Τριαντόπουλος/ Τι λένε τέσσερις γνωστοί συνταγματολόγοι- “Ερμηνείες” και το γράμμα του Συντάγματος

Τριαντόπουλος/ Τι λένε τέσσερις γνωστοί συνταγματολόγοι- “Ερμηνείες” και το γράμμα του Συντάγματος

“Σύγκρουση” ερμηνείας του Συντάγματος προκαλεί το αίτημα του πρώην υφυπουργού Χρήστου Τριανόπουλου να παραπεμφθεί η υπόθεσή του (με αφορμή την δικογραφία του εφέτη ανακριτή που διερευνά την τραγωδία των Τεμπών) όσον αφορά την αλλοίωση (“μπάζωμα”) του χώρου του δυστυχήματος απευθείας στο Δικαστικό Συμβούλιο.

Ήδη τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατηγορούν την κυβέρνηση για προσχηματική κίνηση με σκοπό να αποφύγει την διαδικασία της προανακριτικής, ενώ η κυβέρνηση καταγγέλλει την αντιπολίτευση ότι επιθυμεί ένα πολιτικό “σόου” και χαρακτηρίζει “γενναία” την απόφαση Τριαντόπουλου.

Τέσσερις γνωστοί συνταγματολόγοι έχουν τοποθετηθεί σχετικά έως τώρα, με μοναδικό το Νίκο Αλιβιζάτο να θεωρεί θετική την σχετική παραπομπή απευθείας στο Δικαστικό Συμβούλιο. Κοντιάδης, Λαζαράτος και Τσιλιώτης, ωστόσο, εκφράζονται διαφορετικά και επισημαίνουν ότι κάτι τέτοιο συνιστά παραβίαση του Συντάγματος

H θετική για το αίτημα Τριαντόπουλου άποψη του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου:

«Η δήλωση του κ. Τριαντόπουλου συνιστά θετική εξέλιξη, διότι δικαστικοποιεί επιτέλους τη διαδικασία για την αναζήτηση υπουργικών ευθυνών για τη δίωξη των υπουργικών αδικημάτων», δήλωσε στην «Καθημερινή» ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος.

Μιλώντας για το ίδιο θέμα στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ ο  Νίκος Αλιβιζάτος, είπε ότι «οι συγγενείς των θυμάτων περιμένουν κάθαρση, απόδοση ευθυνών και δεν νομίζω ότι αυτό το αίτημα, το αυτονόητο, μπορεί να ικανοποιηθεί διαφορετικά, από το να πάνε το ταχύτερο οι υποθέσεις στη Δικαιοσύνη».

 «Εμπιστευόμαστε περισσότερο από την πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή το κυβερνών κόμμα, από έναν ανακριτή ο οποίος κληρώνεται και ο οποίος έχει τεράστιες αρμοδιότητες βάσει των αρμοδιοτήτων του; Αυτό είναι το κρίσιμο μέγεθος», είπε  σχολιάζοντας τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης.

Στο ενδεχόμενο να προκύψουν νέα στοιχεία, ο Νίκος. Αλιβιζάτος είπε ότι ο αρεοπαγίτης που θα οριστεί ανακριτής κατόπιν κλήρωσης «έχει δικαίωμα όχι απλώς να κάνει πλήρη ανάκριση αλλά να διευρύνει και την κατηγορία. Αν αποδειχθεί ότι δίπλα στον Χρήστο Τριαντόπουλο και κάποιος άλλος υπουργός μπορεί να διευρύνει την κατηγορία. Δεν περιορίζεται δηλαδή από το παραπεμπτικό το οποίο θα ψηφίσει ούτως ή άλλως η προανακριτική επιτροπή».

Ο Νίκος Αλιβιζάτος  ξεκαθάρισε, επίσης, ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι στημένο στο δικαστήριο ή ότι είναι στημένο στο 5μελές Συμβούλιο που προβλέπει ο νόμος. Η κλήρωση γίνεται στη Βουλή ενώπιον της Βουλής. Εάν πιστεύουν ότι όποιος και αν κληρωθεί είναι πιασμένος, ε, λυπάμαι πάρα πολύ, δεν υπάρχει κράτος. Δεν μπορεί ένα κόμμα να υποστηρίξει αυτή την άποψη σοβαρά. Φοβάμαι ότι καταλύονται τα πάντα», υπογράμμισε.

Ο Νίκος Αλιβιζάτος εξέφρασε την ευχή η εξέλιξη αυτή «μακάρι να είναι το προανάκρουσμα της αναθεώρησης του άρθρου 86». «Να τελειώνουμε με το άρθρο 86», είπε με έμφαση και εξήγησε: «Είμαστε στις ελάχιστες χώρες που προβλέπουμε αυτή την πολυτελή διαδικασία την οποία δυστυχώς επικύρωσε και κατέστη αυστηρότερη, ως προς αυτό το σκέλος, η συνταγματική αναθεώρηση του 2001.

Τέλος ο Νίκος Αλιβιζάτος συμφώνησε με την πρόταση του Ευάγγελου Βενιζέλου να ψηφισθεί τροπολογία στη Βουλή που να επαναλαμβάνει ότι «δεν παραγράφονται τα υπουργικά αδικήματα σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του ποινικού κώδικα».

Εκφράζοντας, πάντως, την προσωπική του γνώμη ανέφερε ότι «δεν πιστεύω ότι θα υπάρχει δικαστής Έλληνας ο οποίος όταν μία συνταγματική διάταξη λέει το άλφα και δεν έχει βγει ο εκτελεστικός νόμος ακόμη, θα πει ότι δεν έχει η συνταγματική διάταξη. Για το όνομα του Θεού, δηλαδή δεν είμαστε μάου-μάου», είπε.

Αντίθετη άποψη έχουν τρεις γνωστοί συνταγματολόγοι

Κρούει τον κώδωνα για ακυρότητα της διαδικασίας ο καθηγητής Ξενοφών Κοντιάδης:

«Το Σύνταγμα είναι σαφές. Δεν είναι δικαίωμα ούτε αρμοδιότητα του εκάστοτε παραπεμφθέντος να πει αν θέλει ή δεν θέλει να ακολουθηθεί αυτή η διαδικασία. Είναι μια θεσμική εγγύηση, δεν είναι δικαίωμα.

Είναι μια διαδικασία που προβλέπεται ρητά και κατηγορηματικά στο άρθρο 86 του Συντάγματος. Δεν δικαιούται ο κ. Τριαντόπουλος να ζητήσει να παρακαμφθεί αυτή η διαδικασία, ούτε είναι καμία πράξη, όπως λένε στη κυβέρνηση, γενναιότητας, είναι αντιθέτως μια πράξη που εκτός από αντισυνταγματική, υποκρύπτει και μια συγκεκριμένη σκοπιμότητα.
Αυτό που θέλουν είναι να μη γίνει αυτή η αναλυτική έρευνα και να πάνε κατευθείαν σε μια κλειστή διαδικασία».

Είναι κάτι πρωτοφανές 

«Πρέπει να αποφύγουμε την παραβίαση του Συντάγματος επειδή δεν θέλει η κυβέρνηση να λειτουργήσει μια προανακριτική επιτροπή. Αυτό είναι πρωτοφανές και πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο…».

Τι λέει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Πάνος Λαζαράτος:

Ο καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πάνος Λαζαράτος, τοποθετήθηκε επί του θέματος, σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι η Προανακριτική «διαδικασία τυπική, αυστηρή και ιδίως αναγκαστική, από την οποία κανείς δεν μπορεί να παραιτηθεί, ούτε να την τροποποιήσει, ούτε να την υπερπηδήσει, επικαλούμενος “μείζονες” κατά την υποκειμενική του εκτίμηση εγγυήσεις άλλων αυθαίρετων διαδικαστικών, που δεν προβλέπονται πουθενά και αντιστρατεύονται το γράμμα του Συντάγματος και του νόμου».

«Δεοντολογικώς (και μόνο έτσι διαβάζονται οι κανόνες δικαίου από νομικούς) δεν πρόκειται περί “σόου”, αλλά για μείζονος πολιτειακής σημασίας συνταγματική θεσμική εγγύηση.

Φοβούμαι πως πρόκειται για σοβαρότατο θεσμικό ατόπημα που θα εκθέσει ανεπανόρθωτα σε άκρως επικίνδυνους καιρούς όσους –ελαφρά τη καρδία– το διαπράξουν», επεσήμανε ακόμη σε δημοσίευση στα κοινωνικά δίκτυα.

Τι λέει ο καθηγητής Τσιλιώτης

Για την υποχρεωτικότητα, βάσει του Συντάγματος, τήρησης της διαδικασίας μέσω της επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης στη Βουλή, αρθρογραφεί στο Syntagma Watch ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης,
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ, Δικηγόρος:

Με την από 18-3-2025 αίτησή του προς την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης (στο εξής «η Επιτροπή») ο πρώην Υφυπουργός και εγκαλούμενος για την τέλεση του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος του άρθρου 259 ΠΚ για την υπόθεση του λεγόμενου «μπαζώματος» του τόπου του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών κ. Τριαντόπουλος ζητά από την Επιτροπή να παραπεμφθεί στο Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 86 παρ. 4 υποπαρ. 2 Σ χωρίς αυτή να συνεδριάσει και να ασκήσει τα καθήκοντά της της προκαταρκτικής εξέτασης όπως το Σύνταγμα και ο ΚτΒ επιβάλλουν. Έσπευσε να επικροτήσει με δήλωσή του και ο Πρωθυπουργός, ο οποίος μάλιστα το συνέδεσε με την αναθεώρηση του άρθρου 86 Σ και την εισαγωγή στην Βουλή σχεδίου νόμου με την οποία θα καταργείται η ειδική αποσβεστική προθεσμία για τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 86 Σ (μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς), που προβλέπεται ακόμα στο άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3126/2003, παρά το ότι αυτή έχει καταργηθεί με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση του 2019[3]. Παρά το ότι η αναθεώρηση εκ νέου του άρθρου 86 Σ προς την κατεύθυνση της απεμπλοκής της Βουλής από την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και άσκησης ποινικής δίωξης κατά των προσώπων του άρθρου 86 παρ. 1 Σ είναι επιβεβλημένη (de constitutione ferenda)[4], αν και αναρωτιόμαστε γιατί δεν έγινε το 2019, όταν η Θ΄ Αναθεωρητική Βουλή είχε την ευκαιρία, το ζήτημα της αναθεώρησης είναι πρωθύστερο, διότι εν προκειμένω το ζητούμενο είναι η εφαρμογή και τήρηση της υπάρχουσας συνταγματικής ρύθμισης ως θετικού Συνταγματικού Δικαίου (de constitutione lata). Στο ζητούμενο αυτό τίθεται το ερώτημα εάν το αίτημα του κ. Τριαντόπουλου είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής (ΚτΒ).

Σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 1 εδ. α΄ Σ «[μ]όνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει». Κατά την παρ. 2 υποπαρ. 1 του ιδίου άρθρου «[δ]ίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3». Κατά δε την παρ. 3 «[π]ρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής η οποία απο- φασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών».

Το παραπάνω πλέγμα συνταγματικών διατάξεων, που κατ’ απόκλιση προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Σ) και την γενική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Σ) καθιερώνει μία ειδική ποινική διαδικασία για τα μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς και μόνο για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους διαφορετική από την κοινή ποινική διαδικασία του ΚΠΔ, εξειδικεύει ο ΚτΒ στις διατάξεις του των άρθρων 153-159. Ειδικότερα για την διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης από την Επιτροπή το άρθρο 156 ΚτΒ προβλέπει: «1. Αν η Βουλή αποφασίσει προκαταρκτική εξέταση, ορίζει από τα μέλη της δωδεκαμελή επιτροπή για τη διενέργειά της. Συγχρόνως ορίζει και την προθεσμία μέσα στην οποία η επιτροπή οφείλει να υποβάλει το πόρισμά της και το σχετικό αποδεικτικό υλικό.

…..

  1. Η Επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα πρωτοδικών όταν αυτός ενεργεί προκαταρκτική εξέταση και μπορεί να αναθέτει σε εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών την ενέργεια ειδικότερων πράξεων σχετικών με το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης. Κατά την προκαταρκτική εξέταση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση δίωξης καλείται από την Επιτροπή να δώσει εξηγήσεις. Όταν η αξιόποινη πράξη για την οποία διενεργείται προκαταρκτική εξέταση συνεπάγεται για τον Υπουργό οικονομικά οφέλη, κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, η Επιτροπή διατάσσει την κατάσχεσή τους.
  2. Το πόρισμα της Επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει ιδίως τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν σε αυτά, όπως προέκυψαν κατά την προκαταρκτική εξέταση, την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και σαφή πρόταση για την άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης. Αιτιολογημένη πρέπει να είναι και η πρόταση της τυχόν μειοψηφίας, η οποία καταχωρίζεται σε χωριστό κεφάλαιο του ίδιου πορίσματος. Το πόρισμα της επιτροπής και το σχετικό αποδεικτικό υλικό υποβάλλονται στον Πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος ανακοινώνει στη Βουλή την κατάθεσή τους.

……..».

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η Βουλή όσον αφορά την διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης και της άσκησης ποινικής δίωξης, αρμοδιότητες δικαιοδοτικής κρίσης, αποτελεί αποκλειστικά τον «φυσικό δικαστή» κατ’ άρθρο 8 Σ και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ[5], κατ’ αντίθεση με ό,τι υποστηρίζεται αβάσιμα ότι μόνο το Δικαστικό Συμβούλιο και το Ειδικο Δικαστήριο του άρθρου 86 παρ. 4 Σ είναι ο «φυσικός δικαστής» των μελών της Κυβέρνησης. Η αρμοδιότητά της είναι όχι μόνο αποκλειστική αλλά και υποχρεωτική εκπορευόμενη από κανόνες δημοσίας τάξεως και αναγκαστικού δικαίου, που δεν μπορούν να παρακαμφθούν από την θέληση του ενδιαφερομένου, εν προκειμένω του εγκαλούμενου πρώην Υφυπουργού. Όπως δεν μπορεί να παρακαμφθεί η διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης ή κύριας ανάκρισης από τον ύποπτο τελέσεως ποινικών αδικημάτων ή τον κατηγορούμενο κατά τον ΚΠΔ (άρθρο 244 ΚΠΔ, άρθρα 246 επ. ΚΠΔ αντίστοιχα), ανάλογα και θα έλεγα τοσούτω μάλλον αυτό δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο του άρθρου 86 Σ, το οποίο αποτελεί κανόνα ανώτερης τυπικής ισχύος και του άρθρου 156 παρ. 4 ΚτΒ που παραπέμπει ρητά στις διατάξεις του ΚΠΔ και τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών όταν διενεργεί προκαταρκτική εξέταση. Το επιχείρημα αυτό ενισχύεται και από την ρητή πρόβλεψη της παρ. 5 του άρθρου 156 ΚτΒ που ορίζει ότι όχι μόνο πρέπει να εκδοθεί πόρισμα από την Επιτροπή αλλά και αυτό πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που παραπέμπουν σε αυτά, δηλ. κάθε άλλο παρά fast track διαδικασία όπως προτείνει ο κ. Τριαντόπουλος. Εάν το Σύνταγμα ήθελε να δώσει μία τέτοια δυνατότητα στον εγκαλούμενο Υφυπουργό θα το είχε προβλέψει ρητά όπως κάνει σε ανάλογη περίπτωση στην παρ. 5 του άρθρου 86.

Τα παραπάνω ισχύουν ακόμα κι αν η Επιτροπή και η Ολομέλεια της Βουλής ομόφωνα δεχθούν την πρόταση Τριαντόπουλου[6] καθότι η ομοφωνία ή έστω η μεγάλη πλειοψηφία με την συναίνεση των μεγαλυτέρων κομμάτων δεν νομιμοποιεί την όποια παραβίαση του Συντάγματος[7].

Επίσης, αδιάφορο είναι για την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών κανόνων δικαίου το de constitutione ferenda προβληματικό τους και η ανάγκη αναθεώρησής τους. Κάθε νομική διάταξη, τοσούτω μάλλον του Συντάγματος, που κρίνεται προβληματική και κατά γενική ομολογία επιβάλλεται η αναθεώρησή τους, οφείλει να εφαρμόζεται ως θετικό δίκαιο μέχρι την κατάργηση ή την τροποποίησή της. Πεδίον δόξης λαμπρόν για την παρούσα Βουλή να προτείνει την αναθεώρηση του άρθρου 86 Σ προς την κατεύθυνση της απεμπλοκής της Βουλής από την διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης και άσκησης ποινικής δίωξης κατά Υπουργών αλλά μέχρι να γίνει αυτό η «κακή» διάταξη πρέπει να εφαρμόζεται, κατά την αρχαία λατινική ρήση mala lex sed lex[8].

Εν ολίγοις η πρόταση Τριαντόπουλου αποτελεί μία ακόμη απόπειρα εργαλειοποίησης του Συντάγματος για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων (θυμίζω τηρουμένων των αναλογιών μεταξύ άλλων την εργαλειοποίηση της διαδικασίας εκλογή του ΠτΔ κατά το άρθρο 32 παρ. 4 Σ πριν την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής) που συνιστά κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη όχι απλά καταστρατήγηση αλλά παραβίαση των άρθρων 86 Σ και 157 ΚτΒ.

Για να θυμηθώ τον δάσκαλό μου Αριστόβουλο Μάνεση, όχι μόνο η πολιτική συναίνεση στην παραβίαση του Συντάγματος δεν νομιμοποιεί την τελευταία αλλά και πρέπει να αντιληφθούμε ότι το Σύνταγμα είτε είναι ένα σύνολο δεσμευτικών και υποχρεωτικών κανόνων αυξημένης τυπικής ισχύος ή δεν είναι τίποτα.

Σχετικά Άρθρα