Χρίστος Τσαντήλας / Αποχώρηση της Αμερικής από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα: Διεθνείς αντιδράσεις και πιθανές επιπτώσεις
Ένα από τα 220 εκτελεστικά διατάγματα που υπέγραψε κατά προτεραιότητα ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump, αμέσως μετά την ορκωμοσία του, ήταν η απόφαση απόσυρσης της Χώρας από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Αυτό προκάλεσε σοβαρό προβληματισμό σε όλους, όσοι κατανοούν την ανάγκη εντατικοποίησης των μέτρων για τον μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (ΚΑ).
Του Χρίστου Τσαντήλα*
Η Συμφωνία του Παρισιού, στην οποία συμμετέχουν 197 χώρες, έχει ως κεντρικό στόχο τη συγκράτηση της αύξησης θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας μέχρι το έτος 2100 στους 1.5 οC σε σύγκριση με την προβιομηχανική περίοδο. Αυτό θα επιτευχθεί με τη λήψη μέτρων που προσδιορίζονται χωριστά από τις χώρες που συμμετέχουν (εθνικά καθορισμένες εισφορές-NDCs). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) οι πολιτικές υλοποίησης των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού εκφράζονται μέσω της Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal) που αποτελεί τη στρατηγική της ανάπτυξης της ΕΕ που οδηγεί στην πράσινη μετάβαση (green transition) με τελικό στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας (climate neutrality-μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου) μέχρι το 2050). Τα αποτελέσματα μέχρι αυτή τη στιγμή δυστυχώς δεν είναι τα επιθυμητά, αφού στο 2024 είχε ήδη ξεπερασθεί το κατώφλι των 1.5 οC σε πολλές περιοχές του πλανήτη και, εάν αυτό συνεχίσει να επαναλαμβάνεται για πολλά χρόνια, οι στόχοι της Συμφωνίας κινδυνεύουν να αποτύχουν με μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στον πλανήτη.
Ο διεθνής τύπος για την αποχώρηση της Αμερικής από τη Συμφωνία
Η ανακοίνωση της απόσυρσης από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα αποτέλεσε κεντρικό θέμα στα διεθνή μέσα επικοινωνίας, που την προσέγγισαν με διαφορετικό τρόπο. Ο Guardian επισήμανε δηκτικά ότι η Αμερική μαζί με το Ιράν, τη Λιβύη και την Υεμένη είναι πλέον οι τέσσερις μόνο χώρες του πλανήτη που δεν συμμετέχουν στη Συμφωνία του Παρισιού. Οι New York Times ουδέτερα, σημείωσαν απλά ότι η αποχώρηση από τη Συμφωνία μπορεί να γίνει σε ένα έτος από σήμερα. Το Associated Press σημείωσε ότι η απόσυρση έγινε διότι ο πρόεδρος Trump πιστεύει ότι οι στόχοι της δεν συμβαδίζουν με τις αξίες της Αμερικής, επισημαίνοντας όμως παράλληλα ότι οι μισοί περίπου Αμερικανοί δεν συμφωνούν με την απόφαση του ούτε καν όλοι οι Ρεμπουπλικανοί, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση. Οι Financial Times, αδιάφορα, αναφέρoyn απλώς ότι η Αμερική είναι η μόνη χώρα μέχρι σήμερα που έχει αποχωρήσει από τη Συμφωνία του Παρισιού. Το Reuters με επικριτική διάθεση τόνισε ότι η Αμερική με την αποχώρησή της από τη Συμφωνία υπονομεύει την παγκόσμια προσπάθεια να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ), παρόμοια με το Bloomberg που επισημαίνει ότι ένας σκεπτικιστής για την ΚΑ δεν μπορεί να ακυρώσει τους στόχους της Συμφωνίας, διότι για την απαλλαγή από τον άνθρακα συμβάλλουν πολλοί παράγοντες εκτός της Αμερικής, όπως οικονομικοί και νέες τεχνολογίες.
Πως αντέδρασε ο ΟΗΕ
Η αντίδραση του ΟΗΕ εκδηλώθηκε με έντονο τρόπο μέσω του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού (WMO), επισημαίνοντας τις συνέπειες της ΚΑ, όπως το ρεκόρ αύξησης της θερμοκρασίας το 2024, τις 403 καιρικές και κλιματικές καταστροφές από το 1980 που κόστισαν 2,9 τρισεκ. δολ., αλλά και τις πρόσφατες πυρκαγιές στο Los Angeles με εκτιμώμενο κόστος μεγαλύτερο του 1 δισεκ. δολ (αναφ. 1). Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ δήλωσε χαρακτηριστικά από το παγκόσμιο οικονομικό forum του Davos (20-24/1/25) σχολιάζοντας την άποψη του Trump για τη συνέχιση εξόρυξης ορυκτών καυσίμων (drill, baby, drill) ότι «ο εθισμός του κόσμου στα ορυκτά καύσιμα είναι ένα “τέρας του Φρανκενστάιν” που δεν λυπάται τίποτα και κανέναν. Παντού γύρω μας, βλέπουμε σαφή σημάδια ότι το τέρας έχει γίνει αφέντης». Πρόσθεσε ακόμα ότι «αυτό που βλέπουμε σήμερα – άνοδο της στάθμης της θάλασσας, καύσωνες, πλημμύρες, καταιγίδες, ξηρασίες και πυρκαγιές – είναι απλώς μια προεπισκόπηση της ταινίας τρόμου που έρχεται» και απευθυνόμενους στους ηγέτες των μεγάλων τραπεζών, που αποσύρθηκαν από τις συμφωνίες για το κλίμα, τόνισε ότι βρίσκονται “στη λάθος πλευρά της ιστορίας, στη λάθος πλευρά της επιστήμης και στη λάθος πλευρά των καταναλωτών που αναζητούν περισσότερη βιωσιμότητα“.
Ολόκληρο άρθρο στο Anatropinews