“Η βεβαιότητα είναι η κορυφαία έκφραση του λάθους…”

Κοντολογίς, η στρατηγική της Ν.Δ φαίνεται εσχάτως να εκκινεί από την άποψη ότι την ευνοεί ο τριπλασιασμός των ποσοστών της Πλεύσης Ελευθερίας και η άνοδός της στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων. Κι αυτό διότι, όταν φθάσει ο εκλογικός χρόνος θεωρούν πως θα είναι ευκολότερο να τεθεί το δίλημμα περί πολιτικής σταθερότητας. Δηλαδή, στο δίπολο “Μητσοτάκης ή χάος” το δεύτερο θα προσωποποιηθεί στη Ζωή Κωνσταντοπούλου, οπότε οι πολίτες θα επιλέξουν αναγκαστικά τον πρωθυπουργό, μετά από μία, δύο, ή και τρεις εκλογικές αναμετρήσεις.
Ήδη, κυβερνητικά στελέχη και βουλευτές λοιδορούν την Πλεύση Ελευθερίας για την απουσία θέσεων για τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν την χώρα και τους πολίτες, προετοιμάζοντας το έδαφος. “Ας μας πει ο Μπιμπίλας τις θέσεις του για την οικονομία”, λέει ο ένας, “πρόκειται για “κόμμα των Τεμπών”, εκφράζει μία συγκυριακή διαμαρτυρία”, λέει άλλος.
Ενώ σε όλες τις μετρήσεις αποδεικνύεται πως το χαρτί του ανασχηματισμού “κάηκε” με το καλημέρα, και το μέχρι πρότινος απρόσβλητο προφίλ του πρωθυπουργού αποδομείται μπροστά στη γοητεία του “Κανένα” και την μετεωρική άνοδο της δημοτικότητας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, τα ίδια κυβερνητικά στελέχη μεταφράζουν το πάνδημο αίτημα των συλλαλητηρίων σε …εντολή για “πιό τολμηρά και πιό αποτελεσματικά” ως προς το κυβερνητικό έργο.
Ακόμα και η τακτική περί παραπομπής της υπόθεσης Τριαντόπουλου απευθείας στο Δικαστικό Συμβούλιο (τον “φυσικό δικαστή”, όπως λένε) καταρρέει από την ηχηρή αντίδραση των οικογενειών των θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών που συνεχίζουν να μιλούν για συγκάλυψη –και είναι μάλλον βέβαιο πως την άποψη συμμερίζονται οι περισσότεροι από το 1,5 εκατομμύριο πολίτες που βρέθηκαν στις διαδηλώσεις-, ενώ τίθεται σε ευθεία αμφισβήτηση ως προς τη συνταγματικότητα από την πλειονότητα των συνταγματολόγων (πλην Αλιβιζάτου), στους οποίους προστέθηκε και ο -ειδικού επιστημονικού και πολιτικού βάρους- Ευ. Βενιζέλος.
Η “Καθημερινή της Κυριακής” αποκάλυψε πως υπάρχουν ακόμα πολύ σοβαρές εκκρεμότητες σχετικά με την έρευνα του εφέτη ανακριτή με αποτέλεσμα να καθυστερήσει σημαντικά η έναρξη της δίκης των Τεμπών. Ακόμα, όμως, κι αν ισχύσει το χρονοδιάγραμμα που ανακοίνωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης και ξεκινήσει πριν το τέλος του χρόνου, η διαδικασία στην αίθουσα του δικαστηρίου θα συνεχίζεται μέχρι τις επόμενες εκλογές με χιλιάδες κόσμου να διαδηλώνει.
Άρα, είναι εξαιρετικά αβέβαιο ότι θα εκπνεύσει η δημοσκοπική “προθεσμία” της Πλεύσης Ελευθερίας, όπως και ότι οι πολίτες θα πεισθούν εύκολα από αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις για να ξεχάσουν το εθνικό τραύμα των Τεμπών.
Εκεί, δηλαδή, που κάποιοι στην κυβέρνηση εκτιμούν πως οι εκλογές θα κριθούν σε παροχές και διαχειριστική υπεροπλία, είναι πιθανό να κριθούν στο βουβό αίτημα για Δικαιοσύνη και Δημοκρατία. Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία, κι αυτό το δείχνουν οι δημοσκοπήσεις (ενδιαφέρουσα η επισήμανση ως προς αυτό του καθηγητή του ΕΚΠΑ Κ. Κωστή στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών). Ήδη, ακόμα και φιλοκυβερνητικά μέσα (Παραπολιτικά) επισημαίνουν τον κίνδυνο, με τη Ν.Δ στις δημοσκοπήσεις να κινείται στο 20% (πρόθεση ψήφου), να μην είναι εφικτό να ενεργοποιηθεί ο εκλογικός νόμος ως προς το μπόνους των 50 εδρών, αφού απαιτείται η βάση του 25% (σχετική πρόβλεψη της GPO, εδώ). Όπως και να έχει ο στόχος της αυτοδυναμίας είναι πολύ μακρινός.
Αυτό που δεν θέλουν να κατανοήσουν στην κυβέρνηση είναι πως είναι τελικά πιθανό η Ζωή Κωνσταντοπούλου να μην είναι μόνο μία δημοσκοπική και πολιτική φωτοβολίδα, αλλά η συλλογική απαίτηση για ανατροπή του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Ευκαιριακά μπορεί, όντως, να βρίσκει έκφραση, είτε στην Πλεύση Ελευθερίας, είτε στην Ελληνική Λύση, μπορεί, ακόμα, και να διασπαρεί σε μικρότερα κόμματα ή στην αποχή, όμως η απαίτηση υπάρχει και γιγαντώνεται.
Ούτε, από την άλλη, συνιστά “ευκαιρία” για την κυβέρνηση το γεγονός ότι το ίδιο συλλογικό αίτημα δεν το αντιλαμβάνεται το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, ή ότι διαλύει τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά.
Πολλά θα κριθούν, τελικά, στο ποιός είναι εξυπνότερος να αντιληφθεί γρηγορότερα το μήνυμα. Ακόμα και οι εμμονές (περί αυτονομίας και άλλων τινών) προσκρούουν συχνά στον τοίχο των εξελίξεων, και όσοι τις φέρουν αναγκάζονται κακήν κακώς, ή να τεθούν εκτός πολιτικής σκηνής, ή να κατεβάσουν τον πήχη των υπερφίαλων και ανεδαφικών προσδοκιών τους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ακόμα μερικές ευκαιρίες να αντιληφθεί ότι τα ευνοϊκά σενάρια μπορεί να αποδειχτούν δυστοπικά. Να κατανοήσει πως υποχρέωσή του δεν είναι μόνο να κερδίσει ξανά τις εκλογές, αλλά, εφόσον μπορέσει, να τις κερδίσει έχοντας λάβει τα μηνύματα και διαφυλάσσοντας -όσο αυτό είναι πιά εφικτό- τις σταθερές. Στην δε αντιπολίτευση, οφείλουν, με τη σειρά τους, να κατανοήσουν γρήγορα πως οι μικρομεγαλισμοί καταλήγουν σε μικρές συμπεριφορές και μικρά εκλογικά ποσοστά.
Τα Τέμπη ουρλιάζουν για δικαιοσύνη και θα συνεχίσουν να ουρλιάζουν μέχρι τέλους, μεταβάλλοντας την κρίση θεσμών και εμπιστοσύνης σε κυρίαρχο ζήτημα. Κανείς, στα κόμματα διακυβέρνησης, δεν έχει δικαίωμα να διεκδικεί να κρατήσει αυτό που (νομίζει) ότι έχει, διότι, απλά, δεν το έχει πιά. Όλα έχουν αλλάξει, κι αυτό ξεπερνάει τις εκλογές. Η κρίση εμπιστοσύνης είναι βαθύτερη, ουσιαστικά η κοινωνία αποστασιοποιείται από το πολιτικό σύστημα, κι αυτό διαμορφώνει μία μεγαλύτερη δομική αστάθεια, πέρα από τις όποιες “βεβαιότητες” διαμορφωθούν για να στηρίξουν το δίλημμα περί πολιτικής σταθερότητας. Όποια κι αν είναι η επόμενη κυβέρνηση, θα το βρει μπροστά της.
Το είχε πει, άλλωστε, και ο Κάρλ Πόπερ: “Η βεβαιότητα είναι η κορυφαία έκφραση του λάθους”.