Εποχή Ντόναλντ Τραμπ: Καιρίδης, Βαμβακάς, Δεσποτόπουλος, Τζανιδάκης, γράφουν στο libre για την επόμενη μέρα

Εποχή Ντόναλντ Τραμπ: Καιρίδης, Βαμβακάς, Δεσποτόπουλος, Τζανιδάκης, γράφουν στο libre για την επόμενη μέρα

Ο Ντόναλντ Τραμπ ορκίστηκε 47ος Πρόεδρος των ΗΠΑ και ήδη υπέγραψε τα πρώτα προεδρικά διατάγματα ενώ η πρώτη ομιλία του προκαλεί ήδη αντιδράσεις σε όλο τον κόσμο. Για όσα αναμένεται να ακολουθήσουν τις επόμενες ημέρες γράφουν στο libre τέσσερις ειδικοί – διεθνολόγοι αναλυτές.

Πρόκειται για τους Δημήτρη Καιρίδη, Πέτρο Βαμβακά, Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο και Δημήτρη Τζανιδάκη.

«Η νέα αμερικανική πολιτική και η αντίδραση της Ευρώπης»

Του Δημήτρη Καιρίδη, Βουλευτής ΝΔ, Β1 Βόρειου Τομέα Αθηνών 

Η 20ή Ιανουαρίου 2025 υπήρξε το απόγειο της δόξας και της δύναμης του νέου Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τράμπ, γιατί, προφανώς, από την επομένη της ορκωμοσίας του ξεκίνησε, όπως συνήθως συμβαίνει, η φθορά της εξουσίας, τα προβλήματα στην άσκηση πολιτικής και, όχι πια μόνο ρητορικής και κριτικής. Ταυτόχρονα, αρχίζουν ίσως να αποκαλύπτονται και, συν τω χρόνω, να οξύνονται οι αντιφάσεις της μεγάλης και πολυσυλλεκτικής εκλογικής συμμαχίας που τον έφερε στην εξουσία.

Μια τέτοια σύγκρουση, με επίκεντρο το μεταναστευτικό, έχει ήδη προαναγγελθεί ανάμεσα στον κατεξοχήν εκπρόσωπο του «τεχνοβιομηχανικού κατεστημένου», Έλον Μασκ, και τους φανατικούς οπαδούς του Τραμπ της βάσης του λαϊκού κινήματος MAGA (Make America Great Again). Βεβαίως, όσο οι Δημοκρατικοί επικεντρώνονται στο φαίνεσθαι και χρησιμοποιούν χιλιοειπωμένα τσιτάτα περί φασισμού, τόσο θα ρίχνουν νερό στον μύλο των άγονων αντιπαραθέσεων περί της woke ατζέντας και των ταυτοτήτων. Με άλλα λόγια, όσο η πολιτική αντιπαράθεση δεν εστιάζει στην όποια ενδεχόμενη ανεπάρκεια των νεοεισερχόμενων, σε αυτά που κάνουν ή δεν κάνουν, και περιορίζεται στο τι εκπροσωπούν, τα πυρά της αντιπολίτευσης θα παραμένουν άσφαιρα και ο Τραμπ θα συνεχίσει να κυριαρχεί.

Για μερικούς αναλυτές, ο Τραμπ αποτελεί κίνδυνο για την αμερικανική δημοκρατία. Ακόμα και αν κάποιος θελήσει ορθά να αποδραματοποιήσει τις δηλώσεις και τις επιλογές του, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επανεκλογή του, και μάλιστα με νίκη αυτή τη φορά σε επίπεδο λαϊκής ψήφου, αποτελεί μια μεγάλη αλλαγή στο εσωτερικό της Δύσης, με πολλαπλές, άμεσες και έμμεσες συνέπειες για τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες.

Το τελευταίο που χρειάζεται η Ευρώπη είναι η αυτοθυματοποίησή της. Η νέα αμερικανική διοίκηση δεν έχει ούτε ανοχή ούτε υπομονή στα γεωστρατηγικά «κλαψουρίσματα», και αυτό που κατανοεί, και περισσότερο εκτιμά, είναι πόσο χρήσιμη μπορεί να είναι η Ευρώπη για τις ΗΠΑ. Καλά θα κάνουν, λοιπόν, οι Ευρωπαίοι να ξεπεράσουν το αρχικό σοκ των επιθέσεων του Τραμπ εναντίον τους, επιθέσεων που έχουν στοχεύσει τους φίλους και όχι τους αντιπάλους της Αμερικής, και να συσπειρωθούν, αξιοποιώντας την προεδρία Τραμπ ως ευκαιρία χειραφέτησης.

Στο πλαίσιο αυτό, θα είχε ενδιαφέρον η προσέγγιση της Ε.Ε. με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Νορβηγία, αλλά ακόμα και τον Καναδά, του οποίου η πολιτική κουλτούρα προσομοιάζει αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίστοιχες προσαρμογές οφείλει να κάνει και η ελληνική εξωτερική πολιτική, προκειμένου να ενισχύσει την αποτελεσματικότητά της στη νέα εποχή που έχει ανατείλει στην Ουάσιγκτον. Οι επικλήσεις περί διεθνούς δικαίου θα πρέπει διαρκώς να συμπληρώνονται με μια ψυχρή γεωστρατηγική ανάλυση κοινών συμφερόντων. Και, φυσικά, τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και η κοινωνία συνολικά θα πρέπει να επιμείνουν στην αύξηση της εθνικής ισχύος, που αποτελεί και την πιο σίγουρη εγγύηση για την ασφάλεια της πατρίδας μας.

«Η επόμενη μέρα της ορκωμοσίας»

*Πέτρος Βαμβακάς, αναπληρωτής Καθηγητής – Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων στο Emmanuel College στη Βοστώνη και Διευθυντής στο Ινστιτούτο Μελετών Ανατολικής Μεσογείου

Του Πέτρου Βαμβακά*

Τον περασμένο Οκτώβριο, ενόψει των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, υπήρχε μια γενικότερη ανησυχία ως προς το αποτέλεσμα και την πιθανότητα βίαιων επεισοδίων. Σήμερα, λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία του 47ου προέδρου των ΗΠΑ, υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις, ότι η δεύτερη τετραετία Τραμπ θα είναι πιο οργανωμένη και, εν μέρει, μια συνέχεια της στρατηγικής της απερχόμενης κυβέρνησης Μπάιντεν, αλλά με διαφορετική τακτική και ρητορική. Δείγματα αυτής της προσέγγισης είχαμε τους τελευταίους δυο μήνες σε διαφορετικά θέματα άμεσης σημασίας στην εξωτερική πολιτική. Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Χαμάς και Ισραήλ, οι δραματικές αλλαγές στην Συρία, η εκλογή προέδρου στον Λίβανο αλλά και η συμφωνία στην Αρκτική, μεταξύ Καναδά, ΗΠΑ και Φινλανδίας στις 13 Νοεμβρίου, λίγες ημέρες μόνο μετά την νίκη του Τραμπ σηματοδοτούν μια διπλωματική εναρμόνιση και μια κινητικότητα. Πρώτα στο να κλείσει η εμπόλεμη κατάσταση στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο, ώστε να μην υπάρχει απόκλιση από τον στρατηγικό στόχο της Αρκτικής και της Κίνας στην γεωπολιτική σκακιέρα. Η Ανατολική Μεσόγειος και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν εγκλωβίσει την Ρωσία τα τελευταία τρία χρόνια, πάντα με την βοήθεια της Αμερικής, έχοντας παρόμοιες επιπτώσεις στο ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι.

Η νέα κυβέρνηση Τραμπ δεν θα αλλάξει ριζικά την εξωτερική πολιτική με τους στρατηγικούς στόχους να παραμένουν αμετάβλητοι, καθώς και τον ανταγωνισμό με την Κίνα στα θέματα τεχνητής νοημοσύνης, επικοινωνίας,  καινοτομίας και εμπορίου και γεωπολιτικά με την Ρωσία. Αυτό που θα αλλάξει και το έχουμε δει τους τελευταίους δυο μήνες είναι ο τρόπος και η μεθόδευση. Το State Department του Τραμπ θα είναι περισσότερο υπό τον έλεγχό του, με τον «μικρό Μάρκο» στο πηδάλιο, αλλά θα κινηθεί μέσα στο πλαίσιο της εφαρμοσμένης τακτικής του «μιλάω δυνατά για να μην χρησιμοποιήσω το μεγάλο ραβδί». Το αντίστροφο του ιστορικού ιμπεριαλιστή και προοδευτικού  ηγέτη των Ρεπουμπλικάνων πριν 120 χρόνια, Teddy Roosevelt ο οποίος χρησιμοποιούσε την φράση “walksoftly and carry a big stick”.

Η εθνοκεντρική και «ιμπεριαλιστική» ρητορική του Τραμπ έχει ένα σημαντικό και απαραίτητα εσωτερικό ακροατήριο, έτσι ώστε να προχωρήσει χωρίς να χρειάζεται να αφήσει τους κεντρικούς στόχους της εξωτερικής πολιτικής. «Είμαι ο μόνος πρόεδρος που δεν άνοιξε νέα μέτωπα πολέμου», παρόλα αυτά δεν έκλεισε και κανένα μέτωπο.

Η μεγάλη αλλαγή στην δεύτερη τετραετία του Τραμπ είναι η συμμαχία του με τον Έλον Μασκ. Πρόκειται για μια συμμαχία μεταξύ ενός κράτους και ενός πολίτη. Εκτός από τις διάφορες αναλύσεις, έχουμε για πρώτη φορά μια τέτοια συμφωνία, διότι για πρώτη φορά έχουμε έναν παγκόσμιο πολίτη με τέτοια ισχύ, οικονομική, τεχνολογική, επικοινωνιακή, αμυντική και τώρα πολιτική. Η συμμαχία με τον Έλον Μασκ, διότι περί συμμαχίας πρόκειται, δεν είναι τυχαία. Ο Μασκ είναι ένας “ελεύθερος παίχτης”, ο οποίος θα μπορούσε να βρίσκεται σε κάποια άλλη συμμαχία, με την Κίνα, την Ρωσία, την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά είναι αυτόν τον καιρό με τις ΗΠΑ και ιδιαίτερα με τον Ντόναλντ Τραμπ. Αυτόν τον καιρό, διότι όπως και ο Τραμπ, ο Μάσκ είναι συστημικός διαταράκτης. Για τον Τραμπ το σύστημα όλο και περισσότερο αφήνει τις ΗΠΑ στο περιθώριο, ενώ για τον Μασκ οι συστημικοί κανόνες τον εγκλωβίζουν διότι είναι από την πλευρά της συνεχούς καινοτομίας.

Ο παράγοντας Μασκ, όσο γοητευτικός και εάν είναι, τόσο επικίνδυνος και απρόβλεπτος είναι. Διότι έχει μια ιστορία συνεχούς κινητικότητας. Η συνύπαρξη του με τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο της Αμερικής του δίνει μια πολιτική χροιά, την οποία δεν είχε μέχρι σήμερα, αλλά και την καθιστά απαραίτητη στους γεωπολιτικούς στόχους της Αμερικής ιδιαίτερα στον ανταγωνισμό με την Κίνα. Η εμφάνιση του Μασκ στην πολιτική σκηνή σηματοδοτεί την αδυναμία της Αμερικής σήμερα έναντι της Κίνας σε τομείς που ο Μασκ υπερέχει, όπως καινοτομία και τεχνολογία. Μια πρωτόγνωρη συμμαχία με τεράστια ερωτηματικά, σημάδι των καιρών του συνεχούς ανταγωνισμού και καινοτομίας. Εάν οι τελευταίοι δυο μήνες, μετά τις εκλογές είναι ενδεικτικοί, ο Τραμπ θα συνεχίσει στο πλαίσιο των σημερινών στρατηγικών στόχων με την εφαρμοσμένη του τακτική της πληθωρικής ρητορικής για να κρατήσει τον Αμερικανό πολίτη κοντά και τον συνομιλητή του σε άμυνα. Το μεγάλο ερωτηματικό είναι η συμμαχία με τον αντισυστημικό Μασκ  ο οποίος δεν έχει ούτε θεσμικό φραγμό, αλλά ούτε και προηγούμενο. Η επόμενη μέρα της ορκωμοσίας δεν θα αλλάξει άμεσα την εξωτερική και οικονομική πολιτική της Αμερικής, αλλά αυτή και μόνον η κυβερνητική συμμαχία σηματοδοτεί μια ριζικά νέα εποχή.

«Οι πρωτοφανείς δηλώσεις Τραμπ και Μασκ: Στρατηγικές πιέσεις ή ρητορική υπερβολή;»

Του Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου, διεθνολόγου

Οι πρώτες εβδομάδες της δεύτερης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ συνοδεύτηκαν από μια σειρά ασυνήθιστων δηλώσεων που έχουν προκαλέσει παγκόσμια αίσθηση. Με επίκεντρο χώρες όπως ο Καναδάς, η Γροιλανδία και ο Παναμάς, οι τοποθετήσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ – σε συνδυασμό με παρεμβάσεις από τον Έλον Μασκ, ισχυρό υποστηρικτή και συνεργάτη σε θέματα τεχνολογίας και γεωπολιτικής – φανερώνουν μια προσέγγιση που φαίνεται παράδοξη, αλλά ίσως είναι στρατηγική.

Με δηλώσεις που περιλάμβαναν την πιθανότητα επέκτασης της αμερικανικής επιρροής στη Γροιλανδία ή την αναδιαπραγμάτευση της εμπορικής σχέσης με τον Καναδά, ο Τραμπ δημιουργεί συνθήκες πίεσης για τους αυριανούς συνομιλητές του. Στον Παναμά, οι δηλώσεις του επικεντρώθηκαν στο ζήτημα της Διώρυγας, υπονοώντας πιθανές αμερικανικές διεκδικήσεις ή νέες εμπορικές συμφωνίες. Αυτές οι τοποθετήσεις, αν και ακούγονται εξωφρενικές, φέρουν τη σφραγίδα της επιχειρηματικής του νοοτροπίας.

Ο Ντόναλντ Τραμπ λειτουργεί ως επιχειρηματίας που γνωρίζει τη δύναμη της διαπραγματευτικής πίεσης. Η μέθοδος του περιλαμβάνει τη δημιουργία έντασης προκειμένου να ανοίξει διαύλους διαλόγου από θέση ισχύος. Το είχε δείξει στην πρώτη του θητεία, όταν, παρά τις σκληρές δηλώσεις του, απέφυγε τη στρατιωτική δράση σε περιπτώσεις όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα. Παρότι το οπλοστάσιο των ΗΠΑ παραμένει το ισχυρότερο στον κόσμο, ο Τραμπ προτιμά να χρησιμοποιεί την οικονομική και πολιτική ισχύ της χώρας για να επιτύχει στόχους.

Στις τρέχουσες δηλώσεις του για τη Γροιλανδία, για παράδειγμα, υπονόησε την επιθυμία των ΗΠΑ να διασφαλίσουν μεγαλύτερο έλεγχο στην Αρκτική ζώνη, επικαλούμενος ζητήματα ασφάλειας και ενεργειακών αποθεμάτων. Παρόμοια, οι αναφορές του στον Καναδά αφορούν κυρίως τη NAFTA και τις εμπορικές ανισότητες. Στον Παναμά, στόχευσε τη Διώρυγα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να προστατευθούν τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στις θαλάσσιες οδούς.

Αυτό το μοτίβο δηλώσεων δείχνει ότι ο Τραμπ προσπαθεί να φέρει δύσκολες συζητήσεις στο προσκήνιο, χρησιμοποιώντας μια ρητορική που προκαλεί αμηχανία στους αντιπάλους του αλλά δημιουργεί περιθώρια για διαπραγματεύσεις.

Ένας βασικός λόγος που ο Τραμπ επιδιώκει να δημιουργήσει τέτοιου είδους εντάσεις είναι η δυσθεώρητη πρόκληση του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ. Με το ομοσπονδιακό χρέος να ξεπερνά τα 33 τρισεκατομμύρια δολάρια και το έλλειμμα του προϋπολογισμού να αυξάνεται ραγδαία (ανέρχεται πλέον στα 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως), ο Τραμπ προσπαθεί να εξασφαλίσει καλύτερες οικονομικές συμφωνίες που θα ευνοήσουν την αμερικανική οικονομία.

Η έμφαση που δίνει στις εμπορικές ανισότητες, όπως με τον Καναδά και τον Παναμά, σχετίζεται άμεσα με αυτήν την οικονομική πίεση. Παράλληλα, η προσπάθεια να διασφαλιστεί η ενεργειακή ασφάλεια μέσω της Γροιλανδίας αντανακλά την ανάγκη να μειωθεί η εξάρτηση από εισαγόμενη ενέργεια και να ενισχυθούν οι εγχώριοι πόροι.

Ο Έλον Μασκ, που συχνά συνοδεύει αυτές τις δηλώσεις με δικές του τοποθετήσεις, προωθεί την τεχνολογική αυτάρκεια ως λύση για τα οικονομικά προβλήματα. Οραματίζεται επενδύσεις στις Αρκτικές περιοχές και συνεργασίες που θα μειώσουν την εξάρτηση από ξένους προμηθευτές κρίσιμων υλικών, όπως το λίθιο και το νικέλιο.

Σε κάθε περίπτωση, ένα από τα βασικά στοιχεία της στρατηγικής του Τραμπ είναι η αποφυγή στρατιωτικών συγκρούσεων, κάτι που είχε καταφέρει στην πρώτη του θητεία. Παρά τη σκληρή ρητορική, απέφυγε να εμπλακεί σε πολεμικές ενέργειες, προτιμώντας την οικονομική και διπλωματική πίεση.

Οι τρέχουσες δηλώσεις του μπορεί να μοιάζουν υπερβολικές, αλλά εξυπηρετούν έναν στόχο: να προετοιμάσουν το έδαφος για διαπραγματεύσεις από θέση ισχύος. Το ίδιο είχε κάνει με τη Βόρεια Κορέα, όπου, παρά τις απειλές, κατέληξε σε διάλογο. Αντίστοιχα, στη Μέση Ανατολή, απέφυγε την κλιμάκωση, εστιάζοντας στις οικονομικές κυρώσεις και στη διπλωματική απομόνωση αντιπάλων.

Οι δηλώσεις Τραμπ και Μασκ δείχνουν επίσης ότι η Ουάσιγκτον δεν εγκαταλείπει την επιδίωξη της παγκόσμιας κυριαρχίας, αλλά επανεξετάζει τη στρατηγική της. Ο Καναδάς, η Γροιλανδία και ο Παναμάς αποτελούν παραδείγματα περιοχών με στρατηγικό ενδιαφέρον, όπου οι ΗΠΑ επιδιώκουν να ενισχύσουν τη θέση τους. Παρότι η ρητορική αυτή προκαλεί αντιδράσεις, προσφέρει και ευκαιρίες για διάλογο, που ίσως οδηγήσουν σε νέες συμφωνίες και συνεργασίες. Η πρόκληση για τον Τραμπ είναι να διαχειριστεί το τεράστιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα, χωρίς να προκαλέσει αστάθεια στις διεθνείς σχέσεις. Το αν θα το καταφέρει, μένει να φανεί.

«Habemus Trump: Ξεχάστε τις ΗΠΑ που ξέρατε»

Του Δημήτρη Τζανιδάκη, Διεθνολόγος, Καθηγητής στο BCA College

Την πρώτη φορά πολλοί εξεπλάγησαν με την εκλογή του, ενδεχομένως ακόμα κι ο ίδιος. Η παρουσία και η ρητορική του δεν θύμιζαν σε τίποτα τον προκάτοχο του, Μπάρακ Ομπάμα, ούτε παρέπεμπαν στο κλασικό πρότυπο Αμερικανού ηγέτη. Στις Συνόδους Κορυφής και τις διμερείς συναντήσεις, είχε μάλλον καλύτερη χημεία με απολυταρχικούς ηγέτες παρά με εκλεγμένους Προέδρους δημοκρατικών κομμάτων. Η δυσθυμία του για εδραιωμένες σταθερές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής οφθαλμοφανής από τις πρώτες κιόλας μέρες της θητείας του. Η σχέση και η αντίληψη του για τη Δημοκρατία υποκειμενική κι αμφιλεγόμενη. Κι αν η ήττα του στις εκλογές του 2020 και τα γεγονότα στο Καπιτώλιο που ακολούθησαν, προεξοφλήθηκαν από πολλούς ως αφετηρία της πολιτικής του συνταξιοδότησης, ο ίδιος τους διέψευσε πανηγυρικά. 

Αναβαπτισμένος και απαλλαγμένος από το άχθος της επανεκλογής, ο Ντόναλντ Τραμπ εκκινεί έχοντας χαρτογραφήσει και επιλέξει φίλους και εχθρούς εντός κι εκτός ΗΠΑ. Οι προσκλήσεις που εστάλησαν για την τελετή ορκωμοσίας του είναι ενδεικτικές για τον τρόπο με τον οποίον θα πορευθεί, για τους ηγέτες που λογίζει ως συμμάχους και για τα κόμματα τα οποία θεωρεί συγγενικά. Ακροδεξιοί λαϊκιστές από όλον τον κόσμο γέμισαν τη λίστα καλεσμένων της ορκωμοσίας, την ίδια ώρα που απουσίαζαν από αυτήν τα ονόματα του Βρετανού Πρωθυπουργού, του Προέδρου της Γαλλίας, του Καγκελάριου της Γερμανίας και της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. 

Ως μέγιστη προτεραιότητα της νέας τετραετούς του θητείας, ο ίδιος θέτει την οικονομική θωράκιση των ΗΠΑ έναντι του συνεχώς αυξανόμενου ανταγωνισμού με την Κίνα. Στο πλαίσιο αυτό, έχει διαμηνύσει την επιβολή δασμών όχι μόνο στις Κινεζικές εισαγωγές αλλά και σε παραδοσιακούς συμμάχους όπως ο Καναδάς και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οικονομικές πολιτικές, δηλαδή, που παραπέμπουν σε έναν νέου τύπου μερκανταντιλισμό, μια ξεπερασμένη οικονομική θεωρία του παρελθόντος. Δεν έχει μείνει όμως μόνο σ’ αυτό. Οι πρόσφατες εξαγγελίες για τον τερματισμό της Συνθήκης για τη Διώρυγα του Παναμά, την εξαγορά της Γροιλανδίας από τη Δανία και την ενσωμάτωση του Καναδά ως 51η Πολιτεία των ΗΠΑ, καταδεικνύουν κάτι βαθύτερο· την πλήρη και άοκνη «επανεκκίνηση» του δόγματος Μονρόε στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, σύμφωνα με το οποίο «πρώτα και κύρια είναι η Αμερική». Ένα δόγμα που σε καιρούς ταραχώδεις, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. 

Συνοψίζοντας, η επαναφορά του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ανακατεύει την γεωπολιτική τράπουλα αλλάζοντας εμπεδωμένες ισορροπίες του παρελθόντος. Σε ένα ήδη αβέβαιο παγκόσμιο περιβάλλον, η μόνη βεβαιότητα είναι πως το μέλλον δεν θα μοιάζει με το παρελθόν.

Σχετικά Άρθρα