“Σβήνει” το πλεονέκτημα περί σταθερότητας;

Ίσως το μεγαλύτερο πολιτικό πλεονέκτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη από το 2019 και ύστερα ήταν ο ίδιος ο… Μητσοτάκης, υπό την έννοια ότι ενσάρκωνε την έννοια της “κανονικότητας” και της σταθερότητας. Το πλεονέκτημα έγινε ακόμα ισχυρότερο, μετά τις εκλογές του 2023, όχι μόνο λόγω του 41% αλλά και επειδή βγήκε από την πολιτική εξίσωση (δια της παραιτήσεώς του) ο Αλέξης Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την εκλογική συντριβή, καταβυθίστηκε στην εσωστρέφεια και την απαξία, και στα αριστερά του βρέθηκε ένας χώρος πολυδιασπασμένος, δίχως κάποια προσωπικότητα που θα μπορούσε να εκπροσωπήσει τον αντίπαλο πόλο.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει, πλέον, ως προς αυτό το ισχυρό ατού, καθώς η βαριά σκιά της τραγωδίας των Τεμπών ήρθε να αμφισβητήσει μια σειρά από πολιτικές βεβαιότητες. Στον δεύτερο χρόνο της δεύτερης κυβερνητικής θητείας η πολιτική κυριαρχία του απειλείται, επειδή στην μεγάλη ρωγμή που άνοιξε η διαχείριση της τραγωδίας και οι υποψίες που αυτή γέννησε υποχωρούν πολλά μέχρι πρότινος “αδιαμφισβήτητα”.
Η απουσία πολιτικού αντιπάλου αποπροσανατόλισε την κυβερνητική ηγεσία, προέκυψαν φαινόμενα αλλαζονείας υπουργών, έλλειψε η γείωση με την κοινωνία, οι σημαντικές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες μάλλον εξαντλούνται, ο δε κυβερνητικός “πάγκος” δεν έχει να προσφέρει πρόσωπα που μπορούν να εμπλουτίσουν την εικόνα.
Εδώ και καιρό, το δημοσκοπικό μωσαϊκό δημιουργεί δύο νέα δεδομένα για τη Ν.Δ: πρώτη, ότι δεν υπάρχει ανταγωνιστής, καθώς το ΠΑΣΟΚ ασθμαίνει σε μεσαία ποσοστά, και, δεύτερη, ότι η αυτοδυναμία στις επόμενες εκλογές είναι η μοναδική επιλογή.
Η αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη σε “ετερόκλητη συμμαχία προθύμων”, και στο Νίκο Ανδρουλάκη που γίνεται “ουρά της Κωνσταντοπούλου, του Φάμελλου, και του Χαρίτση”, είναι ίσως η τελευταία προσπάθεια του πρωθυπουργού να δημιουργήσει ένα εκφοβιστικό αντίπαλο δέος. Το μήνυμα: Αυτός μόνος του, έστω και υπό πολιτική πίεση, και απέναντί του μία πολιτική βαβέλ.
Όμως, η τελευταία μέτρηση της GPO, εφόσον επιβεβαιωθεί και από άλλες και δημιουργήσει “μοτίβο”, δείχνει μία πολύ σοβαρή ποιοτική αλλαγή. Δεν είναι μόνο η συνεχιζόμενη πτώση των ποσοστών της Ν.Δ, ούτε το γεγονός ότι περίπου 6 στους 10 νεοδημοκράτες ψηφοφόρους θεωρούν πως υπήρξε από κάκιστος χειρισμός έως και συγκάλυψη στην τραγωδία των Τεμπών, είναι κυρίως ότι “έσπασε” ένα δημοσκοπικό και πολιτικό στερεότυπο πάρα πολλών ετών. Το 53% των ψηφοφόρων πιστεύει ότι η χώρα πρέπει να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές, δύο ολόκληρα χρόνια πριν την λήξη της κυβερνητικής θητείας.
Είναι τουλάχιστον ασύνηθες, αν όχι πρωτόγνωρο. Στις δημοσκοπήσεις, εδώ και πολλά χρόνια, καταγράφεται η αποστροφή των πολιτών για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, σε ποσοστά πάνω από 60%. Το κλίμα έχει αλλάξει και εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η τάση υπέρ των πρόωρων εκλογών δεν αφορά κάποια επιθυμία των ψηφοφόρων να επανεκλέξουν το κυβερνών κόμμα. Μάλλον το αντίθετο. Κι’ αυτό είναι σχεδόν παράδοξο δεδομένου ότι δεν φαίνεται κάποια “ετοιμοπόλεμη” εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Το αντίθετο, σε όλες τις μετρήσεις επιβεβαιώνεται η πολυδιάσπαση του χώρου της αντιπολίτευσης, το δε ΠΑΣΟΚ, ως κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης, σημειώνει κι αυτό αξιοσημείωτες απώλειες.
Εάν πράγματι πρόκειται για ένα “μοτίβο” ίσως επιβεβαιώσει την απώλεια του πολιτικού πλεονεκτήματος της κυβέρνησης ότι μόνο εκείνη μπορεί να εγγυηθεί την σταθερότητα. Μήπως, λοιπόν, έχει σωρρευτεί τόση εύφλεκτη ύλη στην κοινωνία που το δίλημμα “σταθερότητα ή χάος” αρχίζει και χάνει την δυναμική του;
Η κυβέρνηση πιστεύει ότι όλα τα παραπάνω είναι μία “φωτογραφία της στιγμής”, αποτέλεσμα, αφενός της τοξικότητας την οποία χρεώνει στην αντιπολίτευση, αφετέρου της οργής των συλλαλητηρίων για το “εθνικό τραύμα” και για τις ευθύνες που οι πολίτες θεωρούν ότι δεν αποδίδονται. Και ότι αυτές οι ευθύνες δεν προσωποποιούνται σε πολιτικούς αλλά περιορίζονται σε επιχειρησιακά στελέχη ή στον “ανθρώπινο παράγοντα”.
Μπορεί έτσι να έχουν τα πράγματα, μπορεί, όμως, και όχι. Το δεύτερο είναι το πιθανότερο. Ως εκ τούτου, η επιθετική τακτική απέναντι στην αντιπολίτευση είναι προφανές ότι δεν αρκεί, αφού αφήνει ένα μεγάλο κενό που γεμίζει με πόνο, οργή και τιμωρητική διάθεση. Κι αυτό πολιτικά δεν αντιμετωπίζεται με τακτικισμούς και ακόμα περισσότερο δεν αντιμετωπίζεται με την ανάδειξη του λαϊκισμού και του αντισυστημισμού ως αντίπαλο (π.χ Ζωή Κωνσταντοπούλου). Σε αυτό το κλίμα είναι πολύ πιθανό να νικήσει ο αντισυστημισμός και η απαξίωση της πολιτικής.