Το “ακραίο” σενάριο στις δημοσκοπήσεις που ανατρέπει τη “γραμμή Μαζινό” του εκλογικού νόμου

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, υπό το ηχηρό μήνυμα των συλλαλητηρίων και την εδραιωμένη καχυποψία περί συγκάλυψης των ευθυνών των πολιτικών προσώπων που ενεπλάκησαν στην τραγωδία των Τεμπών, εμφανίζουν, αφενός τη Ν.Δ να υποχωρεί σε ποσοστά (πρόθεση ψήφου) σημαντικά μικρότερα από εκείνο των ευρωεκλογών (28,3%), αφετέρου τα κόμματα που κυβέρνησαν (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ) να ασθμαίνουν δίχως να μπορούν να προσποριστούν πολιτικά οφέλη από την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης.
Η τελευταία εκτιμά πως προϊόντος του χρόνου η αρνητική γι’ αυτή συγκυρία των Τεμπών θα απορροφηθεί από τις πρωτοβουλίες που θα αναλάβει ο πρωθυπουργός, κυρίως, όμως, από το δίλημμα της διακυβέρνησης που θα τεθεί επιτακτικά όταν πλησιάσει ο εκλογικός χρόνος. Γι’ αυτό, άλλωστε, παρά το γεγονός ότι το αίτημα για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες αποκτά ισχυρά ερείσματα στις μετρήσεις (52,7% σε αυτήν της GPO, 57,5% στην τελευταία της MRB), ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέστησε σαφές ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν κανονικά την άνοιξη του 2027. Είναι προφανές ότι επιδιώκει να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια χρόνου που έχει, στην προσπάθειά του να ανατάξει τις μεγάλες δημοσκοπικές απώλειες της Ν.Δ.
Χωρίς εμφανείς πιθανούς κυβερνητικούς εταίρους, με το (σημερινό) δεδομένο εξαιρετικά δύσκολης επίτευξης αυτοδυναμίας, για το κυβερνών κόμμα είναι μονόδρομος να εξαντλήσει κάθε περιθώριο, όχι μόνο να νικήσει (κάτι μάλλον αδιαμφισβήτητο, δεδομένης της κατάστασης στα κόμματα της αντιπολίτευσης), αλλά και να επιτύχει ποσοστό πάνω από το 30%. Με αυτή τη βάση μπορεί να ελπίζει ότι θα φτάσει στην αυτοδυναμία σε δεύτερες, ή και τρίτες κάλπες.
Επίσης, ο πρωθυπουργός έχει δεσμευτεί ότι δεν προτίθεται να αλλάξει τους όρους της εκλογικής μάχης και έτσι θα φτάσουμε στις κάλπες του 2027 με τον σημερινό εκλογικό νόμο.
Το “ασφυκτικό” πλαίσιο του εκλογικού νόμου
Ας θυμηθούμε τι προβλέπει αυτός ο νόμος για το ανώτατο μπόνους των 50 εδρών που λαμβάνει το πρώτο κόμμα. Όχι, όμως, και συνασπισμός κομμάτων, κάτι που αφορά τα κόμματα της αντιπολίτευσης που για να διεκδικήσουν τη νίκη, και εφόσον βρεθεί κοινός τόπος συνεννόησης, πρέπει να καταλήξουν σε ενιαίο εκλογικό σχήμα (με την διατήρηση, βεβαίως, της αυτονομίας τους).
Εάν το πρώτο κόμμα λάβει 25% το μπόνους είναι 20 έδρες, ενώ οι υπόλοιπες 280 έδρες κατανέμονται αναλογικά ανάμεσα στα κόμματα που μπήκαν στη Βουλή. Για κάθε επιπλέον 0,5% το μπόνους αυξάνεται κατά μία έδρα (και ανάλογα μειώνονται οι έδρες των άλλων κομμάτων), με ανώτατο όριο τις 30 έδρες. ‘Αρα, το ανώτατο όριο των 50 εδρών μπόνους εξασφαλίζει το πρώτο κόμμα με ποσοστό 40%, όπως έλαβε η ΝΔ στις πρόσφατες εκλογές.
Η αυτοδυναμία δεν εξαρτάται μόνο από το ποσοστό του πρώτου κόμματος αλλά και σε συνδυασμό με το ποσοστό που θα λάβουν αθροιστικά τα κόμματα που δεν θα πιάσουν το όριο του 3%. Όσο πιο υψηλό το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής τόσο χαμηλώνει ο πήχης της αυτοδυναμίας. Αντίστροφα, όσα περισσότερα κόμματα στο κοινοβούλιο (άρα μικρότερο ποσοστό για τους λοιπούς συνδυασμούς), τόσο θα ανεβαίνει το μίνιμουμ ποσοστό για τον πρώτο.
Με πεντακομματική Βουλή η αυτοδυναμία εξασφαλίζεται με ποσοστό περί το 37,5%, με εξακομματική ο πήχης ανεβαίνει γύρω στο 38,4% και με επτακομματική στο 39,3%.
Με βάση τα παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες μετρήσεις δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο, και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να συμβούν πρωτόγνωρα πράγματα για το πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Για παράδειγμα, στην μέτρηση της MRB δημιουργούνται προϋποθέσεις εισόδου 9 κομμάτων (με 10ο- το Κίνημα Δημοκρατίας- κοντά στο όριο του 3%) (!) στη Βουλή:


Εκείνο, ωστόσο, που επισημαίνουν οι δημοσκόποι (με δύο από τους οποίους συνομίλησε το libre) είναι ότι υπάρχει μεγάλη απροσδιοριστία της πρόθεσης ψήφου που συμπυκνώνεται στις εξής παραμέτρους:
– Περίπου το 25% του εκλογικού σώματος παραμένει πεισματικά στην “γκρίζα ζώνη”
– Δεν μπορεί εύκολα να υπολογιστεί η κατανομή αυτού του ποσοστού στην αναγωγή από την πρόθεση στην εκτίμηση ψήφου. Αφενός γιατί ουδείς μπορεί να προσεγγίσει πόσοι από αυτούς θα φτάσουν στις κάλπες ή θα επιλέξουν την αποχή, αφετέρου επειδή η κατάργηση των κομματικών συνόρων επιτρέπει μετακινήσεις που δεν μπορούν να προβλεφθούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 9% των ψηφοφόρων της Ν.Δ δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου!
– Το παραπάνω καθιστά εντελώς εύθραυστη την κατανομή αυτών των ψηφοφόρων με βάση την προηγούμενη εκλογική τους συμπεριφορά. Η αναγωγή (ακόμα περισσότερο η εκτίμηση) της ψήφου, λοιπόν, μπορεί να διαψευσθεί με παταγώδη τρόπο.
Τούτων δοθέντων, η Ν.Δ, που μάλλον πέραν πάσης αμφιβολίας θα τερματίσει πρώτη, εκκινεί (MRB) από το ισχνό 20% και με την αναγωγή φτάνει στο 26,7%, χωρίς, όμως, το δεύτερο να θεωρείται βέβαιο.
Ας σημειωθεί πως με το ποσοστό των ευρωεκλογών (28,3) και με βάση τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο (20 έδρες στο 25% συν 2 έδρες ανά μία μονάδα επιπλέον) θα κέρδισε 26 επιπλέον έδρες και, τελικά, θα συγκέντρωνε περίπου 110. Θα χρειαζόταν, δηλαδή, περίπου 40 έδρες από συνεργαζόμενα κόμματα για να σχηματίσει κυβέρνηση. Με ένα τέτοιο ποσοστό, όμως, ακόμα και σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, υπό το δίλημμα της πολιτικής αστάθειας (στη Βουλγαρία χρειάστηκαν επτά (!) αναμετρήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης), πάλι δεν είναι καθόλου εύκολο να επιτύχει αυτοδυναμία, ή ακόμα και να βρει κυβερνητικό εταίρο.
Το ακραίο (;) σενάριο
Υπάρχει, ωστόσο, και ένα ακραίο σενάριο που αρχίζουν να βλέπουν οι δημοσκόποι πίσω από τις μεγάλες αβεβαιότητες που αποτυπώνουν οι μετρήσεις, κυρίως, μάλιστα, από τα ποιοτικά στοιχεία τους.
Το όριο του 25%, ώστε να ενεργοποιηθεί το μπόνους που προβλέπει ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο (στο σημερινό πολιτικό κλίμα), καθώς η λεγόμενη απροσδιόριστη ψήφος ή “γκρίζα ζώνη” είναι κινούμενη άμμος. Με βάση το περιθώριο σφάλματος των μετρήσεων, το 26,7%, για παράδειγμα, που δίνει η MRB στη Ν.Δ στην εκτίμηση (αναγωγή) ψήφου, θα μπορούσε να είναι …24,9%. Αυτό σημαίνει πως σε μία τέτοια περίπτωση κανένα κόμμα δεν θα έφτανε στο όριο ενεργοποίησης του μπόνους που προβλέπει ο εκλογικός νόμος και θα δημιουργούνταν μία πρωτοφανής πολυδιάσπαση του πολιτικού τοπίου με μεσαία, μικρομεσαία, και μικρά κόμματα.
Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με ένα ακραίο μεν σενάριο που, από την άλλη, ουδείς μπορεί να αποκλείσει εφόσον δεν προκύψουν ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες που θα αλλάξουν το πολιτικό κλίμα.
Αν και με απειροελάχιστες, ίσως, πιθανότητες, η παραπάνω εκδοχή έχει δημοσκοπικό “προηγούμενο”, αν και σε διαφορετικές συνθήκες. Πριν τις εκλογές του Μαϊου του 2023, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ εμφάνιζε στις μετρήσεις ποσοστά μεταξύ 25 και 27%, ενώ τελικά συγκέντρωσε 20%.
Σε μία “ακτινογραφία” των αποτελεσμάτων που έδιναν (με αναγωγή, η οποία διαψεύστηκε ηχηρά) οκτώ εταιρείες μετρήσεων προέκυπτε αυτό που φαίνεται στην συγκεκριμένη κάρτα (πηγή: Lifo):




Τότε, μάλιστα, η “γκρίζα ζώνη” ήταν μόνο 13%, δεδομένου ότι βρισκόμασταν ήδη σε εκλογικό χρόνο. Ωστόσο, η απόκλιση από το τελικό αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν της τάξης των πέντε ή και επτά μονάδων.