Ελλάδα-Τουρκία/ Το φοβικό σύνδρομο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

Ελλάδα-Τουρκία/ Το φοβικό σύνδρομο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

Το 2024 υπήρξε ένας έντονος χρόνος με γεωπολιτικές μεταβολές μικρού έως μεγάλου βεληνεκούς. Στην ουσία, το 2024 συνεχίστηκαν γεγονότα τα οποία είχαν ξεκινήσει τον προηγούμενο χρόνο (όπως οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στην Παλαιστίνη), αλλά υπήρξαν και εξελίξεις σημαντικές, όπως η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ και η αναμενόμενη εκλογική επιτυχία στις ΗΠΑ, του κ. Τραμπ, τα καθοριστικά γεγονότα του χρόνου που μας αφήνει. Από ελληνικής πλευράς και πάλι το ‘24 συνεχίζει το ‘23, τόσο στα ελληνοτουρκικά, όσο και στο Κυπριακό. Και στις δυο περιπτώσεις τα ήρεμα νερά και η τάση προσέγγισης συνεχίζεται στα καθαρά ελλαδικά, ενώ στο Κυπριακό υπάρχει μια κινητικότητα, που και αυτή, όμως, μπορεί να είναι επίπλαστη, καθώς ο κ. Ερντογάν συνεχίζει να επιμένει στα δυο χωριστά κράτη ως τη μόνιμη λύση του κυπριακού προβλήματος.

Του Χρήστου Ροζάκη*

Αλλά ας πάρουμε τα θέματα με τη σειρά: Αθήνα και Άγκυρα συνέχισαν μέσα στη χρονιά την προσέγγιση σε θέματα χαμηλής πολιτικής (μεταξύ άλλων και το μεταναστευτικό ζήτημα, αν αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί δευτερεύουσας σημασίας) και ακολουθούνται πιστά οι προγραμματισμένες συναντήσεις του Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, των Υπουργών των Εξωτερικών και του Ανώτατου Συμβουλίου, που αποτελείται από πληθώρα Υπουργών των δυο κυβερνήσεων. Αλλά, στην ουσία, οι αποστάσεις των δυο χωρών εξακολουθούν να απέχουν ριζικά, καθώς η ελληνική πολιτική ακολουθεί τη γραμμή του Ανδρέα Παπανδρέου, που πρώτος θέσπισε ως μόνη διαφορά με τη γείτονα τη διαφορά για την υφαλοκρηπίδα, ενώ προστέθηκε μετά και η ΑΟΖ, η οποία δεν διαφέρει ριζικά από την υφαλοκρηπίδα, αφού αποτελεί μια ζώνη αυξημένης δικαιοδοσίας, σε σχέση με την πρώτη.

Πράγματι η ΑΟΖ, η οποία χωρικά καταλαμβάνει την ίδια έκταση με την υφαλοκρηπίδα (200 ν.μ. στις περισσότερες των περιπτώσεων), έχει ως προστιθέμενη αξία, σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα, την αποκλειστικότητα της αλιείας στην υδάτινη στήλη που υπέρκειται του βυθού και την αποκλειστικότητα χρήσης των κυμάτων και του αέρα στην επιφάνεια της θάλασσας, για παροχή ήπιας ενέργειας. Άρα το δόγμα Παπανδρέου κατόρθωσε να επιβληθεί του δόγματος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που συζητούσε εφ΄ όλης της ύλης με τους Τούρκους. Και οι προσπάθειες του κ. Κωνσταντίνου Σημίτη να απεγκλωβιστεί από το δόγμα Παπανδρέου δεν απέδωσαν καρπούς, διότι οι πρόωρες εκλογές που ακολούθησαν τη δεύτερη θητεία του δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση του έργου του. Κατά συνέπεια, βρισκόμαστε από πλευράς Ελλάδας στη φάση της δεκαετίας του 80. Τη στιγμή που οι Τούρκοι έχουν συσσωρεύσει πολλές διεκδικήσεις και αιτιάσεις εις βάρος μας.

Τα ουσιαστικά προβλήματα που προκύπτουν από αυτήν την άνιση εξίσωση , εφόσον οι δυο πλευρές εμμένουν στις άκαμπτες θέσεις τους, υποχρεώνουν τις δυο χώρες να αρκούνται σε επίλυση μόνο των δευτερευόντων προβλημάτων και σε αποχή από τις εντάσεις, που παρουσίαζαν οι υπερπτήσεις πολεμικών αεροπλάνων, στον αέρα, και πολεμικών πλοίων, στις θάλασσες. Είναι κάτι που μπορεί να διατηρηθεί για ένα διάστημα, αλλά μπορεί και να ανατραπεί αιφνιδίως. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι η Τουρκία θεωρεί παραβίαση των συμφωνημένων κάθε κίνηση από την ελληνική πλευρά, ακόμα και νόμιμη από πλευράς του Διεθνούς Δικαίου, που μπορεί να λάβει χώρα στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό μας το υπέδειξε η παρουσία των τουρκικών πολεμικών πλοίων στο πρόσφατο επεισόδιο της Κάσου, όπου μια απολύτως νόμιμη ενέργεια της Ελλάδας, βρήκε τη σθεναρή απάντηση της γειτονικής μας χώρας, η οποία είναι πεπεισμένη, κατά δηλώσεις αρμοδίων προσώπων, ότι ισχύει το ακέραιο η Βέρνη, η οποία, όμως, αφορούσε διαπραγματεύσεις που έχουν από δεκαετίες διακοπεί.

Που, άραγε, οφείλεται αυτό το φοβικό σύνδρομο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής;

Είναι αλήθεια ότι ορισμένες διεκδικήσεις της Τουρκίας έχουν στοιχείο υπερβολής και είναι καθαρά μαχητές. Λ.χ. αυτή η σχετικά πρόσφατη διασύνδεση της κυριαρχίας των ανατολικών νησιών μας με την κυριαρχία πάνω σε αυτά είναι ένα εξοργιστικό επιχείρημα, που δεν στηρίζεται πουθενά στο Διεθνές Δίκαιο και, δικαίως, η Ελλάδα αρνείται να το συζητήσει.

Υπάρχει, όμως, και μια σειρά από θέματα που θέτει η Τουρκία που δεν είναι εντελώς παράλογα και μπορούν να συζητηθούν: Το θέμα παγκόσμιας πρωτοτυπίας, να έχουμε 6 ν.μ. αιγιαλίτιδας ζώνης και εθνικό εναέριο χώρο 10 ν.μ. Ή, ακόμα, τα 12 ν.μ. αιγιαλίτιδας ζώνης παντού στο Αιγαίο, που σε μια τέτοια περίπτωση θα έκλειναν ασφυχτικά το Αιγαίο στη διεθνή ναυσιπλοΐα (ακούω με χαμόγελο όσους υποστηρίζουν τα 12 ν.μ. και δικαιολογούν τη θέση τους ότι αντί της ελεύθερης ναυσιπλοΐας θα υπάρχει η αβλαβής διέλευση των πλοίων τρίτων χωρών, γνωρίζοντας ότι η κυριαρχία της θάλασσας στην αιγιαλίτιδα ανήκει στο παράκτιο κράτος, και η αβλαβής διέλευση είναι μια παραχώρησή του στην ελευθερία των θαλασσών).

Υπήρξε εποχή, στη διάρκεια της διακυβέρνησης του κ. Σημίτη, που είχαμε φτάσει στη λογική λύση, τα ηπειρωτικά εδάφη να έχουν 12 ν.μ. και τα νησιά να παραμείνουν στα 6 ν.μ.

Αυτή η λύση δεν μακροημέρευσε καθώς την συμπαρέσυρε η κυβερνητική αλλαγή. Και επιστρέψαμε στην άποψη ότι η Ελλάδα θα κρίνει πότε θα εφαρμόσει τη λύση των 12 ν.μ. Και δεν γίνεται σκέψη να αναβάλλουμε την επέκταση, μετά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, σε όσα τμήματα το εύρος της οριοθετημένης ελληνικής υφαλοκρηπίδας επιτρέπει μια τέτοια επέκταση.

Είναι βέβαιο ότι η Τουρκία έχει υπερφίαλες απαιτήσεις. Όπως η «Γαλάζια Πατρίδα», που φτάνει αυθαίρετα στη μέση του Αιγαίου, και στο ήμισυ της Ανατολικής Μεσογείου, αγνοώντας τα ελληνικά νησιά. Αλλά αυτό δε πρέπει να μας εμποδίσει να συζητάμε μαζί της, και σε περίπτωση αδιεξόδου να καταφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης για μια αντικειμενική δικαστική επίλυση.

Τέλος, το κυπριακό πρόβλημα παραμένει εκκρεμές από το 2017, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία αποχώρησε από τις διαπραγματεύσεις. Ο κ. Ερντογάν έριξε την ιδέα των δυο κυριάρχων κρατών και θεώρησε ότι η ιδέα της δικοινοτικής διζωνική Ομοσπονδίας έχει αποβιώσει. Δεν γνωρίζω αν η θέση αυτή είναι ειλικρινής ή αποτελεί μια μαξιμαλιστική άποψη, ώστε να αναγκάσει την Κυπριακή Δημοκρατία σε βασικές υποχωρήσεις, στην κατεύθυνση μιας αμιγούς αναζήτησης πολιτικής ισότητας και εναλλασσόμενης προεδρίας. Όπως και να έχουν τα πράγματα η επίλυση του Κυπριακού δεν είναι ορατή στο άμεσο μέλλον και μαζί με αυτήν η πολυπόθητη ένταξη στο ΝΑΤΟ, που για χρόνια οι Ελληνοκύπριοι δεν ήθελαν να την ακούσουν.

*Το άρθρο του καθηγητή Χρ. Ροζάκη δημοσιεύτηκε στο KREPORT

Σχετικά Άρθρα