Ντέιβιντ Λιντς: Η παρακαταθήκη ενός σκηνοθέτη με… “ατέλειες”- Πρωτοποριακός ουμανισμός, ασπρόμαυρη ευαισθησία, διαρκής πειραματισμός

Ντέιβιντ Λιντς: Η παρακαταθήκη ενός σκηνοθέτη με… “ατέλειες”- Πρωτοποριακός ουμανισμός, ασπρόμαυρη ευαισθησία, διαρκής πειραματισμός

Τον περασμένο Αύγουστο, ο David Lynch αποκάλυψε ότι διαγνώστηκε με εμφύσημα, επειδή κάπνιζε από πολύ μικρή ηλικία. «Το κάπνισμα ήταν κάτι που αγαπούσα πολύ, αλλά στο τέλος με χτύπησε. Ήταν μέρος της καλλιτεχνικής ζωής για μένα» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης, συγγραφέας και ζωγράφος, απεβίωσε σε ηλικία 78 ετών χωρίς να έχει γίνει γνωστή η αιτία θανάτου του… Ήταν υποψήφιος για Όσκαρ για τις ταινίες «Μπλε Βελούδο», «Ο άνθρωπος ελέφαντας» και «Οδός Μαλχόλαντ» . Ταινίες που βλέπεις ξανά και ξανά ανακαλύπτοντας όχι ακριβώς νέα στοιχεία, αλλά λόγους για να αγαπήσεις ακόμη περισσότερο την τέχνη του σινεμά. Πρωτοποριακός ουμανισμός, ασπρόμαυρη ευαισθησία, σκηνοθετική ευφυία, διαρκής πειραματισμός, παρακαταθήκες ανεξίτηλες στο σινεμά.

Στον «Ανθρωπο ελέφαντα» του 1980 υπάρχει μια σκηνή όπου ο φακός πλησιάζει αργά ζουμάροντας στο πρόσωπο του γιατρού Τριβς που υποδύεται ο Αντονι Χόπκινς, καθώς τα μάτια του τελευταίου υγραίνονται.

Ο κινηματογραφικός θρύλος λέει ότι ο Λιντς δεν ήταν ικανοποιημένος με τον τρόπο που η κάμερα προσέγγιζε τον ηθοποιό, οπότε έβαλε να φορτώσουν τον ήδη βαρύ μηχανισμό της με τσουβάλια άμμου, έτσι που οι χειριστές έπρεπε να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια για να την κινήσουν. Συγκινημένος από το ιδιοφυές αυτό εύρημα, ο Χόπκινς δάκρυσε αυθόρμητα.

  • Είτε ισχύει είτε όχι, το μικρό ανέκδοτο είναι ενδεικτικό ενός δημιουργού απόλυτα αφοσιωμένου στην τέχνη του και ταυτόχρονα ρηξικέλευθου, τολμηρού και ικανού να γεννήσει κινηματογραφική συγκίνηση από τις πιο απίθανες πηγές.

Ο «Ανθρωπος ελέφαντας», όπως και άλλες ταινίες του, έχει ατέλειες, ωστόσο ο πρωτοποριακός ουμανισμός και η ασπρόμαυρη ευαισθησία του αφήνουν όλα τα υπόλοιπα στη σκιά.

Το «Μπλε Βελούδο» (1986), έργο ωριμότητας πια, το οποίο παγιώνει τον μοναδικό «λιντσεϊκό» σουρεαλισμό – αυτόν που αντί να απλώνει το παράδοξο χέρι του σε μια κατά τα άλλα συνηθισμένη πλοκή, σε βυθίζει κατευθείαν μέσα στη δίνη του παραλόγου, από όπου θα αναδυθείς, αν το θες, με τις δικές σου δυνάμεις.

Σε αυτό το αριστούργημα, το νεο-νουάρ μυστήριο μπλέκεται με τολμηρές σεξουαλικές αναφορές και εικόνες, ενώ παράλληλα συστήνει το ταλέντο της Λόρα Ντερν και αποθεώνει διεστραμμένα αυτό του Ντένις Χόπερ.

Ενας άλλος πρωταγωνιστής του ωστόσο, ο Κάιλ ΜακΛάχλαν, θα γίνει ο ήρωας ενός άλλου, τηλεοπτικού αυτή τη φορά, μύθου. Το «Twin Peaks», το οποίο ο Λιντς συνυπογράφει με τον Μαρκ Φροστ, ξεκινάει από ένα κλασικό «ποιος το έκανε» αστυνομικό μυστήριο, για να καταργήσει ωστόσο στην πορεία κάθε πιθανό και απίθανο κανόνα του είδους και να εξελιχθεί, τουλάχιστον στον πρώτο κύκλο του, σε μια από τις πιο παράξενες, σαγηνευτικές εμπειρίες που μπορεί κανείς να απολαύσει μπροστά σε οποιουδήποτε μεγέθους οθόνη.

Πάντα με συνοδεία τη στοιχειωτική μουσική που δημιούργησε ο Αντζελο Μπανταλαμέντι μαζί με τον ίδιο τον Ντέιβιντ Λιντς.

  • Ο Λιντς ήταν επίσης συνδημιουργός της τηλεοπτικής σειράς Twin Peaks, που έγινε πολιτιστικό φαινόμενο. Μια σειρά που έμελλε να αλλάξει για πάντα το παγκόσμιο τηλεοπτικό τοπίο.

Για τους περισσότερους αποτέλεσε έκπληξη, εκείνη την εποχή, πως ο καταξιωμένος σκηνοθέτης του «Μπλε Βελούδου», που είχε προταθεί για τρία Όσκαρ σκηνοθεσίας και ετοιμαζόταν να τερματίσει πρώτος στην κούρσα του Φεστιβάλ των Καννών, κερδίζοντας τον πολυπόθητο Χρυσό Φοίνικα για την ταινία του «Ατίθαση Καρδιά», καταδέχτηκε να στρέψει το βλέμμα του σε ένα εμπορικό και ευτελές, κατά πολλούς μέσο, όπως η τηλεόραση.

«Ατίθαση Καρδιά» και «Χαμένη Λεωφόρος», που ακολούθησαν, είναι ενδεικτικές του συνεχούς πειραματισμού όχι απαραίτητα με τη φόρμα ή την αισθητική, αλλά με τα ίδια τα κλισέ θέματα, τα οποία μεταμορφώνονται μέσα από τη μοναδική «φωνή» του.

Η πρώτη του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες· η δεύτερη, επιεικώς δυσπρόσιτη για τον ανυποψίαστο θεατή, μεγάλωσε λίγο ακόμη τον καλτ μύθο του. Ισως γι’ αυτό η επόμενη, το «Straight Story», να ήταν η πιο προσγειωμένη και αυθεντικά συγκινητική της καριέρας του.

Η τελική σφραγίδα της δημιουργικότητάς του φυσικά μπήκε με το «Οδός Μαλχόλαντ» του 2001, πιθανώς την κορυφαία, σίγουρα όμως την πιο διάσημη ταινία του. Κι εδώ έχουμε μυστήριο, σουρεαλισμό, ερωτισμό, καθώς και παιχνίδι ταυτοτήτων, στοχασμό στη διασημότητα και στην ίδια τη δημιουργία.

Η ανακοίνωση της οικογένειας:

«Με μεγάλη μας λύπη εμείς, ως οικογένεια, ανακοινώνουμε τον θάνατο του ανθρώπου και καλλιτέχνη, του Ντέιβιντ Λιντς» ανέφερε η ανακοίνωση στη σελίδα του σκηνοθέτη στο Facebook. «Υπάρχει μια μεγάλη τρύπα στον κόσμο τώρα που δεν είναι πια μαζί μας. Αλλά, όπως θα έλεγε ο ίδιος, “να κοιτάς το ντόνατ, όχι την τρύπα”».

Η οικογένεια δεν διευκρίνισε την αιτία του θανάτου του αλλά ζήτησε από τα μέσα ενημέρωσης να σεβαστούν την ιδιωτικότητά της.

Συνοπτικά η ζωή του και οι σπουδαιότερες ταινίες του χρονολογικά

Ο Ντέιβιντ Λιντς γεννήθηκε στη Μοντάνα το 1946 και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Είχε παντρευτεί τέσσερις φορές και απέκτησε τέσσερα παιδιά.

Μεταξύ 1977-2006 γύρισε δέκα ταινίες μεγάλου μήκους, ξεκινώντας από την ασπρόμαυρη, σουρεαλιστική «Erasehead», την οποία χρηματοδότησε κάνοντας παράλληλα διάφορες δουλειές. Το 1990 τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών για την ταινία «Ατίθαση Καρδιά».

Ένα από τα αριστουργήματά του ο «Άνθρωπος ελέφαντας» (1980), μια συγκινητική ταινία για ένα δύσμορφο πλάσμα στη βικτοριανή Αγγλία. Αν και η επόμενη ταινία του, το «Ντιουν» (1984), μια επική ιστορία επιστημονικής φαντασίας, ήταν παταγώδης αποτυχία, επανήλθε δύο χρόνια αργότερα με το «Μπλε βελούδο», που επικεντρώνεται στον μυστηριώδη υπόκοσμο μιας κωμόπολης της Βόρειας Καρολίνας. Η ταινία αυτή θεωρείται από ορισμένους κριτικούς ως το αριστούργημά του και η καλύτερη της δεκαετίας.

Το 1990 σκηνοθέτησε τη σειρά «Twin Peaks», που έφερε επανάσταση στην τηλεόραση και μετέτρεψε σε «ντετέκτιβ» εκατομμύρια τηλεθεατές οι οποίοι γοητεύτηκαν από τις μυστηριώδεις υποθέσεις. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, επέστρεψε με το «Twin Peaks: The Return».

Είχε προταθεί πολλές φορές για το Όσκαρ σκηνοθεσίας και το 2019 τιμήθηκε τελικά με το χρυσό αγαλματίδιο για το σύνολο του έργου του. Στη Γαλλία, κέρδισε το βραβείο Σεζάρ καλύτερης ξένης ταινίας για την «Οδό Μαλχόλαντ». Σε μια δημοσκόπηση του BBC το 2016, με τη συμμετοχή 177 κριτικών απ’ όλον τον κόσμο, η «Οδός Μαλχόλαντ» ανακηρύχθηκε η καλύτερη ταινία του 21ου αιώνα – μέχρι εκείνη τη χρονιά.

Σχετικά Άρθρα