Νεκρός ο Τζιν Χάκμαν και η σύζυγός του στο σπίτι τους στο Σάντα Φε

Νεκρός ο Τζιν Χάκμαν και η σύζυγός του στο σπίτι τους στο Σάντα Φε

Ο Τζιν Χάκμαν βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στη Σάντα Φε της Καλιφόρνια, ενώ νεκρή φέρεται να είναι και η γυναίκα του, σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες που μεταδίδουν τα ξένα ΜΜΕ.

Ο βραβευμένος με δύο Όσκαρ ηθοποιός και η σύζυγός του, η πιανίστα Betsy Arakawa, βρέθηκαν νεκροί το απόγευμα της Τετάρτης στο σπίτι τους.

Ο σερίφης της κομητείας Άνταν Μεντόζα επιβεβαίωσε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Πέμπτης ότι το ζευγάρι πέθανε, μαζί με τον σκύλο του.

Ο σερίφης της κομητείας Σάντα Φε, Έινταν Μεντόζα, δεν έδωσε πληροφορίες για την αιτία θανάτου του Χάκμαν και της συζύγου του, ούτε ανέφερε πότε μπορεί να έχασαν τη ζωή τους, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους.  Ανακοίνωση από το Γραφείο του επιβεβαίωνε νωρίτερα τον θάνατο του ζεύγους.  «Πρόκειται για έρευνα σε εξέλιξη – ωστόσο, αυτή τη στιγμή δεν πιστεύουμε ότι υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής ενέργειας» αναφερόταν στην ανακοίνωση.

Ο Χάκμαν είχε κλείσει τα 95 στα τέλη Ιανουαρίου. Είχε παντρευτεί δύο φορές και είχε τρία παιδιά. Τα τελευταία χρόνια εκείνος και η δεύτερη σύζυγός του, μια 63χρονη πιανίστρια, ζούσαν στο Νέο Μεξικό αρκετά απομονωμένοι. Ο ηθοποιός είχε να εμφανιστεί σε ταινία από το 2004, όταν υποδύθηκε τον Μονρό «Ίγκλ» Κόουλ στη σατιρική πολιτική κωμωδία Welcome to Mooseport.

Ο Χάκμαν έγινε ευρύτερα γνωστός με τον ρόλο του στην ταινία «Μπόνι και Κλάιντ» το 1967, και εμφανίστηκε σε περισσότερα από 80 φιλμ καθώς και σε τηλεοπτικές σειρές και θεατρικές παραστάσεις στη διάρκεια της λαμπρής του καριέρας. Άλλες αξιόλογες ταινίες του περιλαμβάνουν τις: «Ποτέ δεν τραγούδησα για τον πατέρα μου» (I Never Sang for My Father, 1970), «Ο άνθρωπος από τη Γαλλία» (The French Connection, 1971), «Η συνομιλία» (The Conversation, 1974), «Σούπερμαν» (Superman, 1978) «Πιάστε τον κοντό» (Get Shorty, 1995) και «Οικογένεια Τενενμπάουμ» (The Royal Tenenbaums, 2001).

Εξαιρετικά ταλαντούχος και γνωστός για τον επαγγελματισμό του, είχε βραβευτεί με Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου για τον «Ανθρωπο από τη Γαλλία» το 1971, καθώς και με Όσκαρ Β΄ Ανδρικού Ρόλου για την ταινία του 1992 «Οι ασυγχώρητοι». Είχε επίσης κερδίσει τρεις Χρυσές Σφαίρες και με δυο Βραβεία BAFTA.

Το 2004 ανακοίνωσε ξαφνικά ότι αποχωρεί από την υποκριτική. Μάζεψε τα πράγματά του, μετακόμισε από το Λος Άντζελες στο ήσυχο Νέο Μεξικό – και δεν κοίταξε ποτέ πίσω του.

Αρχικά, κάποιοι θεώρησαν ότι η ξαφνική του απόφαση συνδεόταν με τον γάμο του. Ωστόσο, ο πολυβραβευμένος σταρ εγκατέλειψε την καριέρα του λόγω του έντονου στρες που αντιμετώπιζε, το οποίο έγινε επικίνδυνο όταν άρχισε να εμφανίζει καρδιακά προβλήματα.

Πέρυσι, ο Χάκμαν και η 63χρονη σύζυγός του, εθεάθησαν δημόσια για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες. Ο Χάκμαν απαθανατίστηκε να κρατά το χέρι της συζύγου του για στήριξη, αφού το ζευγάρι απόλαυσε το γεύμα του στο Pappadeaux’s Seafood Kitchen στη Σάντα Φε. Ο Χάκμαν και η Αρακάουα έδειχναν ευδιάθετοι καθώς έφευγαν μαζί από το εστιατόριο.

Γεννημένος στην Καλιφόρνια στις 30 Ιανουαρίου 1930, ο ηθοποιός είχε καταταγεί στον στρατό δηλώνοντας ψευδώς μεγαλύτερη ηλικία στα 16 του χρόνια, και υπηρέτησε για 4,5 χρόνια. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, επέστρεψε στην Καλιφόρνια και, αφού έζησε για λίγο στη Νέα Υόρκη, αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα στην υποκριτική.

Για τον σκοπό αυτό εντάχθηκε στο Pasadena Playhouse στην Καλιφόρνια, όπου έγινε φίλος με τον νεαρό τότε Ντάστιν Χόφμαν.

«Εκπαιδεύτηκα για να γίνω ηθοποιός, όχι σταρ. Εκπαιδεύτηκα για να υποδύομαι ρόλους, όχι για να διαχειρίζομαι τη φήμη, τους ατζέντηδες, τους δικηγόρους και τον Τύπο», είχε πει κάποτε. «Μου κοστίζει συναισθηματικά να βλέπω τον εαυτό μου στην οθόνη. Μέσα μου νιώθω ακόμα νέος, αλλά μετά βλέπω αυτόν τον ηλικιωμένο άντρα με τα πεσμένα μάγουλα, τα κουρασμένα μάτια, τα αραιωμένα μαλλιά και όλα αυτά.»

Όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο του GQ το 2011 πώς θα ήθελε να τον θυμούνται, ο Χάκμαν είχε απαντήσει με ταπεινότητα: «Ως έναν αξιοπρεπή ηθοποιό. Ως κάποιον που προσπάθησε να αποδώσει με ειλικρίνεια [το κείμενο] που του δόθηκε. Πέρα από αυτό, δεν ξέρω».

Σχετικά Άρθρα