Λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ…

(ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI)
Λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως το μεγάλο αίνιγμα των πολιτικών εξελίξεων. Πολιτικό υποκείμενο που σημάδεψε την πολιτική ιστορία μετά την Μεταπολίτευση, ανθεκτικό στον χρόνο αφού κατόρθωσε να επιβιώσει από τον μνημονιακό αφανισμό, ανοιχτό σε πολιτικές που εκκινούν από τις παρυφές της κεντροδεξιάς και φθάνουν στην κεντροαριστερά. Αυτό ήταν το μεγάλο του όπλο με την παρακαθήκη του Ανδρέα Παπανδρέου και τις αλλαγές που επέφερε η οκταετία του Κώστα Σημίτη.
Αν και ο κοινοβουλευτικός ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι “δώρο” της εκλογικής συντριβής, αρχικά, και της εσωστρέφειας και διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ, στη συνέχεια, η παραδοσιακή διάρθρωση του πολιτικού συστήματος το καθιστά εξ’ αντικειμένου βασικό αντίπαλο της κυβερνώσας Ν.Δ και διεκδικητή της εξουσίας. Μπορεί να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο;
Στρατηγικά αυτή είναι η τοποθέτηση και διαβεβαίωση της ηγεσίας του. Δημοσκοπικά αυτό αμφισβητείται έντονα. Η πολυδιάσπαση στα αριστερά του, μαζί με την κόπωση και την πολιτική αποδρομή της κυβέρνησης, θα έπρεπε να το έχουν καταστήσει σημείο αναφοράς για την επόμενη διακυβέρνηση. Δεν συμβαίνει. Αντιθέτως, σε πείσμα όσων δηλώνει η ηγεσία του, κάθε μέρα που περνάει επιβεβαιώνεται ότι “μόνο του δεν μπορεί”. Το φωνάζουν και οι πολίτες στις μετρήσεις, αποτέλεσε εμμέσως κοινή διαπίστωση και στα μεγαλειώδη συλλαλητήρια.
Κορυφαία στελέχη του ψιθυρίζουν ότι υπάρχει ακόμα χρόνος και πως είναι πιθανό η Ν.Δ να καταρρεύσει υπό το βάρος της διαχείρισής της στην τραγωδία των Τεμπών.
Κάπου εκεί χάνεται η ουσία. Αφενός γιατί ο στόχος ενός παραδοσιακού κόμματος εξουσίας δεν μπορεί να επαφίεται στην πτώση του αντιπάλου, αφετέρου επειδή κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Θα έπρεπε η Ν.Δ να χάσει τουλάχιστον δέκα μονάδες ώστε να συναντήσει στον “πάτο” των μετρήσεων το αμετακίνητο ΠΑΣΟΚ. Εάν,δε, συνέβαινε κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως άλλοι “παίκτες” θα αναδεικνύονταν ως ρυθμιστές ή ακόμα και διεκδικητές. Αυτό, μάλλον κανείς δεν το εύχεται διότι θα εκτόξευε στα ύψη την Πλεύση Ελευθερίας (που ήδη “γράφει” 12%), ή την Ελληνική Λύση.
Ανάμεσα στον πομφόλυγα της μέχρις εσχάτων αυτονομίας και ανάληψης της διακυβέρνησης, και στην απισχνασμένη αλλά συντηρούμενη πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη, φαίνεται ότι θα μπορούσε να υπάρξει τρίτος δρόμος: οι συνεργασίες. Στην παρούσα συγκυρία, μάλιστα, μία τέτοια επιλογή θα γινόταν με τους όρους και τις προϋποθέσεις που το ίδιο το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να βάλει στο τραπέζι.
Μπορούν τα αθρίσματα εκλογικών ή δημοσκοπικών ποσοστών να παραγάγουν αποτέλεσμα;
Η εύκολη απάντηση είναι πως όχι: 16%+8%+1% (ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ- Νέα Αριστερά) μπορεί να κάνουν 25%, μπορεί και όχι. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και ακέραιο το άθροισμα δεν αρκεί με βάση τις απαιτήσεις του εκλογικού νόμου. Οι συνθέσεις, από την άλλη, μπορούν να παραγάγουν δυναμική, να δημιουργήσουν συμβολισμούς, προσδοκίες, και εναλλακτικές.
Εάν δεν το θελήσει το ΠΑΣΟΚ, μάλλον τίποτε δεν θα συμβεί. Από την άλλη είναι ορατός ο κίνδυνος να ποιήσουν την ανάγκη φιλοτιμία ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά και να ανακτήσουν τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο δεν θα προκαλέσει κάποια σοβαρή ανατροπή στην δημοσκοπική ιεραρχία. Κοινοβουλευτικά, όμως, και συμβολικά, θα είναι ο Σωκράτης Φάμελλος απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη, και οι εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ θα μετακινηθούν στην τρίτη κατά σειρά καρέκλα στα τηλεοπτικά πάνελ. Το ύφος του “εγώ είμαι αξιωματική αντιπολίτευση” και “εγώ θα νικήσω τον Μητσοτάκη” θα κοπάσει, το μομέντουμ ίσως να έχει χαθεί.
Εφόσον, μάλιστα, το δημοσκοπικό αποτύπωμα παραμείνει θολό, αργά ή γρήγορα θα προκύψουν εσωτερικά προβλήματα, αμφισβητήσεις και άλλα που φέρνει η πολιτική “φτώχεια”.
Όμως, η εικόνα του ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να είναι αισθητά καλύτερη. Διαθέτει εμπειρία και πλειάδα στελεχών με πολιτική και τεχνοκρατική επάρκεια, τα περισσότερα απ΄ αυτά θα μπορούσαν να είναι μέλη μιας κυβέρνησης, άλλωστε αρκετά απ΄ αυτά που έφυγαν κατά το παρελθόν είναι σήμερα υπουργοί. Έχει μία τετράδα (Ανδρουλάκης, Δούκας, Γερουλάνος, Διαμαντοπούλου) που δυνητικά είναι “πρωθυπουργήσιμοι” (για τον πρόεδρο του κόμματος είναι, βεβαίως, απογοητευτικά τα σχετικά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις), αυτοακυρώνονται, ωστόσο, είτε γιατί δεν πείθουν γι΄ αυτό, είτε αναμένοντας εγκλωβισμένοι στο περιβάλλον που δημιούργησε η μάλλον πρόωρη και πρόχειρη αμφισβήτηση της ηγεσίας Ανδρουλάκη μερικούς μήνες νωρίτερα. Πόσες φορές μπορεί ένα κόμμα να οδηγηθεί σε εκλογή αρχηγού, ιδιαίτερα όταν είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο αμφισβητούμενος θα ξανακερδίσει;
Επίσης, οι κοινοβουλευτικές του προτάσεις και παρεμβάσεις είναι σε αρκετές περιπτώσεις ανταγωνιστικές σε αυτές της κυβέρνησης, ενίοτε υιοθετούνται απ΄ αυτήν. Αν και φαίνεται να υποκύπτει σχετικά εύκολα στον πατερναλισμό της κυβέρνησης, ενίοτε ο πρωθυπουργός δείχνει να χειραγωγεί το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και να του υποδεικνύει ότι θα έπρεπε να είναι στη δική του όχθη και όχι σε αυτή της (κεντρο)αριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ, όμως, δεν διαλέγει ουσιαστικά καμία από τις δύο, προτιμά να βρέχει τα πόδια του στο ποτάμι, αναποφάσιστο εάν θα το διασχίσει ή όχι.
Ο χρόνος θα δείξει. Οι νέοι συσχετισμοί, όμως, διαμορφώνονται ταχέως και ό,τι δεν κάνεις σήμερα το βρίσκεις αύριο μπροστά σου. Είναι μέγα λάθος να υποτιμηθεί ο πρωθυπουργός και η “τεφλόν” Ν.Δ– στην σύγχρονη πολιτική μας ιστορία ποτέ ένα κόμμα δεν ήταν τόσο συμπαγές ως προς το να διατηρείται στην εξουσία. Μπορεί να χρειαστούν δύο ή και τρίτες αναμετρήσεις, μπορεί, ακόμα, να “εκβιαστούν” οι συνθήκες για συνεργασίες, ωστόσο εάν δεν υπάρξει σοβαρός αντίπαλος με σαφή προγραμματική πρόταση για τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες και τη χώρα στον διεθνή περίγυρο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει ξανά τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Για το ΠΑΣΟΚ τα πράγματα οδηγούν στον μονόδρομο που σήμερα αρνείται να δει. Είπαμε, ο χρόνος θα δείξει. Μόνο που δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα δείξει προς τη δική του κατεύθυνση.