Κωστής: Μία μάλλον απαισιόδοξη ματιά στο σήμερα

Κωστής: Μία μάλλον απαισιόδοξη ματιά στο σήμερα

Η θεματική μας είναι «Η Ελλάδα και ο καταιγισμός των νέων προκλήσεων: Αναζητώντας πλαίσιο αναφοράς». Η άποψή μου είναι ότι αυτό το πλαίσιο αναφοράς δεν χρειάζεται αναζήτηση. Λίγο ή πολύ το γνωρίζουμε όλοι μας, ανεξαρτήτως αν σε πολλές περιπτώσεις δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε. Το πλαίσιο αυτό υφίσταται και επιδρά πάνω μας κάθε στιγμή. Το ερώτημα, κατά τη γνώμη μου, είναι πώς μπορούμε να αποδράσουμε από αυτό, το οποίο, καθώς περνάει ο χρόνος γίνεται ιδιαίτερα ανησυχητικό για τη χώρα μας. Ή ίσως με διαφορετική διατύπωση πώς μπορούμε να επιβιώσουμε υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες εντός αυτού του πλαισίου.

Του Κώστα Κωστή*

Οι βασικές συνιστώσες του είναι (α) ο εξαιρετικά χαμηλός βαθμός κοινωνικού κεφαλαίου, εμπιστοσύνης με άλλα λόγια, που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας, (β) η πολύ ισχυρή παρουσία των ομάδων πίεσης στα δίκτυα εξουσίας που εμποδίζουν κάθε ουσιαστική μεταρρυθμιστική πρόταση, (γ) οι ιδιαιτέρως έντονες κοινωνικές ανισότητες και ο χαμηλός βαθμός κοινωνικής προστασίας, (δ) η αδύναμη οικονομία, στοιχείο που εκδηλώνεται στη χαμηλή παραγωγικότητά της και τέλος, (ε) η ύπαρξη ενός γεωπολιτικού πλαισίου που σταδιακά μετατρέπεται σε απειλητικό για την Ελλάδα.

Θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω αυτές τις συνιστώσες και το πλαίσιο αναφοράς που συγκροτούν.

Το κοινωνικό κεφάλαιο

Ξεκινώ με μία πολύ κοινότοπη διαπίστωση: Οι κοινωνικές σχέσεις, η εμπιστοσύνη είναι ο όρος που συχνά χρησιμοποιείται, μεταξύ των ατόμων επιδρούν όχι μόνο στην οικονομική δραστηριότητα αλλά και σε άλλους τομείς, όπως η εκπαίδευση, η υγεία και το περιβάλλον. Επομένως, η έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, δηλαδή η ύπαρξη κοινωνικότητας μεταξύ των ατόμων, η συμμετοχή τους σε κοινωνικές οργανώσεις, η εμπιστοσύνη και η αλληλεγγύη μεταξύ τους, αποτελεί ένα βασικό παράγοντα για να κατανοήσουμε τα προβλήματα συγκρότησης ενός κοινωνικού συνόλου. Ο λόγος είναι απλός: Το κοινωνικό κεφάλαιο αναφέρεται σε χαρακτηριστικά της κοινωνικής οργάνωσης όπως εμπιστοσύνη, δίκτυα και κανόνες, τα οποία μπορούν να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της κοινωνίας διευκολύνοντας τις συντονισμένες προσπάθειες.

Δεν νομίζω ότι θα εκπλαγείτε αν σας πω ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία ή σε μία από τις τελευταίες θέσεις – ανάλογα με το πώς το υπολογίζουμε – από άποψη κοινωνικού κεφαλαίου μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί, άλλωστε, κανείς να το διαπιστώσει απλά περπατώντας στους δρόμους και βλέποντας τη συμπεριφορά όλων μας.

Αλλά νομίζω ότι η κρίσιμη μεταβλητή είναι η δυσπιστία απέναντι στην πολιτική και τους πολιτικούς, η οποία λαμβάνει ακραίες διαστάσεις με ότι και αν συνεπάγεται κάτι τέτοιο, και φυσικά συνεπάγεται πολλά. Επισημαίνω ότι σε πολύ πρόσφατη δημοσκόπηση το 22% των Ελλήνων εκτιμά ότι η δημοκρατία δεν είναι το καλύτερο πολίτευμα που μπορούμε να έχουμε, άποψη που συμμερίζεται το 36% των πολιτών κάτω των 35 ετών και των αποφοίτων υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Και επιμένω στο σημείο αυτό, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική χώρα όπου παρατηρείται η τάση αυτή.

Ομάδες συμφερόντων και εξουσία

Σε αυτή την πρώτη παρατήρηση θα ήθελα να προσθέσω μία δεύτερη, που αν και δεν είναι εντελώς ανεξάρτητη, παρ’ όλα αυτά θα πρέπει ξέχωρα να επισημανθεί. Πριν από σαράντα πάνω – κάτω χρόνια ο νομπελίστας οικονομολόγος Mancur Olson είχε δημοσιεύσει το βιβλίο του «The rise and decline of Nations». Ο Olson υπογράμμιζε ότι μία βασική αιτία της επιβράδυνσής στην ανάπτυξη των χωρών του δυτικού κόσμου, οφειλόταν στην ενίσχυση και εδραίωση των ομάδων συμφερόντων στα δίκτυα εξουσίας των αναπτυγμένων χωρών.

Απλοποιώ κάπως τη σκέψη του Olson, αλλά νομίζω ότι εκφράζει μία σημερινή πραγματικότητα, ή μάλλον μία πραγματικότητα που διαμορφώνεται σταδιακά από τη μεταπολίτευση και μετά και, υπήρξε ένα εκ των αιτίων που μας οδήγησε στην κρίση του δημοσίου χρέους: ολιγοπωλιακές καταστάσεις κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία, προνομιακές συνθήκες για πολλούς Έλληνες κεφαλαιούχους, όπως για παράδειγμα τους εφοπλιστές, ομάδες επαγγελματικές, που εξακολουθούν να λειτουργούν ως συντεχνίες, όπως οι συμβολαιογράφοι ανεξαρτήτως του κόστους που κάτι τέτοιο έχει για τους πολίτες, ή ακόμη και τους εκπαιδευτικούς που αρνούνται την αξιολόγηση κοκ. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, αλλά νομίζω ότι είναι περιττό κάτι τέτοιο, γιατί λίγο ή πολύ όλοι τα γνωρίζουμε.

Πέρα από αυτό όμως, είναι διεθνές το φαινόμενο πως οι αγορές, και στην Ελλάδα ισχύει αυτό με πολύ μεγάλη ένταση, έχουν γίνει λιγότερο ανταγωνιστικές: Ο Martin Wolf έχει επιμείνει στο φαινόμενο αυτό λέγοντας ότι η συγκέντρωση είναι υψηλή σε πολλούς κλάδους, οι διευθυντές τους είναι καλά προστατευμένοι και τα οφέλη που απολαμβάνουν εξαιρετικά υψηλά. Δεύτερο, η έλλειψη αυτή του ανταγωνισμού έχει οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές, λιγότερες επενδύσεις και χαμηλότερη παραγωγικότητα. Τρίτον και σε αντίθεση με ότι γενικώς υποστηρίζεται, στην περίπτωση άλλων χωρών, όπως οι Η.Π.Α. για παράδειγμα η κύρια εξήγηση για την πτώση της παραγωγικότητας οφείλεται στην πολιτική και όχι στην οικονομία. Η βασική αιτία είναι η μείωση του ανταγωνισμού, η αύξηση των εμποδίων στην είσοδο στην αγορά και η αδύναμη επιβολή των αντιμονοπωλιακών νόμων, που υποστηρίζεται από ισχυρά λόμπι και από τη χρηματοδότηση προεκλογικών αγώνων. Στην Ελλάδα άραγε έχουμε διαφορετική κατάσταση;

Ακραίες ανισότητες

Το τρίτο σημείο στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ έχει να κάνει με τις εξαιρετικές ανισότητες στον τομέα της κοινωνικής δικαιοσύνης και προστασίας. Η Ελλάδα σε διάφορους δείκτες εμφανίζεται τελευταία ή στην καλύτερη περίπτωση προτελευταία με την απόσταση ανάμεσα στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ελλάδα να αυξάνεται. Πρόκειται για δείκτη τον οποίο παραγνωρίζουμε αν δεν αγνοούμε εντελώς, ειδικά από την πλευρά των πολιτικών ηγεσιών.

Ειδικά σε δύο τομείς, στη φορολογία και τις διαγενεακές ανισότητες, η Ελλάδα διεκδικεί θέση πρωταθλήτριας, παραγνωρίζοντας εντελώς τις συνέπειες που έχουν οι καταστάσεις αυτές και για την οικονομία αλλά και κυρίως για τη δημοκρατία. Το φορολογικό μας σύστημα επιβαρύνει υπέρμετρα την εργασία και ευνοεί τον πλούτο, σε βαθμό μεγαλύτερο από κάθε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ. Κατά τον ίδιο τρόπο η εικόνα των σχολείων και γενικότερα της εκπαίδευσης, αλλά και της υγείας υπογραμμίζει τις έντονες ανισότητες και τη συμπίεση των κοινωνικών δαπανών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι νέοι είναι εκείνοι, όπως ήδη ανέφερα, που δυσανασχετούν με τη δημοκρατία και αυτό γιατί το πεδίο των προσδοκιών τους απομακρύνεται όλο και πιο γρήγορα από το πεδίο της πραγματικότητας. Με διαφορετικά λόγια δεν μπορούν αν ελπίζουν σε μία κοινωνική άνοδο και εισοδηματική βελτίωση.

Το πολιτικό σύστημα

Το τέταρτο σημείο του πλαισίου αναφοράς έχει να κάνει με την οικονομία. Ο πιο καθοριστικός μακροχρόνιος παράγοντας πίσω από την ευημερία είναι το επίπεδο και ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας. Όλοι οι κάτοικοι μιας χώρας όπου η παραγωγικότητα αυξάνεται ταχέως θα βρεθούν σε καλύτερη μοίρα, εκτός και αν η ανισότητα αυξάνεται και αυτή. Όμως σε μια χώρα με στάσιμη παραγωγικότητα, το βιοτικό επίπεδο των λίγων θα βελτιωθεί μόνο αν αυτό των περισσοτέρων χειροτερεύει. Για να κερδίσει ο ένας θα πρέπει να χάσουν οι πολλοί. Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες που επί μακρόν διατηρούν μία χαμηλή όσο και στάσιμη παραγωγικότητα. Ποιες είναι οι συνέπειες;

Συνηθίζουμε να υποστηρίζουμε ότι η δημοκρατία και οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί μπόρεσαν να ανταποκριθούν με επιτυχία στη δοκιμασία της κρίσης. Δεν θα αναφερθώ στο γεγονός ότι οι μετρήσεις των διαφόρων διεθνών οργανισμών για την ποιότητα της δημοκρατίας δείχνουν μια σχετική επιδείνωση στην Ελλάδα. Ούτε ότι διανύουμε μια περίοδο αποπαγκοσμιοποίησης που ενισχύει τα αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα.

Θα ήμουν, δε, λιγότερο ενθουσιώδης στο να υποστηρίξω ότι η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα ή ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί ανταποκρίθηκαν στις δυσκολίες. Το σημερινό πολιτικό σύστημα έτσι όπως λειτουργεί είναι δημιούργημα αυτής της περιόδου και είναι σαφές ότι δεν μπορεί να δώσει λύσεις στα προβλήματα της χώρας σήμερα και μάλιστα σε μία εποχή που χρειάζονται αποφασιστικές αλλαγές. Το σύστημα ως έχει είναι διαμορφωμένο για να αυτοαναπαράγεται προς όφελος εκείνων που συμμετέχουν στα οφέλη του και όχι για να δίνει λύσεις στα προβλήματα της χώρας.

Και αυτό είναι σαφές στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και είναι εντυπωσιακή η δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα, απέναντι στη δημοκρατία σε τελική ανάλυση. Δυστυχώς οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη τους την αυτοκαταστροφική δυναμική που διαμορφώνουν. Το γεγονός δε ότι βρισκόμαστε σε μία περίοδο διεθνούς δημοκρατικής ύφεσης ενισχύει τις πιέσεις που δέχεται η δημοκρατία και οι οποίες αυξάνονται, δημιουργώντας απογοητεύσεις και αναζήτηση άλλου δρόμου διαμαρτυρίας. Τίποτα δεν μας λέει ότι η δημοκρατία στην Ελλάδα βρίσκεται προστατευμένη. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις που πείθουν για το αντίθετο.

Η σημασία των ηθικών αξιών

Νομίζω πως δεν θέλει ιδιαίτερα σχόλια το γεγονός ότι μια κοινωνία που βασίζεται στην πλεονεξία δεν μπορεί να σταθεί. Για να ακμάσει μια κοινωνία θα πρέπει να διακρίνεται από ηθικές αξίες όπως το καθήκον, η δικαιοσύνη, η ευθύνη και η εντιμότητα. Στη μελέτη που ανέφερα προηγουμένως για την εμπιστοσύνη, τα στοιχεία αυτά δεν χαρακτηρίζουν τους κατοίκους της χώρας μας. Αλλά πέρα από αυτό, τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να παρατηρούνται και στο πεδίο της οικονομίας: η κρίση του 2008 υπήρξε ένα δείγμα του πώς μπορούν να εξελιχθούν τα πράγματα αν δεν λαμβάνουμε υπόψη μας κάποιους στοιχειώδεις κανόνες δικαίου και κυρίως αν δεν εμποδιστεί η προσοδοθηρία.

Ο Dworkin έχει υποστηρίξει μία αλήθεια την οποία ξεχνάμε στην Ελλάδα «Μια πολιτική κοινότητα, η οποία ασκεί εξουσία στους πολίτες της και απαιτεί από αυτούς αφοσίωση και υπακοή στους νόμους της πρέπει να τηρεί αμερόληπτη και αντικειμενική στάση απέναντι σε όλους τους πολίτες». Ένα καλό κράτος πρόνοιας συνεχίζω εγώ, θα κερδίσει αποδοχή από το κοινό επιτρέποντας του να κάνει πράγματα που ειδάλλως δεν θα μπορούσε, διασφαλίζοντας το από κινδύνους που ειδάλλως δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. Ταυτόχρονα πρέπει να μην επιβραβεύει την αδράνεια και την ανικανότητα. Φαντάζομαι ότι πολλοί από εσάς, όπως και εγώ βλέπουμε σε αυτά τα λόγια την υφιστάμενη κατάσταση στη χώρα μας.

Τί οικονομία χρειαζόμαστε

Τελευταίο σημείο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας στην κατανόηση του πλαισίου αναφοράς της σημερινής Ελλάδας είναι φυσικά το γεωπολιτικό, για το οποίο άλλοι έχουν μιλήσει κατά τρόπο καλύτερο από ότι θα μπορούσα εγώ να το κάνω.. Θα ήθελα να επισημάνω μόνο ότι τα πολύπολικά συστήματα όπως είναι αυτό που έχει επικρατήσει είναι πρόσφορα για πολεμικές συγκρούσεις. Για την Ελλάδα η γεωπολιτική της θέση αποδεικνύεται μείζον πρόβλημα για την ευημερία των κατοίκων της καθώς απαιτεί εξοπλισμούς που δύσκολα μπορεί να αντέξει η οικονομία, τουλάχιστον σε μακρό χρόνο. Και βρίσκεται απέναντι σε ένα γείτονα ο οποίος ισχυροποιείται με ρυθμούς που είναι κυριολεκτικά ασύλληπτοι, αλλά και σε ένα διεθνές περιβάλλον απρόβλεπτο και ασταθές.

Η Ελλάδα δεν έχει μεγάλα περιθώρια για να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον το οποίο γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο.

Μπορεί να δαπανούμε πολλά για τον εξοπλισμό, μπορεί να μας δοθεί και η ρήτρα διαφυγής για να μοιράζουμε περισσότερα επιδόματα και να ευνοούμε ορισμένες ομάδες σε βάρος άλλων. Με τον τρόπο αυτό όμως δεν χτίζεται ένα ισχυρό κράτος.

Το κράτος αυτό θα μπορούσε να χτιστεί πάνω σε μία οικονομία η οποία θα είχε αυξανόμενη παραγωγικότητα και χωρίς μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κάτι από το οποίο βρισκόμαστε μακριά ακόμη και δεν ξέρω που θα οδηγήσει. Χρειαζόμαστε επίσης μια οικονομία που να κατανέμει δίκαια τα οφέλη που προσπορίζεται από την ανάπτυξη και μια κοινωνία που να είναι δεκτική στις σημερινές ανάγκες και πιο αλληλέγγυα μεταξύ των μελών της. Δυστυχώς είμαστε πολύ μακριά από όλα αυτά.

(*) Το κείμενο είναι η ομιλία Κώστα Κωστή, Ομότιμου καθηγητή ΕΚΠΑ, στο 8ο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, 18/3/2025

Σχετικά Άρθρα