Πολιτικά συμπεράσματα από τις βασικές υποψηφιότητες για την ΠτΔ
Όπως δείχνουν οι μέχρι στιγμής ενδείξεις ο Κωνσταντίνος Τασούλας θα ανακηρυχθεί ως ο επόμενος Πρόεδρος της ελληνικής Δημοκρατίας μόνο με δεξιές και ακροδεξιές ψήφους. Προφανώς η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας θα ψηφίσει τον Ηπειρώτη πολιτικό σύσσωμη (άλλωστε η επιλογή αυτή από τον Κυριάκο Μητσοτάκη είχε ως στόχο τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση του κόμματός του) ενώ και οι Σπαρτιάτες, μέσω του προέδρου τους, άφησαν να εννοηθεί ότι θα στηρίξουν τη συγκεκριμένη επιλογή.
Ως προς τους τύπους και τους αριθμούς, είμαστε απολύτως εντάξει. Θα ξεπεράσει τις 160 ψήφους ο νέος Πρόεδρος. Ως προς την πολιτική ουσία είμαστε επίσης εντάξει; Θα έχει δηλαδή ο κ. Τασούλας τη μέγιστη δυνατή πολιτική “νομιμοποίηση” που αρμόζει στον κορυφαία πολιτειακό παράγοντα της χώρας; Θα είναι κοντολογίς ο πρώην πρόεδρος της Βουλής πρόεδρος της Δημοκρατίας όλων των Ελλήνων;
Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Ενω διανύουμε μία περίοδο κατά την οποία η ακροδεξιά σε όλη την Ευρώπη θεριεύει και απειλεί να επιβάλλει πλήρως την “μαύρη” ατζέντα της σε όλα τα ζητήματα, στην Ελλάδα χάσαμε μία σπουδαία ευκαιρία να την απομονώσουμε και να δείξουμε ότι οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου μπορούν να συνεννοηθούν για τα στοιχειώδη.
Η ιστορία θα γράψει: Ο κ. Τασούλας θα μπει στο Προεδρικό Μέγαρο και με τις ψήφους των Σπαρτιατών. Του κόμματος, δηλαδή που κατά γενική ομολογία, αποτέλεσε το όχημα μέσω του οποίου ο καταδικασμένος για πρωταγωνιστική συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής Ηλίας Κασιδιάρης επιχείρησε να κάνει και πάλι αισθητή την παρουσία του στα πολιτικά πράγματα, έστω και αν βρισκόταν πίσω από τα σίδερα της φυλακής. Δεν υπάρχει άνθρωπος στην Ελλάδα που να πιστεύει ότι χωρίς τον “σπόνσορσιπ” από τον άλλοτε βουλευτή της Χρυσής Αυγής θα εξασφάλιζαν ποτέ την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο οι Σπαρτιάτες.
Εν τω μεταξύ, την ώρα που το ακροδεξιό μόρφωμα υπέβαλλε τα διαπιστευτήρια του στον Κωνσταντίνο Τασούλα, στο κοινοβούλιο βρισκόταν σε εξέλιξη η συζήτηση για τη διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης των Σπαρτιατών! Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα είδος πολιτικής σχιζοφρένειας. Ο νέος πρόεδρος της Δημοκρατίας να εξασφαλίζει θετικές ψήφους από το κόμμα στο οποίο η Βουλή με απόφασή της δεν αποκλείεται να του διακόψει τη χρηματοδότηση αναγνωρίζοντας προφανώς ότι είναι απόληξη παράνομων διεργασιών.
Θα ήταν μάλλον αφελής να πιστέψει κανείς ότι ο Πρωθυπουργός δεν μπορούσε να φανταστεί τη συγκεκριμένη εξέλιξη. Παρ’ όλα αυτά επέλεξε τον κ. Τασούλα γνωρίζοντας, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι η υποψηφιότητα είχε δεξιό και μόνο πρόσημο. Ούτε βέβαια μπορεί να σταθεί το επιχείρημα ότι εφόσον το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ τον στήριξαν για πρόεδρο της Βουλής, θα έπρεπε να τον στηρίξουν και για το κορυφαίο πολιτειακό αξίωμα. Καμία σχέση το ένα με το άλλο, όσο και αν η κυβερνητική επιχειρηματολογία επιμένει αναζητώντας “στηρίγμα” και δικαιολογίες για μία απολύτως κομματική επιλογή.
Αρα, ένα είναι ξεκάθαρο. Ο Πρωθυπουργός με την εν λόγω επιλογή δεν ικανοποίησε μόνο τη βάση του δικού του κόμματος αλλά έκλεισε το μάτι στην ακροδεξιά στην οποία άλλωστε οι δημοσκοπικές διαρροές του δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητες. Κατά άλλους συντονίστηκε με το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό κύμα που φέρνουν την ακροδεξιά στον αφρό. Δεν ενδιαφέρθηκε για την ανακοπή της πορείας του κύματος αυτού προς την ακτή, αντίθετα έδωσε αέρα στα πανιά του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έβαλε για λίγο το κοστούμι του κεντρώου στην ντουλάπα και κατέβασε από αυτήν τη φορεσιά του παραδοσιακού δεξιού. Αλλωστε, η πολιτική ανεπάρκεια των αντιπάλων του τού δίνει το δικαίωμα να πατάει με άνεση σε δύο βάρκες χωρίς να κινδυνεύει να πέσει στο νερό.
Η Κεντροαριστερά, παράλληλα, αποδείχθηκε πολύ κατώτερη της περίστασης. Εχασε την ευκαιρία να στηρίξει την υποψηφιότητα Ράμμου, βάζοντας μετ’ επιτάσεως στη δημόσια συζήτηση το κεφαλαιώδες ζήτημα της προστασίας του κύρους των θεσμών και αντ’ αυτού επέλεξε μία σεχταριστική λογική με το κάθε κόμμα να προτείνει τελικά το δικό του υποψήφιο. Τακτικισμοί του χειρίστου είδους όταν είναι ολοφάνερο ότι χρειάζονται συνθέσεις, συνεργασίας, συμπράξεις αν πράγματι επιθυμούν να αποκρουστεί το ακροδεξιό κύμα που έρχεται.
Φάνηκε, κατά συνέπεια, για μία ακόμη φορά ότι ο Μητσοτάκης είναι απόλυτα κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού και ότι παραμένει το αδιαφιλονίκητο φαβορί για μία τρίτη πρωθυπουργική θητεία έστω και χωρίς αυτοδυναμία. Με την ακροδεξιά, έτσι και αλλιώς, βρίσκεται πλέον σε ανοιχτό δίαυλο.