Άρθρο libre/Γιώργος Σεφερτζής: Το κενό ηγεσίας και ο νικητής του πολιτικού ανταγωνισμού το 2024

Άρθρο libre/Γιώργος Σεφερτζής: Το κενό ηγεσίας και ο νικητής του πολιτικού ανταγωνισμού το 2024

Με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, την βελούδινη απομάκρυνση  του Άσαντ από την Συρία και τις πολεμικές εξελίξεις στα μέτωπα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου να προοιωνίζονται πλείστες όσες άλλες ανατροπές στην διεθνή πολιτική σκηνή, ο απολογισμός των εξελίξεων στην ελληνική πολιτική σκηνή της χρονιάς που πλέον φτάνει στην λήξη της είναι μια λιγότερο απλή υπόθεση από αυτή που φαίνεται να αντιλαμβάνονται όσοι εξακολουθούν να επαναλαμβάνουν την αμήχανη θεωρία της κυριαρχίας του ενός κόμματος ή οι άλλοι που βλέπουν να αναβιώνει οσονούπω ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης ωσάν να είναι συγκρίσιμη η νέα εποχή των αβυσσαλέων κοινωνικών ανισοτήτων που διαγράφεται στον ορίζοντα με την εποχή της συνεχούς ανόδου των μεσοστρωμάτων και της διάχυσης της κοινωνικής ευημερίας που μοιάζει να έχει  παρέλθει οριστικά και αμετάκλητα.

Του Γιώργου Σεφερτζή

Γιώργος Σεφερτζής, Πολιτικός Επιστήμονας-αναλυτής

Είναι, ωστόσο,  αλήθεια ότι κάτω από την φαινομενική ακινησία των εκλογικών συσχετισμών υπάρχει μια κάποια αναλογία όχι, όμως, με τις “ένδοξες δεκαετίες” του σχεδίου Μάρσαλ και της οικονομικής ανασυγκρότησης της γηραιάς ηπείρου, αλλά με την οργιώδη κινητικότητα που αναπτύχθηκε στην διάρκεια  του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου από τα ιδεολογικά, πολιτισμικά και πολιτικά ρεύματα που κυριάρχησαν την “εποχή των άκρων” κυοφορώντας τον τότε νέο κόσμο του 20ου αιώνα.

Δεν είναι εδώ ο χώρος για να αναλυθεί διεξοδικότερα αυτή η σκέψη ούτε να διευκρινιστούν τα όρια πέραν των οποίων διατρέχει και αυτή τον κίνδυνο να γίνει ανιστόρητη και αποσπασματική. Σε κάθε πάντως περίπτωση γεγονός παραμένει ότι η δυτική δημοκρατία και το αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα έχουν εισέλθει σε έναν κύκλο προϊούσας παρακμής με την εμπιστοσύνη στους πολιτικούς θεσμούς να καταρρέει, τον ατομισμό να γενικεύεται και τα Ακροδεξιά μορφώματα να εξελίσσονται σε μαζικά καταφύγια απόγνωσης τόσο των αποκλεισμένων εκτός των τειχών του “συστήματος” όσο και των τρομοκρατημένων με την ιδέα ότι τίποτα δεν τους εγγυάται την διατήρηση της κεκτημένης θέσης τους στην κοινωνική ιεραρχία και του κοινωνικού status που τους επέτρεπε μέχρι σήμερα να απολαμβάνουν ανυποψίαστοι ανέσεις και δικαιώματα ζωής.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Και είναι σίγουρο ότι σωρεύεται και πάλι πολύς θυμός, οργή και απογοήτευση εκεί έξω με αποτέλεσμα καμία από τις βεβαιότητες ή έστω τις υποθέσεις εργασίας που ίσχυσαν στο παρελθόντος να μη μπορεί να θεωρηθεί ότι θα ισχύσει σε μια κλασσικά μεταβατική περίοδο υψηλών ταχυτήτων και ριζικών μεταβολών όπως αυτή που διανύουμε στις ημέρες μας όπου το παλιό πεθαίνει εν ριπή οφθαλμού και το νέο δεν έχει ακόμα γεννηθεί.

Αν, για παράδειγμα, οι διπλές εκλογές Μαΐου – Ιουνίου 2012 ήταν το γεγονός που σφράγισε το τέλος του δικομματισμού της μεταπολίτευσης, τίποτα δεν αποκλείει οι ευρωεκλογές του 2024 να αποδειχθούν το  ορόσημο μιας εποχής άδηλων πολιτικών εξελίξεων και νέων πολιτικών φαινομένων.

Όχι μόνον γιατί στα δεξιά της Ν.Δ. αναδύεται ήδη ένας νέος αντισυστημικός πόλος που ενδέχεται να γίνει στο άμεσο μέλλον πολύ πιο συμπαγής και απειλητικός. Αλλά κυρίως γιατί έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται προμηνύματα που μας υποχρεώνουν να αναστοχαστούμε αλλιώς τόσο την ίδια την πολιτική όσο και τις σχέσεις της με την ζώσα κοινωνική πραγματικότητα. 

Εξάλλου δεν είναι τυχαίες ούτε οι ανακατατάξεις στον χώρο της ευρύτερης ριζοσπαστικής αριστεράς ούτε η αλλαγή φρουράς στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πρωτίστως δεν είναι τυχαία ούτε η πανθομολογούμενη πλέον ρευστοποίηση του κομματικού συστήματος ούτε η απορρύθμιση των πολιτικών συμπεριφορών που στην διάρκεια της μεταπολίτευσης κινούσαν το εκλογικό εκκρεμές στον άξονα που όριζε η διαιρετική τομή Δεξιά – Αριστερά.

Τα συμπτώματα αυτής της απορρύθμισης έγιναν ολοφάνερα μέσα στο 2024. Το επιφαινόμενο Κασσελάκη ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά. Η πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα άλλο. Ωστόσο το μείζονος σημασίας γεγονός ήταν ότι για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία τα ποσοστά της αποχής στις τελευταίες ευρωεκλογές ξεπέρασαν τα αντίστοιχα της συμμετοχής των ψηφοφόρων σε προηγούμενες εκλογικές διαδικασίες. Αυτή η συρρίκνωση του εκλογικού σώματος στο ιστορικά μικρότερο μέγεθός του,  δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μεμονωμένο ή απλά συγκυριακό φαινόμενο.

Αντιθέτως συνδέεται και μάλιστα άμεσα με την απαξίωση του κομματικού συστήματος την έλλειψη φαντασίας που χαρακτηρίζει την αναπαραγωγή των main stream εναλλακτικών προγραμματικών προτάσεων και πολύ περισσότερο με το κενό ηγεσίας που έχει δημιουργήσει αφενός ο απορφανισμός της πολιτικής ζωής από τις χαρισματικές ηγεσίες που άλλοτε ενσάρκωναν τις πολιτικές παρατάξεις και ενέπνεαν τους οπαδούς τους και αφετέρου η παράδοση των κομμάτων σε μετριότητες ανθεκτικές στις ισοπεδωτικές τακτικές των κομματικών μηχανισμών, αλλά ανήμπορες να υποβάλουν ανταγωνιστικές προσφορές που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας ταχύτατα μεταβαλλόμενης πολιτικής  ζήτησης.

Εξού και ο “κανένας” υπήρξε ο αναμφισβήτητος νικητής των δημοσκοπήσεων του 2024. Με μόνη την διαφορά ότι για τους ίδιους λόγους που δίνουν στον “κανένα” ένα ασυναγώνιστο δημοσκοπικό προβάδισμα,  θα παραμένει, παρά τα επικρατέστερα προγνωστικά,  άγνωστος ο τελικός νικητής του συνεχιζόμενου πολιτικού ανταγωνισμού. 

Πολύ δε περισσότερο άγνωστος  θα παραμένει ο νικητής των επόμενων εκλογών οψέποτε και αν αυτές πραγματοποιηθούν. Οι αναταράξεις που μοιραία θα προκαλούν τα υφιστάμενα πολιτικά κενά θα τον καθιστούν, για απροσδιόριστο ακόμα χρόνο, άδηλο. Όπως θα καθιστούν άδηλες και τις εν γενεί πολιτικές εξελίξεις.

Αυτό θα συμβαίνει τουλάχιστον μέχρις ότου αρχίσει να διαλύεται η αυξανόμενη κοινωνική δυσπιστία και να αποκαθίσταται η χαμένη εμπιστοσύνη στους απρόσωπους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς.

Μέχρι τότε  τα πρόσωπα των πολιτικών ηγετών θα λειτουργούν ως υποκατάστατα των πολιτικών προγραμμάτων κατέχοντας τα κλειδιά του σχηματισμού των κοινωνιών ρευμάτων και των μεταξύ τους πολιτικών συσχετισμών. Με άλλα λόγια θα λειτουργούν ταυτόχρονα ως πομποί θετικών ή αρνητικών μηνυμάτων και ως οιωνεί αναπληρωτές της χαμένης πρωτοτυπίας ή/και αξιοπιστίας των εναλλακτικών προτάσεων διακυβέρνησης.

Στο κάτω κάτω στον πολιτισμό της νεοελληνικής κοινωνίας τα πρόσωπα λειτουργούσαν ανέκαθεν ως σπαθιά που έλυναν τους γόρδιους δεσμούς που συναντούσε στο διάβα της ιστορίας της.

Σχετικά Άρθρα