Σανιδάς υπέρ Αλιβιζάτου για την παραπομπή Τριαντόπουλου στο Δικαστικό Συμβούλιο- Γιατί διαφωνεί με Βενιζέλο και άλλους συνταγματολόγους

Σανιδάς υπέρ Αλιβιζάτου για την παραπομπή Τριαντόπουλου στο Δικαστικό Συμβούλιο- Γιατί διαφωνεί με Βενιζέλο και άλλους συνταγματολόγους

Με άρθρο του στην εφημερίδα “Καθημερινή” (kathimerini.gr) ο εισαγγελέας Αρείου Πάγου επί τιμή Γ. Σανιδάς καταθέτει την άποψή του σχετικά με την υπόθεση του Χρήστου Τριαντόπουλου και επιχειρηματολογεί υπέρ του δικαιώματος του τέως υφυπουργού να παραπεμφθεί η υπόθεση του απευθείας στο Δικαστικό Συμβούλιο και να παρακαμφθεί η προβλεπόμενη από το “νόμο περί ευθύνης υπουργών” προανακριτική διαδικασίας της επιτροπής προκαταρκτικής εξετάσεως της Βουλής.

Διαφωνεί, δε, με το σκεπτικό συνταγματολόγων, όπως ο Ευ. Βενιζέλος, και τάσσεται υπέρ της άποψης του Ν. Αλιβιζάτου.

Αναλυτικά το άρθρο του κ. Σανιδά:

Είναι, λοιπόν, μη σύμφωνη με το άρθρο 86 του Συντάγματος και εντεύθεν μη σύννομη, η άνευ άλλου, αποδοχή του αιτήματος του τέως Υφυπουργού Τριαντόπουλου, περί παραπομπής του από τη Βουλή ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου του ρηθέντος άρθρου, το οποίο θα συγκροτηθεί μετά από κλήρωση, από μέλη του Αρείου Πάγου και του Σ.Τ.Ε., όπως υποστηρίζεται από κάποιους καθηγητές, κυρίως του Συνταγματικού Δικαίου ή είναι ορθή η περί του αντιθέτου θέση, του καθηγητού Ν. Αλιβιζάτου, όπως αυτή αναλύεται σε άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή» της 20.3.2025, με τίτλο «Ενστάσεων Αντίκρουση»;

Προσωπικά, συμφωνούμε με τη θέση του καθηγητού Ν. Αλιβιζάτου, και για τους λόγους που εκθέτει στο άρθρο του, αλλά και για άλλους λόγους αυτοτελείς αλλά και ενισχυτικούς των επιχειρημάτων του

Έτσι, ειδικότερα:

Ι. Όχι μόνο ουδεμία σχεδόν από τις συσταθείσες προανακριτικές επιτροπές, δεν εξεπλήρωσε τον σκοπό συστάσεώς της, που ήταν η αναζήτηση και ανεύρεση της αληθείας, σε σχέση προς ποινική υπόθεση, στην οποία εφέρετο εμπλεκόμενος Υπουργός, όπως αναφέρει ο καθηγητής (κάποιες μάλιστα από αυτές, διεκόπτοντο από το ίδιο το κόμμα, που είχε αποφασίσει τη σύστασή τους), αλλ’ ακόμα περισσότερο, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, η σύσταση και λειτουργία τους παρεμπόδισε την έρευνα και για τις ποινικές ευθύνες των ιδιωτών, που φέρονταν να έχουν συμμετοχή, με συνέπεια και οι ιδιώτες να διαφεύγουν την τιμωρία τους, για εγκλήματα που ενδεχομένως είχαν τελέσει.  Τούτο οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα μέλη των προανακριτικών επιτροπών, κατ’ ουσίαν, ουδέποτε λειτούργησαν ως προανακριτικοί «Εισαγγελείς», με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα αυτή, και κυρίως, ουδέποτε λειτούργησαν με ηρεμία, νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα. Λησμονούσαν ότι θα πρέπει να αποβάλλουν το ένδυμα του βουλευτού και να ενδυθούν το ένδυμα του Εισαγγελέα – προανακριτή, λόγος για τον οποίο η συμπεριφορά τους, ήταν συμπεριφορά βουλευτών που ευρίσκοντο σε κοινοβουλευτική επιτροπή. 
Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός πως ό,τι ελέγετο και ελάμβανε χώρα εντός της προανακριτικής επιτροπής, εντός ολίγου χρόνου ήταν γνωστό στα ΜΜΕ, τα οποία και το μετέδιδαν, ενώ εξάλλου, είχαν ήδη καταστεί γνωστά και τα στοιχεία, τα οποία είχαν διαβιβασθεί στη Βουλή από τις δικαστικές Αρχές, και τα οποία κυκλοφορούσαν ως «φέιγ βολάν».

Άρα, τα μέλη των προανακριτικών επιτροπών, συνειδητά ή μη, παραβίαζαν μια θεμελιώδη αρχή της ποινικής δίκης, κατά το στάδιο της ανακρίσεως ή προανακρίσεως ή προκαταρκτικής εξετάσεως, που είναι η μυστικότητα αυτών.
Είναι εξάλλου πρόδηλο ότι, συνέπεια της παραβιάσεως της ως άνω αρχής, ήταν η ακυρότητα της προανακριτικής διαδικασίας.

Πού οφειλόταν, όμως, το ότι οι συνιστώμενες προανακριτικές επιτροπές δεν εξεπλήρωναν το σκοπό της συστάσεώς τους, που ήταν η αναζήτηση και ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, σε σχέση προς τη συγκεκριμένη υπόθεση; Οφειλόταν στο γεγονός ότι ο αληθής σκοπός δεν ήταν τόσο η ανεύρεση της αληθείας, όσο η «εξόντωση» των πολιτικών αντιπάλων, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε πιο ωμά, ως «ανθρωποφαγία».

Κατά την ταπεινή μας άποψη, αυτό ισχύει και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το εξής απλό. Γιατί τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που ζήτησαν τη σύσταση της προανακριτικής – προκαταρκτικής επιτροπής, κατέθεσαν αίτημα στο συγκροτηθέν Προεδρείο, να μεταδίδονται οι συνεδριάσεις της επιτροπής από την τηλεόραση; Δεν γνώριζαν ότι το αίτημά τους ήταν παράνομο, αφού θα παραβιαζόταν η μυστικότητα της ανακρίσεως και εντεύθεν θα προέκυπτε ακυρότητα; Και δεν αντιλαμβάνονταν ότι με την αποδοχή του αιτήματος αυτού, όχι μόνο δεν θα διευκολύνοντο οι έρευνες, αλλά θα αυξανόταν η υπάρχουσα ήδη τοξικότητα, που είναι ξένη προς τους κανόνες λειτουργίας της Δημοκρατίας;

ΙΙ. Η παραπομπή από τη Βουλή στο Ειδικό Δικαστήριο, το Δικαστικό Συμβούλιο και τον ανακριτή του άρθρου 86 του Συντάγματος, που θα προκύψουν μετά από κλήρωση χωρίς ουσιαστική έρευνα από τη συσταθείσα προανακριτική επιτροπή της Βουλής θα ήταν προβληματική, εάν, κατά τις τελευταίες τροποποιήσεις που έγιναν στο άρθρο 86 του Συντάγματος, δεν είχε προβλεφθεί η λειτουργία του Δικαστικού Συμβουλίου και του αρεοπαγίτη ανακριτή. Τούτο διότι η δικογραφία θα περιείχε μόνο τα στοιχεία σε βάρος του Υπουργού που είχαν διαβιβάσει στη Βουλή οι δικαστικές Αρχές, τα οποία είχαν προκύψει με αφορμή τις έρευνες σε βάρος ιδιωτών και τα οποία μπορεί να ήταν αρκετά για την άσκηση ποινικής δίωξης, όχι όμως και για την παραπομπή του κατηγορουμένου Υπουργού, στο Ειδικό Δικαστήριο. Όμως, μετά την, με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, συμπλήρωση του άρθρου 86 του Συντάγματος και την πρόβλεψη λειτουργίας Δικαστικού Συμβουλίου και ανακριτή και στη συνέχεια την έκδοση βουλεύματος, τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει, αφού την ανακριτική έρευνα θα διεξάγει αεροπαγίτης ανακριτής, που έχει προκύψει με κλήρωση, και η δικογραφία θα ελεγχθεί από το Πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο, τα μέλη του οποίου θα έχουν προκύψει επίσης μετά από κλήρωση, το οποίο και θα εκδώσει, συντρεχουσών των προϋποθέσεων (ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων), το παραπεμπτικό βούλευμα. 
 Δεν θα ήταν περιττό να επισημάνουμε ότι όλα τα ανωτέρω πρόσωπα είναι γνώστες του τρόπου λειτουργίας της Δικαιοσύνης, των στοιχείων που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση ενός εγκλήματος, του τρόπου αξιολογήσεως των αποδεικτικών στοιχείων και θα κρίνουν με αμεροληψία και αντικειμενικότητα, πράγμα που είναι αδύνατο να ισχύσει για τα μέλη της προκαταρκτικής (προανακριτικής) επιτροπής της Βουλής, εκτός των άλλων, και επειδή είναι βουλευτές των κομμάτων που κατέθεσαν ή στήριξαν την πρόταση κατηγορίας και τα οποία θεωρούν δεδομένο ότι έγινε συγκάλυψη και ότι υπάρχει ευθύνη της επιτελικής ομάδας του Μαξίμου.

Με βάση τα ανωτέρω, ευπροσώπως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος, με την οποία προβλέπεται και η ενέργεια προανακριτικών πράξεων από τα μέλη της προκαταρκτικής (προανακριτικής) επιτροπής, έχει πλέον καταστεί ανίσχυρη, πολύ περισσότερο εν όψει των μειονεκτημάτων που έχει η λειτουργία της προκαταρκτικής (προανακριτικής) επιτροπής, μεταξύ των οποίων, κυρίως, η έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας των μελών της, κατά τη λειτουργία της.

Πέραν τούτων και επειδή το ζήτημα αυτό είναι προεχόντως δικονομικό και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι φέρεται να ρυθμίζεται με το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον Κανονισμό της Βουλής, η προσφυγή στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ειδικότερα στο άρθρο 43 του ΚΠοινΔ, ενισχύει την πιο πάνω θέση, σε σχέση προς τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Με το άρθρο 43 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, ορίζεται, μεταξύ των άλλων, ότι «ο Εισαγγελέας στα κακουργήματα ή πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, καθώς και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Εφετείου, κινεί την ποινική δίωξη, μόνον εφ’ όσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνησή της…». 

Εξ άλλου, η αποσταλείσα στη Βουλή, ποινική δικογραφία για τον τέως Υφυπουργό Τριαντόπουλο, από την Εισαγγελία Εφετών Λάρισας, έχει σχηματισθεί μετά από ενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Λάρισας, αρχικά αυτεπαγγέλτως και στη συνέχεια συμπληρώθηκε, μετά από παραγγελία της Εισαγγελίας Εφετών, με βάση δε, την κατά τα άνω, σχηματισθείσα δικογραφία, αφ’ ενός ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του τότε Περιφερειάρχη Θεσσαλίας και άλλων τριών προσώπων, για παράβαση καθήκοντος και αφ’ ετέρου διαβιβάσθηκε στη Βουλή για τον πρώην Υφυπουργό Τριαντόπουλο, επειδή, κατά την Εισαγγελία Εφετών, προέκυπταν ενδείξεις εις βάρος του.

Εκ των ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 43 του ΚΠοινΔ για την άσκηση ποινικής διώξεως και από τη Βουλή κατά του Υφυπουργού Τριαντόπουλου, χωρίς να είναι αναγκαία η εκ νέου ενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως από αυτήν (Βουλή). 

Εξάλλου, με την, κατά τον άνω τρόπο, άσκηση ποινικής διώξεως, την οποία, άλλωστε, ο ίδιος ο Υφυπουργός Τριαντόπουλος ζητεί, προκειμένου να επισπευσθεί η ταχεία εκκαθάριση της υποθέσεώς του, ενώ συγχρόνως θα ικανοποιηθεί το αίτημα, γενικώς, των πολιτών, αλλά κυρίως των συγγενών των παιδιών που έχασαν άδικα τη ζωή τους στα Τέμπη, για ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης και την τιμωρία εκείνων που θα κριθούν ένοχοι, που πρέπει να αποτελεί σκοπό και στόχο της ποινικής Δικαιοσύνης.

Τα ανωτέρω ισχύουν πολύ περισσότερο, εν όψει του ότι την ανάκριση και έρευνα μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως, θα αναλάβουν Δικαστές και Εισαγγελείς της τακτικής Δικαιοσύνης και μάλιστα ανωτάτου βαθμού.

Ειδικότερα, θα επιληφθούν της υποθέσεως, κατά του πρώην Υφυπουργού, αρεοπαγίτης ανακριτής και Πενταμελές, εξ ανωτάτων Δικαστών, Συμβούλιο, τα οποία έχουν δικαίωμα και καθήκον, όχι μόνο να συμπληρώσουν τη δικογραφία ως προς τον Υφυπουργό, αλλά και να επεκτείνουν την κατηγορία κατά παντός άλλου προσώπου, για το οποίο θα προκύψουν στοιχεία, εφ’ όσον δε πρόκειται περί Υπουργού, μετά από άδεια της Βουλής.

ΙΙΙ. Η ratio θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 86 του ψηφισθέντος το έτος 1975, Συντάγματος, η οποία απαιτεί άδεια της Βουλής, με τις διαδικασίες που διαλαμβάνονται στα άρθρα 154 επ. του Κανονισμού της Βουλής, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά Υπουργού για εγκλήματα που έχει καταγγελθεί ότι τέλεσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ήταν για να μη σύρεται συχνά και αναιτίως ο Υπουργός ενώπιον των Δικαστηρίων, μετά από μηνύσεις ή καταγγελίες κατ’ αυτού αβάσιμες, κυρίως από ιδιώτες, με συνέπεια να καθίσταται δυσχερής η εκπλήρωση των καθηκόντων του.

Κατά τον πρόεδρο της Ολομέλειας της Συντακτικής Επιτροπής του ψηφισθέντος εν τέλει Συντάγματος το 1975, Κ. Τσάτσο, ήταν αφ’ ενός «η προστασία του λειτουργήματος του Υπουργού από προπετείς και ψευδείς καταγγελίες σε βάρος του» και αφ’ ετέρου «διότι ο Υπουργός πρέπει να γνωρίζει, για να είναι ελεύθερος, τολμηρός και γενναίος, ότι έχει πολιτικήν αποστολήν και ευθύνην να την εκπληρώσει εντός του πλαισίου του Συντάγματος και των νόμων …» (πρακτικά Ολομέλειας της Επιτροπής, σελ. 238). Με άλλα λόγια, ήταν διάταξη προστατευτική για τον Υπουργό, προκειμένου να εκπληρώνει ακωλύτως τα καθήκοντά του, εντός φυσικά του πλαισίου του Συντάγματος και των νόμων. Πώς και πού αληθώς, να φανταστεί ο συνταγματικός νομοθέτης, κατά το έτος 1975, ότι η δοκιμασία Υπουργών από άδικες ή μη επιθέσεις και καταγγελίες, θα προέρχονταν όχι από άτομα εκτός κοινοβουλίου, αλλά, κατά κανόνα, από άδικες, ενίοτε δε και «καννιβαλιστικές» επιθέσεις, ατόμων και κομμάτων εντός κοινοβουλίου, ήτοι εντός του ναού της Δημοκρατίας, η λειτουργία της οποίας προϋποθέτει σεβασμό των κανόνων που τη διέπουν, τήρηση του μέτρου και ήρεμα πολιτικά ήθη.

Εν όψει και των ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι οι Υπουργοί υπέρ των οποίων έχει θεσπισθεί το ως άνω προστατευτικό καθεστώς, δεν μπορεί να είναι δέσμιοι αυτού, αλλά θα είναι δυνατό και θα πρέπει να μπορούν να παραιτηθούν από το προνόμιο αυτό και να ζητήσουν να ανακριθούν και να κριθούν, όχι από εκείνους που τους κατηγορούν και τους καταγγέλλουν, αλλά από τους φυσικούς τους δικαστές.
Άλλωστε και κατά πάσα περίπτωση αυτό θα ήταν μονόδρομος, εάν προτεινόταν η εξαίρεση των μελών της επιτροπής για έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας.

Τούτο διότι η έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατά το χειρισμό της τραγικής υποθέσεως των Τεμπών, είναι δεδομένη, με βάση δηλώσεις των αρχηγών των κομμάτων αλλά και πλειάδας βουλευτών. Όταν: 1. Δηλώνεται κατ’ επανάληψη ότι με το «μπάζωμα», και ανεξαρτήτως κατ’ εντολή τίνος έγινε, επετεύχθη συγκάλυψη εγκλήματος, χωρίς μέχρι σήμερα, να προσδιορίζεται ποιο είναι αυτό το έγκλημα και ποιος και πώς το ετέλεσε, είναι πρόδηλο ότι ζήτημα συγκαλύψεως εγκλήματος, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν μπορεί να τεθεί. Η συγκάλυψη εγκλήματος την εφεύρε πρώτος ο αρχηγός ενός εκ των κομμάτων της αντιπολίτευσης (οι αρχηγοί των υπολοίπων κομμάτων τον ακολούθησαν), ο οποίος επεχείρησε να τη θεμελιώσει σε τέλεση εγκλήματος λαθρεμπορίας 25 τόνων ξυλολίου, που είχαν κατασχεθεί στην Ειδομένη, ως λαθρεμπόρευμα. Και όταν αυτό κατέπεσε (οι 25 τόνοι ξυλολίου είχαν αγορασθεί μετα την κατάσχεση, από επιχειρηματία Βορείου Ελλάδος), οι 25 τόνοι μειώθηκαν αρχικά στους 10 και στη συνέχεια τους 2,5, επειδή, κατά ορισμένους πραγματογνώμονες, απαιτούνται τουλάχιστον 2,5 τόνοι ξυλολίου για να προκαλείτο η έκρηξη και το «μανιτάρι». Αυτός ο ισχυρισμός (θεωρία του ξυλολίου) που στο τέλος απεδείχθη αβάσιμος και ψευδής (ψευδείς απεδείχθησαν και άλλοι ισχυρισμοί, όπως ο περί εξαφανίσεως δύο βαγονίων της εμπορικής αμαξοστοιχίας) είχε ως συνέπεια πολύμηνη καθυστέρηση της ανάκρισης, επειδή ο Εφέτης ανακριτής Λάρισας, με βάση και κατατιθέμενα αιτήματα, έστειλε να εξεταστούν συλλεγέντα από τον τόπο του δυστυχήματος, στοιχεία, σε διάφορα εργαστήρια εσωτερικού και εξωτερικού, προκειμένου να διακριβωθεί εάν υπήρχαν ίχνη ξυλολίου και σε ποια ποσότητα.

Εν τέλει, όχι μόνο δεν απεδείχθη αυτό, αλλά, όπως προκύπτει από δήλωση της μητέρας του οδηγού της εμπορικής αμαξοστοιχίας και από δημοσιεύματα που στηρίζονται σε άλλες έρευνες και μελέτες, προκύπτει ότι η έκρηξη δεν έγινε στην εμπορική αμαξοστοιχία, καθόσον ο υιός της δεν ευρέθη καμένος, ούτε υπήρχαν στοιχεία φωτιάς στις δύο μηχανές της εμπορικής αμαξοστοιχίας, και
2) όταν θεωρούν δεδομένο, ότι για το «μπάζωμα», είχε δώσει εντολή ο Τριαντόπουλος και γενικότερα το επιτελικό κράτος, για να συγκαλυφθεί έγκλημα και δράση μη προσδιοριζόμενα, τότε η έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας είναι αυταπόδεικτη.  

ΙV. Ακούγεται ότι τα μέλη της προκαταρκτικής (προανακριτικής) Επιτροπής, που εκπροσωπούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης ή δεν θα συμμετάσχουν στην επιτροπή, κατά τη συζήτηση της ρηθείσας αιτήσεως Τριαντόπουλου ή θα αποχωρήσουν αμέσως μετά τη συζήτηση και έτσι δεν θα συμμετάσχουν στην ψηφοφορία για την αποδοχή ή μη του αιτήματος.

Ειλικρινά, δεν πιστεύουμε ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Εάν όμως γίνει, δε θα είναι μόνο μεγάλο ολίσθημα. Θα είναι έκδηλη αντιθεσμική και αντισυνταγματική συμπεριφορά. Τούτο διότι τα μέλη της επιτροπής, κατά τις συνεδριάσεις της, δεν συμμετέχουν σ’ αυτή ως βουλευτές, αλλά ως «Εισαγγελείς Πρωτοδικών που ενεργούν προκαταρκτική εξέταση» (άρθρο 156, παρ. 4 του Κανονισμού της Βουλής) και ως εκ τούτου, ενεργούν ως ανακριτικοί υπάλληλοι – δικαστικοί λειτουργοί. Τούτο σημαίνει ότι δεν έχουν δικαίωμα ούτε να μη συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, ούτε να αποχωρήσουν από τις συνεδριάσεις. Συμμετέχοντες, εξ άλλου, έχουν υποχρέωση να ψηφίσουν μόνον υπέρ ή κατά της αποδοχής του αιτήματος, όπως οι δικαστικοί λειτουργοί έχουν υποχρέωση να αποφανθούν ότι ένας κατηγορούμενος είναι ένοχος ή αθώος ή να κάνουν δεκτό ή μη ένα αίτημά του.
Τα, λευκό, άκυρο, παρών ή αποχή, δεν ισχύουν για τη Δικαιοσύνη και συνεπώς δεν ισχύουν για τα μέλη της προκαταρκτικής (προανακριτικής) Επιτροπής, που έχουν την ιδιότητα του Εισαγγελέα – προανακριτή.

V. ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Θα κλείσουμε με ένα ερώτημα που θα θέσουμε και στο οποίο ας απαντήσει ο καθένας μας, μετά από περίσκεψη.

Γιατί όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και πολλά ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά, επί είκοσι και πλέον μήνες, δεν ασχολούνται με το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών στο σύνολό του και προεχόντως με τα βασικά στοιχεία του δυστυχήματος αυτού, που είναι η σύγκρουση των δύο τρένων από την οποία επήλθε ο θάνατος πενήντα τουλάχιστον ανθρώπων, κατά πλειοψηφία νέων, και το ποιος έχει την ευθύνη γι’ αυτήν, αλλά ασχολούνται κυρίως και αδιαλείπτως με την έκρηξη και το «μανιτάρι» που είναι γεγονότα οψιγενή της συγκρούσεως;
Τούτο ας συνδυαστεί και με το γεγονός ότι κατά τις συγκεντρώσεις που έγιναν στο Σύνταγμα, υπήρχαν πλακάτ που έγραφαν «Κάτω τα χέρια από τον σταθμάρχη».

* Ο κ. Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς είναι εισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ.

Σχετικά Άρθρα