Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: “Φρένο” στην επαναφορά 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο

«Φρένο» στο ενδεχόμενο επαναφοράς 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο έβαλε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς. Κατά την παρουσίαση της Τριμηνιαίας Έκθεσης (Μάρτιος 2025) του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), ο κ. Τσουκαλάς εμφανίστηκε αρνητικός στα σενάρια επαναφοράς 13ου και 14ου μισθού, εκτιμώντας πως ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος θα προκύψει από τις υπερβάσεις των φορολογικών εσόδων και όχι εξαιτίας της ενεργοποίησης της ρήτρας διαφυγής των αμυντικών δαπανών.
Αντίθετα στο πλαίσιο αξιοποίησης του δημοσιονομικού χώρου, πρότεινε μείωση των φορολογικών βαρών της μισθωτής εργασίας. Σημείωσε επίσης ότι η ελληνική οικονομία έχει χτίσει ένα συμπαγές τείχος οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, συνεχίζοντας και κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2024 την σταθερή πορεία βελτίωσης των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών, ενώ όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «κλειδί παραμένουν οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα με έμφαση σε εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας».
Ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή εξέφρασε τον προβληματισμό του για τις παγκόσμιες αναταράξεις εξαιτίας της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ με την αβεβαιότητα να κορυφώνεται μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση, «η ελληνική οικονομία έχει χτίσει ένα συμπαγές τείχος οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, συνεχίζοντας και κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2024 την σταθερή πορεία βελτίωσης των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών». Ωστόσο «κλειδί» παραμένουν οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα με έμφαση σε εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας».
Η ελληνική οικονομία το 2024 κατέγραψε υπερδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με την ευρωζώνη, καθώς το ΑΕΠ της Ελλάδας συνολικά για το έτος αυξήθηκε κατά 2,3%, ενώ παρουσίασε αύξηση 2,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2023, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Σε αυτήν τη σημαντικά θετική επίδοση του ΑΕΠ συνετέλεσαν η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (3,6% συνολικά, 5,9% για υπηρεσίες και 1,6% για αγαθά) και η αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 9,0%. Η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε μικρή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης καταγράφοντας 0,8% ετησίως για το τέταρτο τρίμηνο του 2024, ενώ για το 2024 συνολικά εξακολουθεί να παρουσιάζει ανθεκτικότητα με τον ρυθμό αύξησης να καταγράφεται στο 2,1%. Αρνητική ήταν η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης (-3,4%) και των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (αύξηση 2,4% συνολικά).
Ο οίκος Moody’s, ο τελευταίος από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, αναβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ είχε προηγηθεί η αναβάθμιση εντός της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους Scope και DBRS. Οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της Ελλάδας δημιουργούν ευνοϊκότερες συνθήκες χρηματοδότησης για το σύνολο της εθνικής οικονομίας.
Οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα με έμφαση σε εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας σε συνδυασμό με επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας αποτελούν τον μοχλό για την βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο παρουσιάζει επιδείνωση για το 2024, και την ταχύτερη σύγκλιση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Κενό είσπραξης οφειλών προς την εφορία
Στο παράρτημα της Έκθεσης περιλαμβάνεται και ειδική ανάλυση για το Κενό Είσπραξης Οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση. Αυτό μετράται ως η διαφορά ανάμεσα στη φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται στους φορολογούμενους και το βάρος που εκείνοι τελικά αναλαμβάνουν. Το 2024 διαμορφώθηκε στο 0,8%, αγγίζοντας το χαμηλότερο ποσοστό από το 2000 και αντανακλώντας την ενίσχυση της εισπρακτικής απόδοσης της Φορολογικής Διοίκησης. Το ποσοστό αυτό προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του “μέσου φορολογικού συντελεστή”, ο οποίος ορίζεται ως το σύνολο του απαιτητού ποσού από τη Φορολογική Διοίκηση εντός του έτους προς το ΑΕΠ, και του “αποτελεσματικού φορολογικού συντελεστή”, ο οποίος ορίζεται ως το σύνολο των εισπράξεων της Φορολογικής Διοίκησης εντός του έτους προς το ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την Έκθεση, η εξέλιξη του Κενού Είσπραξης είναι καθοριστικός παράγοντας για την πορεία του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, όπως αυτό συσσωρεύεται με την πάροδο των ετών μέχρι να αγγίξει τα 106,3 δισ. ευρώ το 2024. Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά το 2015 το Κενό Είσπραξης παρουσιάζει μείωση (με εξαίρεση το 2020 που αυξήθηκε λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης του COVID-19), ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα ο ρυθμός αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου σταδιακά μειώνεται. Το 2024 μάλιστα, που το Κενό Είσπραξης αγγίζει το χαμηλότερό του σημείο (0,8%), παρατηρείται μείωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε ετήσια βάση κατά 7%.
Το μεγαλύτερο μέρος του Κενού Είσπραξης σε όλα τα έτη της περιόδου 2000-2024 πηγάζει από τις μη φορολογικές οφειλές και τα πρόστιμα (57,3% κατά μέσο όρο). Ακολουθούν οι έμμεσοι φόροι με μέσο ποσοστό συμμετοχής 24,3%, ενώ τη μικρότερη συμμετοχή στη διαμόρφωση του Κενού Είσπραξης έχουν οι άμεσοι φόροι (18,4%).