Αναζητώντας την αυτοδυναμία…
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αναλύσεις για να περιγραφεί το αυτονόητο. Στην σημερινή συγκυρία, με τα βλέμματα όλων στραμμένα στις κινήσεις Τραμπ, με τις απειλές για επιβολή δασμών ακόμα και στα ευρωπαϊκά προϊόντα αν δεν αυξηθεί σημαντικά η αγορά αμερικανικού πετρελαίου και LNG, με την ανάγκη της ΕΕ να αυτονομηθεί σταδιακά από την αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ, και, φυσικά, με τα μείζονα κοινωνικά προβλήματα της καθημερινότητας που καραδοκούν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μάλλον δεν έχει χρόνο και διάθεση να ασχοληθεί με όσα λένε ο Γερουλάνος, ο Κατρίνης, ή η Διαμαντοπούλου περί σεναρίων συνεργασίας στην κεντροαριστερά.
Ούτε καν εάν το ΠΑΣΟΚ επαίρεται για το γεγονός ότι μερικές δικές του κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις αναγκάζουν την κυβέρνηση να προβαίνει σε διορθωτικές κινήσεις. Το τελευταίο το περιέγραφε, προ ημερών, σε κοινοβουλευτικό “πηγαδάκι” κορυφαίος υπουργός ως εξής: ” Εάν η κυβέρνηση δώσει κάτι στους πολίτες, ωθούμενη, ενδεχομένως, από την πίεση της αντιπολίτευσης, ο ψηφοφόρος που θα το πάρει δεν θα πει ευχαριστώ σε αυτόν που την ώθησε, αλλά, τελικά, στην ίδια την κυβέρνηση”. Έχει άδικο;
Τούτων δοθέντων, και για να μετρά καθένας το ύψος του στη σωστή ώρα και όχι ντάλα μεσημέρι, οι πρώϊμοι εκλογικοί σχεδιασμοί δεν μπορούν παρά να εκκινούν από “καλές προθέσεις” και ένα σχεδόν ηθικοπλαστικό “δέον γενέσθαι” και, μάλλον, να ολοκληρώνονται εκεί. Ποιά είναι, όμως, η πραγματικότητα που ίσως χαλάει ορισμένες ωραίες ιστορίες.
Πρώτον, με αφορμή την κούρσα κάποιων στα δεξιά της Ν.Δ να εκμαιεύσουν την εύνοια των τραμπικών απολήξεων στην Ευρώπη (λέγε με και… Έλον Μασκ), ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε τα εξής:
“Αναμφίβολα, λοιπόν, υπάρχει μια τάση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ προς αυτό που αποκαλούμε ‘σκληρή’ δεξιά ή ‘εξτρεμιστική’ δεξιά. Πιστεύω ότι στην Ελλάδα καταφέραμε να την περιορίσουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων που ψηφίζουν κόμματα τα οποία βρίσκονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά αυτά τα κόμματα, κατά τη γνώμη μου, εξακολουθούν να είναι κόμματα που βρίσκονται στο περιθώριο. Σίγουρα δεν αποτελούν μέρος και δεν θα αποτελέσουν μέρος οποιασδήποτε δυνητικής άσκησης οικοδόμησης συνασπισμού στο μέλλον. Αυτό δεν συμβαίνει στην Αυστρία, όπου η ακροδεξιά ηγείται τώρα του συνασπισμού για τη διακυβέρνηση της χώρας. Παλαιότερα ήταν ο μικρός εταίρος του συνασπισμού, τώρα, η ακροδεξιά στην Αυστρία είναι ο μεγαλύτερος εταίρος του συνασπισμού. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί στην Ελλάδα”.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μοιάζει με “εξορκισμό” της τραμπικής θεωρίας αλά Γκρέκα (στην υπόλοιπη Ευρώπη έχει βρει υποστηρικτές εδώ και καιρό και ίσως ενισχυθεί), ήτοι του Βελόπουλου, της Λατινοπούλου και άλλων που μπορεί να ορέγονται τέτοια σενάρια, όμως ο πρωθυπουργός φαίνεται να κλείνει τις χαραμάδες για την πιθανότητα να εξελιχθεί μελλοντικά κάποιο σχέδιο κυβερνητικής συνεργασίας της Ν.Δ με υπερδεξιούς γείτονες. Μεταξύ μας, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την επικεφαλής της Φωνής Λογικής υπουργό του Μητσοτάκη, ή τον Βελόπουλο να εγκαταλείπει αυτό που με κόπο έχτισε τα τελευταία χρόνια.
Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ δηλώνει σαφώς ότι δεν θα συγκυβερνήσει ποτέ με τη Ν.Δ. Λογικό, εάν ανατρέξει κανείς στο 4,6% που πήρε στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, μετά το πείραμα Σαμαρά- Βενιζέλου. Κι ας λέει, τώρα, ο Νίκος Παπανδρέου ότι εάν συνεργαστεί ο Ανδρουλάκης με τον Φάμελλο, το ΠΑΣΟΚ θα πάει στο 5%. Έχει ήδη συμβεί, αλλά …αλλιώς.
Αφού, λοιπόν, τα μεν σενάρια για δεξιο-υπερδεξιό κυβερνητικό σχήμα, τα “καίει” ο ίδιος, την δε πιθανότητα “μεγάλου συνασπισμού” την έχει “κάψει” ο Ανδρουλάκης, για τον Κυριάκο Μητσοτάκη έχει μείνει μόνο μία εκδοχή. Αυτοδυναμία της Ν.Δ, μέχρι τελικής πτώσεως…
Στις δημοσκοπήσεις, η Ν.Δ δείχνει να “τσιμπάει”. Όχι τόσο που να μπορούν στο Μέγαρο Μαξίμου να αισθάνονται σούπερ αισιόδοξοι, ούτε, όμως, φαίνεται να συνεχίζεται η καθοδική τάση των ευρωεκλογών. Εάν κατορθώσει, μάλιστα, η κυβέρνηση να γίνει αποτελεσματικότερη, εκλείψουν πολιτικοί “αυτισμοί” και αλαζονείες, ισορροπήσουν μεταξύ κεντρώου αφηγήματος και δεξιάς οπισθοφυλακής ( ο ανασχηματισμός θα δείξει πολλά…), τότε θα φτάσει η ώρα που θα τεθεί επιθετικά το δίλημμα της πολιτικής σταθερότητας και της ανάγκης για αυτοδυναμία. Δύσκολο, όχι απίθανο.
Τρίτον, ο μεγαλύτερος σύμμαχος, αυτή την ώρα, του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η απουσία εναλλακτικού αφηγήματος. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, παρότι περισσότερο δραστήριος κοινοβουλευτικά και πιό πολιτικός στην δεύτερη θητεία του, δεν κατορθώνει να ξεκολλήσει από ποσοστά μεσαίου κόμματος και να γίνει διεκδικητής της εξουσίας. Η εναλλακτική που του προτείνει ο Σωκράτης Φάμελλος για κοινό ψηφοδέλτιο σε μία εκλογική συμμαχία απέναντι στη Ν.Δ κάνει πολλούς στη Χαριλάου Τρικούπη να παίρνουν τα χάπια τους. Ακόμα κι εκείνοι που το σκέφτονται και περιμένουν να περάσει χρόνος για να το θέσουν, αμφισβητώντας έμμεσα την τακτική του προέδρου του κόμματος, εφόσον δημοσκοπικά το ΠΑΣΟΚ παραμείνει πέριξ του 17%, δεν τολμούν να καταθέσουν συγκεκριμένη πρόταση και περιορίζονται σε από κοινού (με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς) παρουσιάσεις βιβλίων, άντε και σε κοινοβουλευτικές συμπορεύσεις σε τροπολογίες. Επί της ουσίας, εγωϊσμοί, μικρομεγαλισμοί, και συμπεριφορές πριγκίπων στον χώρο της κεντροαριστεράς, επιτρέπουν τον πρωθυπουργό να αισθάνεται περισσότερο ασφαλής…