Γερμανικές εκλογές: Γιατί είναι σημαντικές για την Ευρώπη

Η ετυμηγορία των Γερμανών ψηφοφόρων, θα διαμορφώσει τη μελλοντική κατεύθυνση της χώρας τους και, ιδιαίτερα, της Ευρώπης επισημαίνει η Judy Dempsey σε άρθρο της στο carnegieendowment.org τονίζοντας ότι σε μια εποχή που ο πρόεδρος των ΗΠΑ διαλύει τους πολυμερείς θεσμούς οι οποίοι αναπτύχθηκαν μετά το 1945, χρειάζεται μια ισχυρή και σίγουρη Γερμανία για να δώσει στην Ένωση την ηγεσία που της λείπει από καιρό
Αποκατάσταση του ρόλου της Γερμανίας στην Ευρώπη
Ο Χέλμουτ Κολ, ο συντηρητικός καγκελάριος που επέβλεψε την επανένωση της Γερμανίας, ήταν αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει αυτό το ιστορικό γεγονός για να ενισχύσει την ΕΕ. Υποστήριξε τη βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την εισαγωγή του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, του ευρώ. Ο Κολ ήταν αναμφισβήτητα ο τελευταίος Γερμανός ηγέτης που πίεσε για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
- Οι επόμενοι καγκελάριοι έγιναν πιο εσωστρεφείς, αντιδρώντας αντί να εσωτερικεύουν την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της παγκοσμιοποίησης, της εξωτερικής πολιτικής και των ζητημάτων ασφάλειας.
Εν ολίγοις, το Βερολίνο δεν έδωσε στην ΕΕ σαφή πυξίδα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το αποτέλεσμα αυτών των γερμανικών εκλογών είναι τόσο κρίσιμο. Πρόκειται για την ανάκτηση του ρόλου και της αξιοπιστίας της Γερμανίας στην ΕΕ.
Αποφεύγοντας τα δύσκολα θέματα
Ο απερχόμενος συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), των Πρασίνων και των φιλελεύθερων Ελεύθερων Δημοκρατών πέρασε τα τελευταία τέσσερα χρόνια με έριδες. Ο συνασπισμός ήταν ιδεολογικά ασυμβίβαστος σε πολλά ζητήματα, όπως οι επενδύσεις, το χρέος, οι επιδοτήσεις σε μη ανταγωνιστικές βιομηχανίες, η ενέργεια και οι αμυντικές δαπάνες. Ο καγκελάριος Σολτς έκανε ελάχιστα για να δώσει συνοχή στον συνασπισμό.
Έπαιξε επίσης ελάχιστο ρόλο στην ΕΕ, είτε αφορούσε το εμπόριο, την κλιματική αλλαγή, την εξωτερική πολιτική ή την περαιτέρω ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ιδιαίτερα την ενιαία αγορά. Όποιος διαδεχθεί τον Σολτς πρέπει να λάβει τολμηρές αποφάσεις για τον εκσυγχρονισμό της γερμανικής οικονομίας και για να δώσει στην ΕΕ την πυξίδα που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει την αναδυόμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Για να συμβεί αυτό, η εξωτερική πολιτική της ΕΕ πρέπει να συνοδεύεται από μια ισχυρή οικονομία που θα της προσδίδει αξιοπιστία.
Σε μια αποφασιστική ανάλυση του τι πρέπει να κάνει η ΕΕ, ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι ζήτησε μεγάλες διαρθρωτικές και πολιτικές αλλαγές που θα καταστήσουν την ένωση ανταγωνιστική. Το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών συνόψισε την έκθεση του Ντράγκι ως «στρατηγική και φιλόδοξη» με έμφαση σε τρεις βασικές προκλήσεις για την ΕΕ: «κλείσιμο του χάσματος καινοτομίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, εναρμόνιση της απαλλαγής από τον άνθρακα με την ανταγωνιστικότητα και ενίσχυση της οικονομικής ασφάλειας μέσω της μείωσης των εξαρτήσεων».
Ο συνασπισμός του Σολτς δεν κινήθηκε για κανένα από αυτά τα ζητήματα, εμποδίζοντας την προετοιμασία της Ευρώπης για τις τεράστιες τεχνολογικές και πολιτικές αλλαγές που επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία. Το εάν αυτά τα κρίσιμα ζητήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν εξαρτάται από τη σύνθεση του επόμενου συνασπισμού. Τα 59,2 εκατομμύρια εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι της Γερμανίας πρέπει να αποφασίσουν τι είδους κυβέρνηση θέλουν -και χρειάζονται- για να αντιμετωπίσουν την πληθώρα των εσωτερικών προβλημάτων και τις κρίσεις εξωτερικής πολιτικής.
Οι τελευταίες είχαν μικρή απήχηση σε μια προεκλογική εκστρατεία που κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από τη μετανάστευση. Οι πολιτικοί παράκαμψαν τις ασθένειες που ταλαιπωρούν τη γερμανική οικονομία και, κατά συνέπεια, την Ευρώπη. Πολλές εκθέσεις υποστηρίζουν ότι το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας μετά το 1945 έχει κλείσει τον κύκλο του. Επί δεκαετίες η Γερμανία υπέθετε ότι θα μπορούσε να διατηρήσει αυτό το μοντέλο βασιζόμενη στο φθηνό αέριο από τη Ρωσία, μια ακόρεστη παγκόσμια ζήτηση -ιδιαίτερα από την Κίνα- για τις εξαγωγές αυτοκινήτων και χημικών της και την αγορά της ΕΕ για πωλήσεις των προϊόντων της. Ο εφησυχασμός και η προβλεψιμότητα εμπόδισαν την καινοτομία και τη διαφοροποίηση. Εκείνη η εποχή φτάνει στο τέλος της. Όπως επεσήμανε το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, η γερμανική οικονομία έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της ανταγωνιστικότητάς της διεθνώς και η Γερμανία κινδυνεύει να χάσει έδαφος όσον αφορά την καινοτομία σε σημαντικές σύγχρονες τεχνολογίες.
- Αυτά τα ζητήματα δύσκολα μπορούν να τεθούν στους ψηφοφόρους, επειδή οι λύσεις απαιτούν περικοπές θέσεων εργασίας, επανεκπαίδευση και αλλαγή νοοτροπίας από τους παραδοσιακούς κλάδους παραγωγής προς την τεχνητή νοημοσύνη και τις υπηρεσίες. Οι πολιτικοί, όπως είναι κατανοητό, δεν θέλουν να τρομάξουν τους ψηφοφόρους.
Ο Μερτς, δικηγόρος και επιχειρηματίας, έθεσε αυτά τα ζητήματα κατά τη διάρκεια της ψήφου εμπιστοσύνης στον Σολτς τον Δεκέμβριο. Έκανε μια φλογερή ομιλία που δεν έκρυψε την άθλια κατάσταση της οικονομίας. Έκτοτε, ο Μερτς είναι προσεκτικός σχετικά με την εξειδίκευση των αλλαγών που χρειάζονται τα ξεπερασμένα μοντέλα της χώρας τους.
Αυτά τα μοντέλα, όπως είπε ο ίδιος ο Μερτς, καταπνίγουν την καινοτομία. Η πρωτοβουλία περιορίζεται από τη γραφειοκρατία. Οι υψηλοί φόροι στα εισοδήματα κατευθύνονται στη χρηματοδότηση του συνεχώς αυξανόμενου ηλικιωμένου πληθυσμού και την επιδότηση μη ανταγωνιστικών βιομηχανιών. Και όταν οι επιδοτήσεις καταλήγουν σε νέες μη γερμανικές εταιρείες τεχνολογίας, αυτές οι εταιρείες εγκαταλείπουν τη Γερμανία. Ακόμα και γερμανικές εταιρείες φεύγουν. Ταυτόχρονα, οι υποδομές υποφέρουν από ανεπαρκείς επενδύσεις. Το επενδυτικό χάσμα της Γερμανίας εκτιμάται ότι είναι 600 δισεκατομμύρια ευρώ, που ισοδυναμεί με το 15% του ΑΕΠ της χώρας. Αυτά δεν περιλαμβάνουν τα επιπλέον 30 δισεκατομμύρια ευρώ που απαιτούνται κάθε χρόνο ώστε να φτάσουν οι αμυντικές δαπάνες της Γερμανίας στο ελάχιστο όριο του ΝΑΤΟ για 2% του ΑΕΠ.
Εάν ο Μερτς γίνει καγκελάριος, μπορεί να τερματίσει ή τουλάχιστον να τροποποιήσει το φρένο χρέους της Γερμανίας, ωστόσο, γνωρίζει ότι η αποκατάσταση της γερμανικής οικονομίας θα εξαρτηθεί από το ποιοι θα είναι οι εταίροι του.
Επιλογές Συνασπισμού
Ο Μερτς απέκλεισε το ενδεχόμενο συνασπισμού με την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Έπρεπε να το πει – και να το κάνει με έμφαση – αφού στηρίχθηκε στην ψήφο του AfD στις 29 Ιανουαρίου για να περάσει μια μη δεσμευτική κοινοβουλευτική πρόταση για τον περιορισμό της μετανάστευσης.
Καθώς οι εκλογές πλησιάζουν, ο Μερτς αντιμετωπίζει την προοπτική ενός συνασπισμού υπό την ηγεσία του CDU με το SPD – τον αποκαλούμενο μεγάλο συνασπισμό. Αυτό θα παρηγόρησει τους αριστερούς υποστηρικτές του Σολτς και μάλιστα θα τους κινητοποιούσε. Θέλουν η Γερμανία να ξοδέψει περισσότερα για την κοινωνική πρόνοια και να αναβάλει την αποβιομηχάνιση. Θέλουν επιδοτήσεις για την αποτυχημένη αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας και πιο γενναιόδωρες συντάξεις για τους ηλικιωμένους. Η νεολαία και η εκπαίδευση σπανίως αναφέρονται. Ένας τέτοιος συνασπισμός θα έθετε σε κίνδυνο τη φιλοδοξία του Μερτς να εκσυγχρονίσει τη γερμανική οικονομία. Θα πρέπει να γίνουν πάρα πολλοί συμβιβασμοί.
Ανάλογα με το αποτέλεσμα που θα πετύχουν οι Πράσινοι – δημοσκοπικά γύρω στο 15%, όπως και το SPD – μπορεί να είναι ένας πιθανός κυβερνητικός εταίρος. Ο ρόλος τους στον απερχόμενο συνασπισμό του Σολτς δεν ήταν θεαματικός. Αλλά όταν επρόκειτο για την επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, οι Πράσινοι υποστήριζαν σταθερά την αποστολή πιο εξελιγμένων όπλων στο Κίεβο και αναγνώρισαν τους ιμπεριαλιστικούς στόχους της Ρωσίας. Επιπλέον ο Χάμπεκ είναι ένας ένθερμος οπαδός της ολοκλήρωσης της ΕΕ.
Όσο για τον Σολτς, αντιτάχθηκε σταθερά στις κινήσεις για να δοθούν στους Ουκρανούς τα όπλα που χρειάζονται.
Τι σημαίνουν όμως αυτές οι δυνατότητες συνασπισμού για τη γερμανική οικονομία και για την Ευρώπη;
Εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, ο Μερτς θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ του SPD και των Πρασίνων. Ωστόσο, οι μεγάλοι συνασπισμοί στην πρώτη, τρίτη και τέταρτη θητεία της Μέρκελ έκαναν ελάχιστες μεταρρυθμίσεις. Μια νέα έκθεση του Αμερικανο-Γερμανικού Ινστιτούτου διευκρινίζει πώς οι διαδοχικές γερμανικές κυβερνήσεις, από το 2005, αρνήθηκαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της οικονομίας. «Ένα σημαντικό ζήτημα είναι ότι η οικονομία της Γερμανίας εξακολουθεί να βασίζεται σε βιομηχανίες και τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί πριν από 150 ή 100 χρόνια», αναφέρει η έκθεση. «Η Γερμανία – συνεχίζει – δεν έχει προωθήσει επιτυχώς μετασχηματιστικές εταιρείες ούτε καινοτομεί σε υπάρχουσες βιομηχανίες και έχασε εντελώς την ευκαιρία να ψηφιοποιήσει και να εκσυγχρονίσει τη δημόσια διοίκηση».
Είναι δύσκολο να δούμε έναν συνασπισμό CDU-SPD να συνεργάζεται για τον εκσυγχρονισμό της γερμανικής οικονομίας ή για να προσφέρει την ηγεσία που απαιτείται επειγόντως.
Μια ξεκάθαρη επιλογή για τη Γερμανία
Η Γερμανία πρέπει να αντιστρέψει πολλά χρόνια καλοπροαίρετης παραμέλησης της ΕΕ, όχι μόνο από τη Μέρκελ και τον Σολτς, αλλά και όταν ο Γκέρχαρντ Σρέντερ του SPD που ήταν σε συνασπισμό με τους Πράσινους από το 1998 έως το 2005. Η κληρονομιά του Κολ έχει ξεχαστεί. Εκείνος διέκρινε την ευπάθεια της Γερμανίας και της Ευρώπης: Εάν αυτοί οι δύο παίκτες δεν συνεργάζονταν για να δώσουν στην ΕΕ την ενότητα που χρειαζόταν, η Ευρώπη δεν θα ωρίμαζε σε ένα πολιτικό και οικονομικό μπλοκ που θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή και ισχύ.
Η κληρονομιά του Κολ έχει ελάχιστη έλξη στο σημερινό CDU ή στη γερμανική πολιτική τάξη. Ωστόσο, οι σύμβουλοι του Μερτς γνωρίζουν ότι οι μεταρρυθμίσεις στη γερμανική οικονομία, οι οποίες θα χρειαστούν χρόνο για να έχουν αντίκτυπο, θα κάνουν τη διαφορά στην Ευρώπη. Μια οικονομικά ισχυρή Γερμανία θα δώσει στον επόμενο καγκελάριο την ευκαιρία να προωθήσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Και δεδομένων όσων συμβαίνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΕ χρειάζεται επειγόντως να ολοκληρώσει την ενιαία αγορά. Όπως αναφέρει η έκθεση του Ινστιτούτου του Κιέλου, «μόνο μια ισχυρή ενιαία αγορά της ΕΕ μπορεί να δημιουργήσει ίσους όρους ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Από μόνη της, η Γερμανία είναι πολύ μικρή οικονομικά (και πολιτικά) για να διαπραγματευτεί επί ίσοις όροις με τους εταίρους της στις ΗΠΑ ή την Κίνα».
Οι επιλογές για τους Γερμανούς ψηφοφόρους στις 23 Φεβρουαρίου δεν θα μπορούσαν να είναι πιο σαφείς. Μια οικονομικά ισχυρότερη Γερμανία σημαίνει περισσότερη Ευρώπη.