Κώστας Σημίτης, μία σύντομη αποτίμηση
Ο ιστορικός του μέλλοντος έχει πολλούς λόγους να μην είναι φειδωλός με τον Κώστας Σημίτη που έφυγε στα 88 του χρόνια. Ήταν αναμφίβολα από εκείνους, τους ελάχιστους πολιτικούς, που κατόρθωσαν να συνδέσουν την εποχή τους με σημαντικά επιτεύγματα, με θετικά ορόσημα, όσο και με αμφιλεγόμενες στιγμές, ακόμα και με μελανά σημεία στον πολιτικό χάρτη. Εάν κανείς, ωστόσο, προσπαθήσει να σταθεί όσο το δυνατόν πιό αντικειμενικά, ακόμα και ουδέτερα, αλλά πάντως χωρίς τα παραμορφωτικά γυαλιά της κομματικής απολυτότητας που οξύνει τα πάθη και διαστρεβλώνει τα γεγονότα, απέναντι στον πολιτικό Κώστα Σημίτη, οφείλει να υπερβεί τα στερεότυπα και να πει μερικά βασικά πράγματα. Και το απόσταγμα είναι θετικό.
Ο Κώστας Σημίτης ήταν πολλά. Ήταν ο αντιστασιακός κατά της Χούντας, ήταν συνιδρυτής του ιστορικού εκείνου κύματος του ΠΑΣΟΚ, ήταν διανοούμενος, ήταν ο επί δύο θητείες πρωθυπουργός της χώρας σε μία μεταβατική εποχή που συνδυάστηκε με το πέρασμά της στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, ήταν, εν τέλει, ο πολιτικός που εκπόνησε και εκπροσώπησε ένα πολιτικό ρεύμα, τον εκσυγχρονισμό. Το τελευταίο, στη γενική εκδοχή του (διότι επί μέρους εμφιλοχώρησαν αρκετά αρνητικά) δεν είναι κάτι σύνηθες στο εγχώριο πολιτικό σύστημα, δεν είχαν πολλοί, δηλαδή, την ευκαιρία να υπερβούν το στενό πλαίσιο της διακυβέρνησης και να δημιουργήσουν πολιτική σχολή και στρατηγική για τη χώρα.
Αρκετοί λένε πως η κυβερνητική περίοδος Σημίτη δεν ήταν ενιαία, άλλη πνοή είχε από το 1996 μέχρι το 2000, κι άλλη μετά. Ίσως έχουν δίκιο, όμως εν τέλει η ιστορία αξιολογεί συνολικά έναν πολιτικό και όχι τμηματικά.
Αναμφίβολα, αυτή η περίοδος συνδέθηκε με το απόστημα της κρατικής διαφθοράς και, όπως τον κατηγόρησαν, με την ανοχή απέναντι σε αυτήν, με πιό σοβαρά γεγονότα τα σκάνδαλα στις προμήθειες των εξοπλιστικών συστημάτων. Συνδέθηκε, όπως εκ των υστέρων έχει ειπωθεί, και με την χαμένη ευκαιρία του ασφαλιστικού (ν/σ Γιαννίτση), με την αδυναμία του, δηλαδή, να αντισταθεί στον εσωκομματικό λαϊκισμό και την απειλή του πολιτικού κόστους. Συνδέθηκε με την υπόθεση των swaps, κάτι που για ορισμένους υπήρξε η αρχή μιας οικονομικής διαχείρισης που -μαζί με άλλα- συνεχίστηκε ή και εντάθηκε από τις κυβερνήσεις της Ν.Δ και οδήγησε στην χρεοκοπία του 2009-10. Μπορεί να αναφέρει κανείς και άλλα τέτοια σημεία εκείνης της περιοόδου.
Συνδέθηκε, όμως, και με την χαλύβδινη αντίδρασή του στις αντιλήψεις Μεσαίωνα που απείλησαν ως κύμα να τον καταπιούν στην υπόθεση με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Συνδέθηκε με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, με τα μεγάλα έργα και την διοργάνωση (με όλες τις ενστάσεις για το κόστος) των Ολυμπιακών Αγώνων που βοήθησε την Ελλάδα να ανέβει επίπεδο διεθνώς και μάλιστα σε μία στιγμή που το είχε ανάγκη, την υπαγωγή στο ευρώ.
Στην περίοδό του, συγκέντρωσε δίπλα του -ή συγκεντρώθηκε δίπλα του- σημαντικά πρόσωπα, όπως ο αείμνηστος Νίκος Θέμελης, διανοούμενους και τεχνοκράτες, αλλά και σημαιοφόρους του λαϊκισμού και της κομματικής καμαρίλας. Όμως, δεν μπορεί παρά να του αναγνωριστεί ότι παρήγαγε πολιτική και αποτέλεσμα. Και ότι στις μέρες του δημιουργήθηκε ένας μικρός αστερισμός πολιτικών στελεχών και τεχνοκρατών.
Θα ανέμενε κανείς στα στερνά του να μιλήσει με μεγαλύτερη ευθύτητα για τις προσπάθειες πολιτικών αντιπάλων του, ή να σταθεί περισσότερο αυτοκριτικά για όσα συνέβησαν επί των ημερών του. Θα ήταν, όμως, άδικο, να μην επισημανθεί η πολιτική παρακαταθήκη που άφησε για το κόμμα του και για το ίδιο το πολιτικό σύστημα…