(Ξ)ανασχηματισμός…

Μπορεί να αλλάξει την δημοσκοπική εικόνα της κυβέρνησης ο ανασχηματισμός; Αυτό δεν φαίνεται να το πιστεύει ούτε ο πρωθυπουργός, ο οποίος αναμένει την ορκωμοσία του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας Κώστα Τασούλα για να ανακοινώσει τις αλλαγές προσώπων, ίσως και μία ή δύο “δομικές” κινήσεις όπως ο διαχωρισμός του Μεταφορών από το Υποδομών.
“Κάθε θαύμα τρεις ημέρες, το μεγάλο τέσσερις”, λέει ο λαός, αλλά οι ανασχηματισμοί δεν μπορούν να θεωρηθούν “θαύματα”, ιδιαίτερα τώρα που η κυβέρνηση εξέρχεται βαριά τραυματισμένη από την πρόταση δυσπιστίας της αντιπολίτευσης με το “157-136” και, φυσικά, δεν μπορεί να κάνει ξανά το ίδιο λάθος και να πιστέψει ότι η σκιά της τραγωδίας των Τεμπών θα δώσει τη θέση της στον υπέρλαμπρο ήλιο της άνοιξης. Το δείχνουν οι δημοσκοπήσεις: η δικαιοσύνη πέρασε μπροστά, στην ιεράρχηση των κοινωνικών προβλημάτων, από την ακρίβεια και την υγεία και γίνεται σύνθημα που συμπυκνώνει τα πάντα.
Εάν έχει κάποιο νόημα ο ανασχηματισμός αυτό αφορά κυρίως μία νέα “αρχιτεκτονική” στη λειτουργία του Μεγάρου Μαξίμου, ώστε να αισθάνεται πιό ασφαλής ο ίδιος ο πρωθυπουργός και να λειτουργήσει κάποιος συντονισμός στο κυβερνητικό έργο.
Γεραπετρίτης ή Χατζηδάκης (το πιθανότερο ο δεύτερος) θα κληθούν να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά, ο Σκέρτσος θα συνεχίσει να στήνει τα excel του στο laptop, ο Μαρινάκης θα εκπέμπει τη νέα “γραμμή”, και όλοι μαζί ελπίζουν ότι ίσως κάπως αναταχθεί το αρνητικό πολιτικό κλίμα.
Με την κοινωνία, όμως; Ένα σοβαρό (ίσως το σοβαρότερο) πρόβλημα ήταν η αδυναμία του κυβερνητικού κέντρου να αντιληφθεί την “κίνηση του μάγματος”, γιατί, δηλαδή, οι απογοητευμένοι και οργισμένοι πολίτες –μεταξύ αυτών και περίπου 6 στους 10 ψηφοφόρους της Ν.Δ– πιστεύουν ότι η κυβέρνηση χειρίστηκε από ανεπαρκώς έως και με πρόθεση συγκάλυψης τις ευθύνες σχετικά με τα Τέμπη.
Επ΄ αυτού ο πρωθυπουργός οφείλει μάλλον να στείλει στο σπίτι τους εκείνους που τον διαβεβαίωναν ότι όλα ήταν “under control” και να αφιερώνει που και που λίγο από τον χρόνο του να ακούει δυσάρεστα πράγματα, και όχι μικρές “αγιογραφίες” και θεωρίες περί συνωμοσίας των άλλων σε βάρος της κυβέρνησης. Με αυτούς που τριγυρίζουν στην πραγματική κοινωνία πρέπει να αρχίσει να κάνει παρέα, αν θέλει να προλαμβάνει.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η αντίληψη που είχε διαπεράσει τα κυβερνητικά γραφεία ότι “με αυτή την αντιπολίτευση, δεν έχουμε αντίπαλο”. Όντως, το μείζον δεν ήταν ποτέ ο Ανδρουλάκης, ή η Ζωή και ο Βελόπουλος, ακόμα περισσότερο ο Σαμαράς. Όσοι διάβαζαν τις δημοσκοπήσεις και χασκογελούσαν βλέποντας τις διψήφιες διαφορές από το ΠΑΣΟΚ, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως όταν το σκάφος βυθίζεται ο καπετάνιος δεν πρέπει να κοιτάζει την βαρκούλα δίπλα του που μπάζει νερά. Στον βυθό, είτε είσαι ναύαρχος, είτε βαρκάρης, το σκοτάδι ίδιο είναι.
Ο κίνδυνος ήταν και είναι (ακόμα μεγαλύτερος) το γεγονός ότι η κυβέρνηση προβάλλει τον πιό ωραιοποιημένο εαυτό της με τον πιό απωθητικό τρόπο. Το να αναγνωρίζεις εγκαίρως τα λάθη σου είναι πολύ πιο αποδοτικό, ιδιαίτερα, δε, εφόσον κάνει γρήγορα τις απαραίτητες διορθώσεις.
Ο χρόνος που μένει πιά είναι λίγος και οι ανασχηματισμοί το μόνο που επιβεβαιώνουν είναι πως η ανακύκλωση προσώπων από έναν μικρό “πάγκο” δεν μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Ούτε, από την άλλη, η λογική των παροχών της τελευταίας στιγμής υπό την πίεση των γεγονότων. Διότι συνήθως οι ψηφοφόροι και τις παροχές παίρνουν, και αυτούς που τις δίνουν τιμωρούν, όταν έχει παρέλθει εκείνη η χρονική στιγμή μετά την οποία κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται …ως λάθος.
Είναι αλήθεια πως ακόμα και στην χειρότερη πολιτικά συγκυρία της η κυβέρνηση μπορεί να θεωρείται πολιτικά πιό στέρεη από μία μη πειστική αντιπολίτευση.
Υπάρχει, όμως, μία ποιοτική και αξεπέραστη διαφορά: εάν ο πολίτης έχει καταλήξει ότι θέλει να σε τιμωρήσει, αρχίζουν και κλονίζονται τα διλήμματα περί του “χάους” των άλλων. Δεν πολυπροσέχει τους άλλους και εστιάζει σε εσένα τον θυμό του.