Ανάλυση: Δασμοί και προστατευτισμός στη διεθνή οικονομία

Ανάλυση: Δασμοί και προστατευτισμός στη διεθνή οικονομία

Ιστορικά  η  διεθνής  οικονομία  γνώρισε  για πρώτη  φορά  την  επιβολή  των  δασμών και τον  προστατευτισμό  τον  13ο  αιώνα, όταν  οι  ηγεμόνες  της  Βενετίας απαγόρευσαν  σε  οποιονδήποτε ξένο έμπορο να ξεφορτώνει τα εμπορεύματα του, επειδή αυτή η  δραστηριότητα προοριζόταν για τους Βενετούς. Έναν αιώνα αργότερα το Βρετανικό  Κοινοβούλιο  ζήτησε  από τους  ξένους  εισαγωγείς  να  ξοδεύουν  το ήμισυ  των  κερδών  τους  σε  αγγλικό  έδαφος (Christian Chavagneux, Alternatives  Economiques, 24/1/2025). Aργότερα   οι  εμποροκράτες  ή  μερκαντιλιστές δραστηριοποιήθηκαν (16ος-18ος  αιώνας)  ως  μέρος  μιας  βιομηχανικής  πολιτικής προσανατολισμένης  στην  αναζήτηση  της  πολιτικής  εξουσίας  απέναντι σε άλλα  κράτη.

Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου  Γ. Μπέτση

Ο  Άνταμ Σμιθ (Ο πλούτος  των  Εθνών)  θεωρούσε  ότι  ο  εμποροκρατικός  μηχανισμός απαρτιζόταν από «δύο μηχανές παρέμβασης»: της  προώθησης  των  εξαγωγών  και  ταυτόχρονα  της αποθάρρυνσης των εισαγωγών (εκτός των  απαραίτητων  αγαθών). Το  εμποροκρατικό  αυτό  σύστημα  που  είχε  παγιωθεί  στην  Βρετανική  Αυτοκρατορία  με  τους  νόμους  της  Ναυσιπλοϊας  τον  17ο  αιώνα  διατηρήθηκε  μέχρι  τους  Ναπολεόντιους  πολέμους  όπου  και  καταργήθηκαν ( J.B.Colbert),  αποδίδοντας  μεγαλύτερη  σημασία  σε  ζητήματα  ρύθμισης  της  βιομηχανίας  και  μικρότερη  σημασία   σε  ζητήματα  του  εμπορικού  ισοζυγίου.

Στην  βιβλιογραφία  της  Ιστορίας  του  Οικονομικού  Βίου  η  υπεράσπιση  αυτή  του προστατευτισμού  ερμηνεύεται  ως  αποδυνάμωση  από την Γαλλία  της  ανταγωνιστικής  βρετανικής οικονομίας, ικανοποιώντας  ταυτόχρονα  την  στρατηγική  της  βιομηχανικής  ανεξαρτησίας  στην γαλλική  οικονομία. Στις  συνθήκες  αυτές   αναπτύσσεται από  το  1820 μέχρι τα  τέλη  του 19ου αιώνα  μία  συζήτηση  μεταξύ  των  υποστηρικτών  του  προστατευτισμού, οι  οποίοι  σημείωναν  ότι η Βρετανία  επέλεξε  το  ελεύθερο  εμπόριο  όταν  είχε  εξασφαλίσει  την  βιομηχανική  της  κυριαρχία, υπονοώντας  ότι  το  ελεύθερο  εμπόριο  επιλέγεται από  τις  ισχυρές  οικονομίες.  

  • Στις  συνθήκες αυτές παρατηρείται  ότι  από το  1850  μέχρι  το  1913  το  επίπεδο  του προστατευτισμού της  Γαλλίας  ανήλθε  σε  8,49%, όσο  σχεδόν  και  στις  άλλες  βιομηχανικές χώρες  της  συγκεκριμένης  περιόδου.

Το  ποσοστό  αυτό  αφορούσε  την  προστασία μη  απαγορευμένων  προϊόντων (Chr.Chavagneux, Alternatives Economiques, 24/1/2025). Bέβαια,  κατά  την  διάρκεια  του  Μεσοπολέμου ο προστατευτισμός ήταν  κυρίαρχος,  με  αποτέλεσμα  την  επιβολή  αυξημένων  τελωνειακών  δασμών  σε  όλες  τις  μεγάλες  χώρες. Είναι  ενδιαφέρον  να  σημειωθεί  ότι η οικονομική  ιστορία της  περιόδου  δεν  έχει  αποδώσει  στον  προστατευτισμό  και  τους  δασμούς την  αιτία  της  μεγάλης  ύφεσης  του  1929.

Αντίθετα  θεωρεί  ότι η  βασική  αιτία  ήταν  η  κατάρρευση  της  εγχώριας  ζήτησης  η  οποία  υπονόμευσε  την  ανάπτυξη  και  την  πτώση  του  διεθνούς  εμπορίου.

Μετά  τον  Β’ παγκόσμιο  πόλεμο  εκτιμάται  ότι  η  εξέλιξη  του  διεθνούς  εμπορίου  οφειλόταν περισσότερο  στην  διεύρυνση  της  διεθνούς  χρηματοπιστωτικής  πίστης  και  λιγότερο  στην  μείωση των  δασμών. Παράλληλα  για  μία  περίοδο  τουλάχιστον  τριών  δεκαετιών  παρατηρείται  μία σημαντική προσφυγή  σε  διμερείς  συμφωνίες  εμπορίου, η  οποία  περιόρισε  την  επιρροή  του παγκόσμιου οργανισμού  εμπορίου (ΠΟΕ).

Με  άλλα  λόγια, οι  δασμοί  και ο  προστατευτισμός  του ιστορικού παρελθόντος  αναδεικνύουν, μεταξύ  άλλων, ότι πρόκειται  για  μία  πολιτική  και οικονομική  επιλογή, κατά βάση,  των  ισχυρών οικονομιών, οι  οποίες  πέρα  από  την  επιδίωξη εξισορρόπησης   του εμπορικού τους  ισοζυγίου εγκαθίδρυσαν  το  γεωπολιτικό  και  γεωοικονομικό μοντέλο  της εξάρτησης  και  της  άνισης ανταλλαγής  μεταξύ  των  ανεπτυγμένων,  αναπτυσσόμενων και υπανάπτυκτων  οικονομιών. Αυτό αναδεικνύει  ότι  ιστορικά  η  άσκηση  των  πολιτικών προστατευτισμού  απομακρύνθηκε  από  την  προσέγγιση  που  θεωρεί  τον  προστατευτισμό  τόσο ως  «εργαλείο»  προσανατολισμού  της  ζήτησης  στην  εγχώρια  παραγωγή, όσο  της  αναδιάρθρωσης της  εγχώριας  παραγωγής.

Τούτων  δοθέντων,  κατά  τη δεύτερη  δεκαετία  του  21ου  αιώνα επανέρχεται  από  τον  πρόεδρο  των ΗΠΑ  η  επιλογή  του  προστατευτισμού  και της  επιβολής δασμών  με  το  επιχείρημα «της  αναθεώρησης  του  διεθνούς  εμπορικού  συστήματος  για την προστασία  των  Αμερικανών  εργαζομένων  και  οικογενειών»  προσθέτοντας  επιπλέον  ότι  «αντί  να φορολογούν  οι  ΗΠΑ  τους  πολίτες  για  να  πλουτίζουν άλλες  χώρες  θα  επιβάλλουν  τελωνειακούς δασμούς  και  φόρους  σε  ξένες  χώρες  για να πλουτίσουν  οι  Αμερικανοί  πολίτες».

Στην  κατεύθυνση αυτή  αποφασίστηκε  από  τον  πρόεδρο  των  ΗΠΑ  η επιβολή (1/2/2025)  δασμών κατά  25%  στα προϊόντα  που  εισάγονται  στις  Ηνωμένες  Πολιτείες  από το Μεξικό, τον Καναδά (10%  στις  εισαγωγές   ενεργειακών  προϊόντων στις  ΗΠΑ)  και  από την Κίνα (10%).

Όμως, η  επιβολή των  δασμών  συνοδεύτηκε  από  την  ανακοίνωση (3/2/2025)  της  προσωρινής μηνιαίας  αναστολής  τους  προκειμένου το  Μεξικό  και  ο  Καναδάς  να  διαπραγματευτούν  με τις ΗΠΑ σε  διμερές  επίπεδο, ενδεχομένως  συμψηφίζοντας  ήπιες  δασμολογικές  πολιτικές  με  άλλα ζητήματα που  απασχολούν τις ΗΠΑ (π.χ.  αυστηρούς  διασυνοριακούς  ελέγχους, μεταναστευτικό, κλπ.).

Μία τέτοια  διαπραγματευτική  στρατηγική  εκ  μέρους των ΗΠΑ  υποδηλώνει ότι  περισσότερο  οι δασμοί  θα  αποτελέσουν την  αιχμή της  ισχύος  της συγκεκριμένης  χώρας  για  την  επιτυχή  επίλυση τόσο  του  εμπορικού  ελλείμματος,  όσο  και  άλλων  ζητημάτων  υψηλού  συντελεστή  γεωπολιτικής-γεωοικονομικής  σημασίας  και  λιγότερο ως  αφετηρία  ενός  νέου  διεθνούς  εμπορικού  πολέμου.

  • Επομένως  το  ερώτημα  που  τίθεται  είναι. Η διεθνής  οικονομία  στην  δεύτερη  δεκαετία  του  21ου  αιώνα  εισέρχεται  σε μία νέα  εποχή  της  παγκοσμιοποίησης  που  θα βασίζεται  στον έλεγχο  των  εμπορικών  ροών ή  εισέρχεται  στο  πεδίο  έναρξης  ενός  παγκόσμιου  εμπορικού  πολέμου;

Από  την  άποψη  αυτή  είναι  ενδιαφέρον  να  σημειωθεί  ότι  το  ιστορικό  παρελθόν  του  προστατευτισμού  στην διεθνή  οικονομία  μας  προσανατολίζει  στην  κατεύθυνση  ότι  στο άμεσο  μέλλον  θα αποκτήσουν  δεσπόζουσα  θέση  οι διμερείς   εμπορικές, οικονομικές, μεταναστευτικές, τεχνολογικές, κ.λ.π.  συμφωνίες  αντί  του παγκόσμιου  εμπορικού  πολέμου  με τις  πολλαπλού  χαρακτήρα  αμφίδρομες  συνέπειες.

Στην  κατεύθυνση  αυτή  συνηγορεί, μεταξύ  άλλων,  το  γεγονός  ότι την  περίοδο  2018-2019,  380 δις δολάρια  αμερικανικών  εισαγωγών  επιβαρύνθηκαν  με  αυξημένους  τελωνειακούς  δασμούς  και  το 2025  εκτιμάται  ότι  δυνητικά  θα  επιβαρυνθούν με  δασμούς  3,1  τρις  δολάρια  αμερικανικών εισαγωγών (Marc  Chevalier, Alternatives  Economiques, 21/1/2025), με  ό,τι  αυτό  αρνητικά συνεπάγεται  για  τους  πολίτες  και  την  αμερικανική  οικονομία.

Τούτων  δοθέντων  είναι  ενδιαφέρον  να σημειωθεί  ότι  η επιδίωξη της  οικονομικής  πολιτικής  των  ΗΠΑ συνίσταται  στην  επίτευξη  της  δυσχερούς  και  σύνθετης  ισορροπίας  της  δημοσιονομικής  και  της  εμπορικής  πολιτικής, η  οποία,  σύμφωνα  με  τις  επίσημες  ανακοινώσεις,  χαρακτηρίζεται  τόσο από  την  δέσμευση  της  περικοπής  των  φόρων  για  την  βελτίωση  του  βιοτικού  επιπέδου  των  πολιτών  και  την  ανάπτυξη  της  αμερικανικής  οικονομίας, όσο  και  από  την  ενίσχυση  της  χρηματοδότησης  του  προκαλούμενου  δημοσιονομικού  ελλείμματος  από τα έσοδα  που  θα  προέλθουν  από την αύξηση  των  δασμών.

Όμως  σε  μακρο-οικονομικό  επίπεδο  αυτό  το  μείγμα  της  δημοσιονομικής  και  εμπορικής  πολιτικής  θα  συμβάλλει,  μεταξύ  άλλων, στην:

α) αύξηση  των  τιμών  των  εισαγόμενων  προϊόντων  στις  ΗΠΑ,

β)  μείωση  του  εισοδήματος  των  πολιτών  και  ιδιαίτερα  του   φτωχότερου  τμήματος  του  πληθυσμού, γ) μείωση  του  ρυθμού  αύξησης  του  ΑΕΠ, κ.λ.π.  

Στην  προοπτική  αυτή  αξίζει  να  σημειωθεί  ότι  η  επίδραση  των  δασμών  στα  εισαγόμενα προϊόντα  από  το  Μεξικό   και  από  τον Καναδά  στην  αύξηση  των  τιμών  στις  ΗΠΑ  θα  είναι άμεσες, δεδομένου  ότι  από  το  Μεξικό  εισάγεται  στις  ΗΠΑ  το   50%  των  λαχανικών  και  το  40% των  φρούτων    και  από  τον  Καναδά  το  60%  του αργού  πετρελαίου. Επίσης  από  το  Μεξικό  και τον  Καναδά  εισάγεται  στις  ΗΠΑ  σημαντικό  τμήμα  των  εξαρτημάτων  που  χρειάζονται  για  την παραγωγή  αυτοκινήτων (KReport, 2/2/2025).  

Παράλληλα  ο  Πρόεδρος  των  ΗΠΑ  γνωρίζει  ότι  μία επιτυχής προεδρία  του  θα  εξαρτηθεί  από τον  χαμηλό  πληθωρισμό, την  αναδιανομή  του εισοδήματος  προς  όφελος  των  μεσαίων  και  φτωχών  κοινωνικών  τάξεων  του  πληθυσμού  και από  τους  υψηλούς  ρυθμούς  ανάπτυξης. Τούτων  δοθέντων, απομένει να  αποδειχθεί  εάν  οι δασμοί  και ο προστατευτισμός  τον 21ο αιώνα θα  αποτελέσουν  την  βέλτιστη  πολιτική  επίτευξης, μεταξύ  άλλων,  των  προαναφερόμενων  στόχων  του  Προέδρου  των  ΗΠΑ.

*Ομότ. Καθηγητή  Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου  Πανεπιστημίου

Σχετικά Άρθρα