Μόνο ένας ναζί μπορεί να καταστρέψει τη δημοκρατία σε μόλις 53 ημέρες
Με αφορμή την 80ή επέτειο απελευθέρωσης του ναζιστικού στρατοπέδου Αάουσβιτς, είναι μια καλή ευκαιρία ώστε να μάθουμε για την, αν μη τι άλλο, εκπληκτική άνοδο ενός από τους πιο βίαιους δικτάτορες του 20ού αιώνα. Κατάφερε να καταστρέψει μια καλά οργανωμένη δημοκρατία σε μόλις 53 ημέρες, απευθυνόμενος στον φόβο και το μίσος. Έκανε ουτοπικές υποσχέσεις, ενώ δεσμευόταν να αντικαταστήσει κυβερνητικούς αξιωματούχους που δεν ήταν πιστοί σε αυτόν. Προειδοποίησε ότι θα εκδίωκε τους ξένους που «δηλητηρίαζαν το αίμα της χώρας μας». Είχε την πρόθεση να χρησιμοποιήσει τον γερμανικό στρατό εναντίον των γερμανών πολιτών, σπάζοντας ένα βασικό κανόνα. Είπε ότι θα «αποστραγγίσει τον κοινοβουλευτικό βάλτο». Χρησιμοποίησε το σύνταγμα για να καταστρέψει το σύνταγμα.
Ο λαός ήθελε έναν ισχυρό ηγέτη. Ήθελε έναν ισχυρό ηγέτη που θα ήταν διατεθειμένος να σπάσει κανόνες. Ο Χίτλερ λοιπόν. Ο μοχθηρός ηγέτης των ναζιστών που σκόρπισε τον θάνατο, στην ανάγκη του να νιώσει δυνατός. Ένας ανθρωπάκος, γεμάτος ανασφάλειες αλλά και τόσο πανούργος που έγινε δικτάτορας με την βούλα του συντάγματος και τον νόμων. Με εκλογές, χωρίς αιματοχυσία, ανέλαβε τα ηνία της Γερμανίας και έμελλε να γράψει με μελανό χρώμα τις σελίδες της ιστορίας.
Το υπόβαθρο που ανέβασε τον Χίτλερ στην εξουσία
Μετά την επιστροφή του ως τραυματίας βετεράνος από τον καταστροφικό πόλεμο των χαρακωμάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χίτλερ και άλλοι πατριώτες Γερμανοί αισθάνθηκαν εξοργισμένοι και ταπεινωμένοι από τους αυστηρούς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, την οποία οι Σύμμαχοι υποχρέωσαν την νέα γερμανική κυβέρνηση, τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, να αποδεχτεί μαζί με την υποχρέωση να πληρώσει 33 δισεκατομμύρια δολάρια ως αποζημιώσεις πολέμου.
Η Γερμανία επίσης αναγκάστηκε να παραχωρήσει τις πολύτιμες αποικίες της και να παραδώσει εδάφη αξίας στη Γαλλία και την Πολωνία. Ο γερμανικός στρατός συρρικνώθηκε δραστικά και η χώρα απαγορεύτηκε να έχει υποβρύχια ή αεροπορία. «Θα στύψουμε το γερμανικό λεμόνι μέχρι να τσιρίξουν οι σπόροι!» εξήγησε ένας Βρετανός αξιωματούχος.
Η πληρωμή των καταστρεπτικών αποζημιώσεων αποσταθεροποίησε την οικονομία, προκαλώντας καταστρεπτικό πληθωρισμό. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1923, τέσσερα δισεκατομμύρια γερμανικές μάρκες ισοδυναμούσαν με ένα αμερικανικό δολάριο. Οι καταναλωτές χρειάζονταν μια καρότσα για να μεταφέρουν αρκετά χαρτονομίσματα για να αγοράσουν μια φραντζόλα ψωμί.
Ο Χίτλερ, ένας συναρπαστικός δημόσιος ομιλητής, απευθύνθηκε σε πολιτικές συγκεντρώσεις στο Μόναχο καλώντας για μια νέα γερμανική τάξη που θα αντικαθιστούσε τη δημοκρατική κυβέρνηση που θεωρούσε ανίκανη και αναποτελεσματική. Αυτή η Νέα Τάξη ξεχώριζε από ένα αυταρχικό πολιτικό σύστημα βασισμένο σε μια δομή ηγεσίας, όπου η εξουσία ασκούνταν από έναν υπέρτατο εθνικό ηγέτη.
Στη νέα Γερμανία, όλοι οι πολίτες θα υπηρετούσαν ανιδιοτελώς το κράτος, ή Volk (Έθνος), η δημοκρατία θα καταργούνταν και τα ατομικά δικαιώματα θα θυσιάζονταν για το καλό του κράτους του Φύρερ. Ο τελικός στόχος του Ναζιστικού Κόμματος ήταν να καταλάβει την εξουσία μέσω του κοινοβουλευτικού συστήματος της Γερμανίας, να εγκαθιδρύσει τον Χίτλερ ως δικτάτορα και να δημιουργήσει μια κοινότητα φυλετικά καθαρών Γερμανών, πιστών στον Φύρερ τους, που θα τους οδηγούσε σε μια εκστρατεία φυλετικού καθαρισμού και παγκόσμιας κατάκτησης.
Ο Χίτλερ απέδωσε την αδυναμία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στην επιρροή των Εβραίων και των κομμουνιστικών μειονοτήτων της Γερμανίας, τους οποίους ισχυριζόταν ότι προσπαθούσαν να καταλάβουν τη χώρα. “Υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες,” είπε σε ένα ακροατήριο στο Μόναχο το 1922. “Είτε η νίκη της Άριας φυλής, είτε η εξόντωση της Άριας φυλής και η νίκη του Εβραίου“. Ο νεαρός Χίτλερ έβλεπε την ιστορία ως μια διαδικασία φυλετικού αγώνα, με την ισχυρότερη φυλή—τη φυλή των Άριων—να επικρατεί τελικά με τη δύναμη των όπλων. “Η ανθρωπότητα έχει μεγαλουργήσει στον αιώνιο πόλεμο,” έγραψε ο Χίτλερ. “Θα εκφυλιστεί στην αιώνια ειρήνη.”
Οι Εβραίοι αντιπροσώπευαν για τους Ναζί ό,τι θεωρούσαν αηδιαστικό:
- τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό (ο οποίος, κατά τους Ναζί, ελέγχονταν από ισχυρούς Εβραίους χρηματιστές),
- τον διεθνισμό του κομμουνισμού (ο Καρλ Μαρξ ήταν Γερμανός Εβραίος και η ηγεσία του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν σε μεγάλο βαθμό Εβραϊκή),
- και τα σύγχρονα πολιτιστικά κινήματα όπως η ψυχανάλυση και η μουσική swing.
Ο Χίτλερ ήταν ο ιδεολόγος καθώς και ο κύριος οργανωτής του Ναζιστικού Κόμματος. Μέχρι το 1921, το κόμμα είχε μια εφημερίδα, μια επίσημη σημαία και έναν ιδιωτικό στρατό – τους Sturmabteilung (ελληνικά: Τάγματα Εφοδού) – που αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από άνεργους και απογοητευμένους βετεράνους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι το 1923, τα Τάγματα Εφόδου είχαν αυξηθεί σε 15.000 άνδρες και είχαν πρόσβαση σε κρυφές αποθήκες όπλων. Εκείνο το έτος, ο Χίτλερ και ο ήρωας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατηγός Έριχ Λούντεντορφ, προσπάθησαν να ανατρέψουν την εκλεγμένη περιφερειακή κυβέρνηση της Βαυαρίας με ένα πραξικόπημα γνωστό ως Putsch στο Beer Hall.
Ο γερμανικός στρατός συνέτριψε την εξέγερση και ο Χίτλερ πέρασε ένα χρόνο στη φυλακή – σε χαλαρό περιορισμό. Μετά την απελευθέρωση από τη φυλακή, ο Χίτλερ υποσχέθηκε να εργαστεί εντός του κοινοβουλευτικού συστήματος για να αποφύγει την επανάληψη του οπισθοδρομικού πλήγματος στο Beer Hall. Στη δεκαετία του 1920, ωστόσο, το Ναζιστικό Κόμμα ήταν ακόμα μια περιθωριακή ομάδα υπερεξτρεμιστών με μικρή πολιτική δύναμη. Έλαβε μόνο το 2,6% των ψήφων στις εκλογές του Ράιχσταγκ του 1928.
Όμως η παγκόσμια οικονομική ύφεση και η αυξανόμενη δύναμη των εργατικών συνδικάτων και των κομμουνιστών έπεισαν όλο και περισσότερους Γερμανούς να στραφούν στο Ναζιστικό Κόμμα. Οι Ναζί τρέφονταν με χρεοκοπίες τραπεζών και ανεργία – απόδειξη, είπε ο Χίτλερ, της αναποτελεσματικότητας της δημοκρατικής κυβέρνησης. Ο Χίτλερ δεσμεύτηκε να αποκαταστήσει την ευημερία, να δημιουργήσει πολιτική τάξη (συντρίβοντας τις βιομηχανικές απεργίες και τις διαδηλώσεις στους δρόμους από κομμουνιστές και σοσιαλιστές), να εξαλείψει την επιρροή των Εβραίων χρηματοδοτών και να κάνει την πατρίδα για άλλη μια φορά παγκόσμια δύναμη.
Μέχρι το 1932, οι Ναζί ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα στο Ράιχσταγκ…
Η αρχή της ναζιστικής θηριωδίας…
Ενενήντα δύο χρόνια πριν, αυτόν τον μήνα, τη Δευτέρα το πρωί, 30 Ιανουαρίου 1933, ο Άντολφ Χίτλερ διορίστηκε 15ος καγκελάριος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Σε μια από τις πιο εκπληκτικές πολιτικές μεταμορφώσεις στην ιστορία της δημοκρατίας, ο Χίτλερ ξεκίνησε να καταστρέφει ένα συνταγματικό κράτος μέσω συνταγματικών μέσων. Ακολουθεί μια βήμα-βήμα αναφορά για το πώς ο Χίτλερ αποδυνάμωσε και στη συνέχεια κατέρριψε τις δημοκρατικές δομές και διαδικασίες της χώρας του σε λιγότερο από δύο μήνες – συγκεκριμένα, σε έναν μήνα, τρεις εβδομάδες, δύο ημέρες, οκτώ ώρες και 40 λεπτά. Τα λεπτά, όπως θα δούμε, είχαν σημασία.
Ο Χανς Φρανκ υπηρέτησε ως προσωπικός δικηγόρος και κύριος νομικός στρατηγός του Χίτλερ κατά τα πρώτα χρόνια του ναζιστικού κινήματος. Ενώ αργότερα περίμενε την εκτέλεσή του στη Νυρεμβέργη για τη συμμετοχή του στις ναζιστικές θηριωδίες, ο Φρανκ σχολίασε την αξιοσημείωτη ικανότητα του Χίτλερ να ανιχνεύει «την ενδεχόμενη αδυναμία που κρύβεται σε κάθε τυπική μορφή του νόμου» και να εκμεταλλεύεται στυγνά αυτή την αδυναμία.
Μετά την αποτυχία του Πραξικοπήματος της Μπυραρίας του Νοεμβρίου 1923, ο Χίτλερ είχε παραιτηθεί από την απόπειρα ανατροπής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με βίαια μέσα, αλλά όχι από τη δέσμευσή του να καταστρέψει το δημοκρατικό σύστημα της χώρας, μια απόφαση που επανέλαβε σε έναν όρκο νομιμότητας μπροστά στο Συνταγματικό Δικαστήριο τον Σεπτέμβριο του 1930.
Επικαλούμενος το Άρθρο 1 του συντάγματος της Βαϊμάρης, το οποίο δήλωνε ότι η κυβέρνηση είναι έκφραση της θέλησης του λαού, ο Χίτλερ ενημέρωσε το δικαστήριο ότι μόλις πετύχαινε την εξουσία μέσω νόμιμων μέσων, είχε την πρόθεση να διαμορφώσει την κυβέρνηση όπως εκείνος το θεωρούσε σωστό. Ήταν μια απίστευτα προκλητική δήλωση.
- «Άρα, μέσω συνταγματικών μέσων;» ρώτησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου.
- «Ακριβώς!» απάντησε ο Χίτλερ.
Μέχρι τον Ιανουάριο του 1933, οι αδυναμίες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης – του συντάγματος των 181 άρθρων, το οποίο καθόριζε τις δομές και τις διαδικασίες για τα 18 ομοσπονδιακά κράτη της – ήταν τόσο εμφανείς όσο και άφθονες. Έχοντας περάσει μια δεκαετία στην αντιπολιτευτική πολιτική, ο Χίτλερ γνώριζε από πρώτο χέρι πόσο εύκολα μια φιλόδοξη πολιτική ατζέντα μπορούσε να επικρατήσει. Είχε καταφέρει να ενσωματώσει ή να εξουδετερώσει δεξιούς αντιπάλους και να παραλύσει τις νομοθετικές διαδικασίες για χρόνια, και για τους τελευταίους οκτώ μήνες, είχε παίξει παρεμποδιστική πολιτική, βοηθώντας στην ανατροπή τριών καγκελαρίων και δύο φορές αναγκάζοντας τον πρόεδρο να διαλύσει το Ράιχσταγκ (κτίριο που στεγάζει το Γερμανικό ομοσπονδιακό κοινοβούλιο) και να καλέσει σε νέες εκλογές.
Τα πρώτα φασιστικά βήματα στην εξουσία
Όταν ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος, ήθελε να αποτρέψει άλλους από το να του κάνουν ό,τι είχε κάνει εκείνος σε αυτούς. Αν και το ποσοστό ψήφων του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος του είχε αυξηθεί – στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1930, μετά την οικονομική κρίση του 1929, είχαν αυξήσει τη συμμετοχή τους στο Ράιχσταγκ σχεδόν εννέα φορές, από 12 αντιπροσώπους σε 107, και στις εκλογές του Ιουλίου του 1932, είχαν διπλασιάσει τη δύναμή τους με 230 έδρες- ήταν ακόμη πολύ μακριά από την πλειοψηφία. Οι έδρες τους αντιστοιχούσαν μόλις στο 37% του νομοθετικού σώματος, και η μεγαλύτερη δεξιά συμμαχία στην οποία ανήκε το Ναζιστικό Κόμμα έλεγχε μόλις το 51% του Ράιχσταγκ, αλλά ο Χίτλερ πίστευε ότι έπρεπε να ασκήσει απόλυτη εξουσία: «Το 37% αντιπροσωπεύει το 75% του 51%», ισχυρίστηκε σε έναν Αμερικανό δημοσιογράφο, εννοώντας ότι η κατοχή της σχετικής πλειοψηφίας ενός απλού ποσοστού ήταν αρκετή για να του δώσει απόλυτη εξουσία.
Ωστόσο, γνώριζε ότι σε ένα πολυκομματικό πολιτικό σύστημα, με συνεχείς συμμαχίες, οι πολιτικοί υπολογισμοί του δεν ήταν τόσο απλοί. Πίστευε ότι ένας νόμος εξουσιοδότησης ήταν κρίσιμος για την πολιτική του επιβίωση. Ωστόσο, η ψήφιση ενός τέτοιου νόμου – ο οποίος θα κατεδάφιζε τη διάκριση των εξουσιών, θα παραχωρούσε στην εκτελεστική εξουσία του Χίτλερ την αρμοδιότητα να νομοθετεί χωρίς έγκριση του κοινοβουλίου, και θα του επέτρεπε να κυβερνά με διατάγματα, παρακάμπτοντας τα δημοκρατικά θεσμικά όργανα και το σύνταγμα – απαιτούσε την υποστήριξη των δύο τρίτων της πλειοψηφίας στο διχασμένο Ράιχσταγκ.
Η διαδικασία αποδείχθηκε ακόμα πιο δύσκολη από ό,τι είχε προβλεφθεί. Ο Χίτλερ διαπίστωσε ότι οι δικτατορικές του προθέσεις εμποδίζονταν μέσα στις πρώτες έξι ώρες από την ανάληψη της καγκελαρίας του. Στις 11:30 το πρωί εκείνης της Δευτέρας, έδωσε τον όρκο να υπερασπιστεί το σύνταγμα, έπειτα πέρασε απέναντι στο ξενοδοχείο Κάιζερχοφ για να γευματίσει, και στη συνέχεια επέστρεψε στην Καγκελαρία του Ράιχ για μια ομαδική φωτογραφία με το «Κυβερνητικό Συμβούλιο του Χίτλερ», ακολουθούμενη από την πρώτη του επίσημη συνάντηση με τους εννέα υπουργούς του, ακριβώς στις 5 το απόγευμα.
Ο Χίτλερ άνοιξε τη συνάντηση με καυχησιολογία, λέγοντας ότι εκατομμύρια Γερμανοί είχαν υποδεχθεί την καγκελαρία του με «ευφροσύνη», και στη συνέχεια παρουσίασε τα σχέδιά του για την απομάκρυνση βασικών κυβερνητικών αξιωματούχων και την αντικατάστασή τους με πιστούς υποστηρικτές του. Σε αυτό το σημείο, στράφηκε στο κύριο θέμα της ατζέντας του: τον νόμο εξουσιοδότησης που, όπως ισχυρίστηκε, θα του έδινε τον χρόνο (τέσσερα χρόνια, σύμφωνα με τις διατάξεις του σχεδίου του νόμου) και την εξουσία που απαιτούνταν για να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της εκστρατείας του:
- να αναζωογονήσει την οικονομία,
- να μειώσει την ανεργία,
- να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες,
- να αποσυρθεί από τις διεθνείς συνθήκες,
- να καθαρίσει τη χώρα από ξένους που ισχυριζόταν ότι «δηλητηρίαζαν» το αίμα του έθνους,
- και να πάρει εκδίκηση από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Όταν ο Χίτλερ αναρωτήθηκε αν ο στρατός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να καταστείλει οποιαδήποτε δημόσια αναταραχή, ο υπουργός Άμυνας Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ απέρριψε την ιδέα αμέσως, παρατηρώντας ότι «ένας στρατιώτης εκπαιδεύεται να βλέπει έναν εξωτερικό εχθρό ως τον μοναδικό του πιθανό αντίπαλο». Ως αξιωματικός καριέρας, ο Μπλόμπεργκ δεν μπορούσε να φανταστεί Γερμανούς στρατιώτες να διατάσσονται να πυροβολούν Γερμανούς πολίτες στους γερμανικούς δρόμους για την υπεράσπιση της κυβέρνησης του Χίτλερ (ή οποιουδήποτε άλλου Γερμανού).
Ο Χίτλερ είχε εκλεγεί με την υπόσχεση να «αποστραγγίσει τον κοινοβουλευτικό βάλτο», για να βρεθεί τώρα να καταβυθίζεται σε μια κινούμενη άμμο κομματικών πολιτικών και να προσκρούει στους συνταγματικούς φραγμούς. Αντί να αναγνωρίσει την αντίσταση ή τις δυσάρεστες αλήθειες, αντέδρασε όπως συνήθως έκανε όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με αντίθετες απόψεις ή δυσκολίες: τις αγνόησε και επέμεινε με μεγαλύτερη επιμονή.
Η πυρκαγιά του Ράιχσταγκ και η καταστολή της αντιπολίτευσης
Στις 27 Φεβρουαρίου 1933, η Ράιχσταγκ πήρε φωτιά. Αν και οι συνθήκες της πυρκαγιάς παραμένουν θέμα συζήτησης, το Ναζιστικό καθεστώς έριξε αμέσως την ευθύνη στους Κομμουνιστές, χρησιμοποιώντας το γεγονός ως πρόφαση για την εφαρμογή κατασταλτικών μέτρων.
Ο πρόεδρος Πολ φον Χίντενμπουργκ, υπό την πίεση του Χίτλερ, υπέγραψε το Διάταγμα της Πυρκαγιάς της Ράιχσταγκ στις 28 Φεβρουαρίου.
Αυτό το διάταγμα ανέστειλε θεμελιώδη δικαιώματα όπως η ελευθερία του Τύπου, της έκφρασης και της συνάθροισης, και επέτρεψε μαζικές συλλήψεις χωρίς δίκη.
Στις επόμενες εβδομάδες, χιλιάδες κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες και πολιτικοί αντίπαλοι συνελήφθησαν ή εξαναγκάστηκαν σε εξορία.
Εκλογική χειραγώγηση και το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης
Στις 5 Μαρτίου 1933, η Γερμανία διεξήγαγε εκλογές σε ένα κλίμα εκφοβισμού και βίας. Οι Ναζί κέρδισαν το 44% των ψήφων, μια σημαντική αύξηση, αλλά εξακολουθούσε να είναι ανεπαρκές για την απόλυτη πλειοψηφία. Ωστόσο, με την απαγόρευση των Κομμουνιστών και την ακύρωση των εδρών τους, ο Χίτλερ απέκτησε τον απαραίτητο έλεγχο της Ράιχσταγκ.
Στις 23 Μαρτίου 1933, η Ράιχσταγκ ενέκρινε το Νόμο Εξουσιοδότησης, ο οποίος έδινε στον Χίτλερ δικτατορικές εξουσίες.
Αυτός ο νόμος, που κατέστρεφε επισήμως τις δημοκρατικές δομές της Βαϊμάρης, κατέστη δυνατόν χάρη στη χειραγώγηση του πολιτικού συστήματος και στον εκφοβισμό των παρόντων βουλευτών.
Με πλήρη έλεγχο της κυβέρνησης, ο Χίτλερ ξεκίνησε μια εκστρατεία συστηματικής καταπίεσης. Πολιτικοί αντίπαλοι συλλαμβάνονταν και αποστέλλονταν σε στρατόπεδα όπως το Νταχάου, το οποίο ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1933.
Ταυτόχρονα, το καθεστώς άρχισε να συγκεντρώνει την εξουσία στο Βερολίνο και να εξαλείφει την αυτονομία των ομόσπονδων κρατών.
Ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ως υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας, αναδιοργάνωσε την κρατική αστυνομία και χρησιμοποίησε τα τάγματα εφόδου με τα καφέ κοστούμια ως βοηθητική δύναμη για να καταπνίξει οποιαδήποτε μορφή διαφωνίας.
Η προπαγάνδα και ο συμβολισμός της εξουσίας
Στις 21 Μαρτίου 1933, ο Χίτλερ χρησιμοποίησε την λεγόμενη “Ημέρα του Πότσνταμ” ως εργαλείο προπαγάνδας για να κερδίσει την υποστήριξη των συντηρητικών ελίτ και να προβάλει μια εικόνα εθνικής ενότητας.
Ντυμένος σοβαρά, εμφανίστηκε δίπλα στον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ, ο οποίος φορούσε την στρατιωτική του στολή, σε μια εκδήλωση που είχε σκοπό να συμβολίσει τη συνέχεια μεταξύ του παλιού καθεστώτος και του νέου.
Λίγο αργότερα, ο Γιόζεφ Γκέμπελς διορίστηκε Υπουργός Προπαγάνδας, εδραιώνοντας τον έλεγχο του καθεστώτος πάνω στα ΜΜΕ και εξαλείφοντας οποιοδήποτε κατάλοιπο ελεύθερου Τύπου.
Μπορούσε να αλλάξει το ρου της ιστορίας;
Αν και η άνοδος του Χίτλερ θεωρείται τώρα αναπόφευκτη, οι ιστορικοί επισημαίνουν ότι αρκετές κρίσιμες αποφάσεις θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει την πορεία της ιστορίας.
Η αρχική απροθυμία του Χίντενμπουργκ να τον διορίσει καγκελάριο, στρατηγικά λάθη από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και η έλλειψη συνοχής μεταξύ των συντηρητικών διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ευκολία του Χίτλερ να φτάσει στην εξουσία.
Η περίπτωση του Χίτλερ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς ένας εχθρός του δημοκρατικού συστήματος μπορεί να χρησιμοποιήσει τους ίδιους τους νομικούς μηχανισμούς του για να το καταστρέψει.
Η άνοδός του και η εδραίωση της εξουσίας του σε λιγότερο από δύο μήνες υπογραμμίζουν τη σημασία της προστασίας των δημοκρατικών θεσμών από εκείνους που επιδιώκουν να τους αποδομήσουν.