε από το ταλέντο και την υπερπροσπάθεια των παιδιών της εθνικής, τι πραγματικά έχουμε να τους πούμε για το μέλλον τους;
Αυτή την συζήτηση δεν θα την κάνουμε. Όπως δεν την κάναμε και στο παρελθόν. Διότι, για να πεις κάτι στα παιδιά, πρέπει να μάθεις τη γλώσσα τους και τις ανάγκες τους. Πρέπει να βγεις από τον ρόλο του θεατή που απλώς περιμένει το κατόρθωμα των άλλων για να το εγκωμιάσει, δήθεν πατρικά, εν τέλει πατερναλιστικά και υποκριτικά…