Υγρή βιοψία: Μία επαναστατική εξέλιξη στην ογκολογία
![Υγρή βιοψία: Μία επαναστατική εξέλιξη στην ογκολογία](https://www.libre.gr/wp-content/uploads/2023/08/karkinos.jpg)
Η υγρή βιοψία είναι μια επαναστατική τεχνική που μπορεί να αλλάξει τον τρόπο διάγνωσης και διαχείρισης του καρκίνου, προσφέροντας μια ελάχιστα επεμβατική και αποτελεσματική προσέγγιση στην εξατομικευμένη ιατρική. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο συμπληρωματικός της ρόλος και το όφελος στον μεταστατικό καρκίνο παχέος εντέρου.
Τι είναι η υγρή βιοψία
Η υγρή βιοψία είναι μια ελάχιστα επεμβατική διαγνωστική τεχνική, που επιτρέπει την ανίχνευση και ανάλυση γενετικού υλικού σε βιολογικά υγρά, όπως το αίμα, το σάλιο, τα ούρα ή το εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Σε αντίθεση με τη συμβατική βιοψία ιστού, η οποία απαιτεί χειρουργική αφαίρεση δείγματος ιστού, η υγρή βιοψία βασίζεται στη λήψη και ανάλυση κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων (CTCs) και κυκλοφορούντων ελεύθερων τμημάτων DNA (cfDNA ή ctDNA), που απελευθερώνονται από τον όγκο στην κυκλοφορία του αίματος.
Η υγρή βιοψία έχει αποκτήσει αυξανόμενο ενδιαφέρον στη σύγχρονη ογκολογία, καθώς επιτρέπει τη μη επεμβατική διάγνωση, την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου και την αξιολόγηση της απόκρισης στη θεραπεία.
Σύμφωνα με μελέτες, το ctDNA αντικατοπτρίζει το γενετικό προφίλ του όγκου, επιτρέποντας την έγκαιρη ανίχνευση μεταλλάξεων που σχετίζονται με αντίσταση στις θεραπείες, όπως επισημαίνουν η Παθολόγος, Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, η Παθολόγος – Ογκολόγος, Δρ. Μαρία Καπαρέλου και ο Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας, Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής ΕΚΠΑ, Θάνος Δημόπουλος.
Πλεονεκτήματα της υγρής βιοψίας
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της υγρής βιοψίας είναι η ικανότητά της να ανιχνεύει την ετερογένεια του όγκου, καθώς ένας όγκος μπορεί να περιέχει διαφορετικούς γενετικούς κλώνους που δεν ανιχνεύονται σε μια βιοψία ιστού. Επιπλέον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου και την ανίχνευση ελάχιστης υπολειμματικής νόσου μετά τη θεραπεία, μειώνοντας τον κίνδυνο υποτροπής.
Έγκριση της υγρής βιοψίας
Η υγρή βιοψία έχει ήδη εγκριθεί από τον FDA για ορισμένες κλινικές εφαρμογές, όπως στον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (NSCLC), ενώ χρησιμοποιείται και σε άλλους τύπους καρκίνου, όπως του μαστού και του παγκρέατος. Οι συνεχιζόμενες έρευνες επικεντρώνονται στη βελτίωση της ευαισθησίας και της ειδικότητάς της, ώστε να καταστεί βασικό εργαλείο στην εξατομικευμένη ιατρική.
Συνολικά, η υγρή βιοψία αντιπροσωπεύει μια επαναστατική εξέλιξη στην ογκολογία, προσφέροντας ακριβή και δυναμική παρακολούθηση της νόσου, μειώνοντας την ανάγκη για επεμβατικές διαδικασίες και συμβάλλοντας στην ανάπτυξη στοχευμένων θεραπειών.
Η σημασία της υγρής βιοψίας στον εντοπισμό μεταστατικού καρκίνου παχέος εντέρου
Η τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή φάσης III FIRE-4 επιβεβαιώνει την ακρίβεια της υγρής βιοψίας στον εντοπισμό μεταστατικού καρκίνου παχέος εντέρου με RAS/BRAF V600E wild type-μεταλλάξεις. Η μελέτη των Stintzing et al., που δημοσιεύτηκε στο Journal of Clinical Oncology, δείχνει τη μεγάλη κλινική σημασία της υγρής βιοψίας πριν από την έναρξη της θεραπείας.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της ASCO και της ESMO, οι αποφάσεις για τη θεραπεία πρώτης γραμμής στον μεταστατικό καρκίνο παχέος εντέρου βασίζονται σε χαρακτηριστικά του ασθενούς και μοριακές αναλύσεις του όγκου, με έλεγχο για ανεπάρκεια επιδιόρθωσης DNA, καθώς και για μεταλλάξεις BRAF V600E και RAS.
Στη μελέτη, συμμετείχαν 672 ασθενείς, οι οποίοι έλαβαν είτε FOLFIRI + cetuximab μέχρι προόδου της νόσου ή μη ανεκτή τοξικότητα (τυπικό σχήμα) είτε FOLFIRI + cetuximab με το σκέλος της συντήρησης να περιλαμβάνει εναλλαγή σε 5-FU + bevacizumab (πειραματικό σχήμα). Αναλύθηκαν δείγματα υγρής βιοψίας. Τα αποτελέσματα βοήθησαν σημαντικά στο σχεδιασμό των θεραπευτικών σχημάτων που χορήγησαν οι θεράποντες ιατροί στους ασθενείς.
Η υγρή βιοψία ανιχνεύει μεταλλάξεις που δεν εντοπίζονται σε δείγματα ιστού και είναι χρήσιμη στη διαχείριση της θεραπείας. Ο κύριος ερευνητής της μελέτης τόνισε τον συμπληρωματικό ρόλο της στην επιλογή θεραπευτικών στρατηγικών για το μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου.