“De Grece”/ Τα μυστικά του τηλεφωνικού καταλόγου, οι “Έλληνες”, οι “Βασιλι(η)άδες” και η αποκάλυψη Αλιβιζάτου
Μία γρήγορη αναζήτηση στον τηλεφωνικό κατάλογο εμφανίζει το ονοματεπώνυμο Νικόλαος Βασιλιάς στην περιοχή του Διστόμου Βοιωτίας, εάν, ωστόσο, αλλάξει κανείς την ορθογραφία του επωνύμου σε “Βασιληάς” τότε μπορεί να εντοπίσει πολλούς, από το Μούρεσι του Πηλίου μέχρι την Αγία Παρασκευή Αττικής, ενώ αρκετοί με αυτό το επώνυμο είναι καταχωρημένοι στο νομό Βοιωτίας. Η δε εταιρεία “Βασιληάς Α.Ε” είναι πασίγνωστη και θεωρείται από τις πλέον καινοτόμες στον χώρο των ηλεκτρικών μικροσυσκευών.
Εξ΄ όσων είναι γνωστό ουδείς εκ των παραπάνω έλκει την καταγωγή του από κάποια πρώην ή νυν βασιλική οικογένεια, ως εκ τούτου το επώνυμό τους είναι τυχαίο και χάνεται στις ρίζες του οικογενειακού του δέντρου, άγνωστο πως.
Ως εκ τούτου, το “Βασιλιάς”, ή “Βασιληάς” υφίσταται ως ελληνικό επώνυμο και υπό την έννοια αυτή, ως προς τις ρητές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος Βενιζέλου του 1994 σχετικά με την απόκτηση ιθαγένειας, ο Παύλος και ο Νικόλαος Γλύξμπουργκ θα μπορούσαν να αιτηθούν την απόκτησή του, αφού προηγουμένως, όπερ και τυπικά εγένετο, ορκίζονταν πίστη στο Σύνταγμα και δεσμεύονταν ότι ουδεμία αξίωση έχουν που να αποκλίνει από το δημοψήφισμα του 1974. Θα μπορούσαν, όμως, πράγματι;
Ποιό Ληξιαρχείο, ποιός υπουργός Εσωτερικών και ποιά κυβέρνηση θα αποδέχονταν τα μέλη της πρώην βασιλικής οικογένειας των Γλύξμπουργκ να λάβουν το συγκεκριμένο επώνυμο (Παύλος Βασιλιάς, ή Βασιληάς), το οποίο αν και ελληνικότατο υποδηλώνει εμμέσως αλλα σαφώς την γαλαζοαίματη καταγωγή τους; Απίθανο…
Εάν, ωστόσο, επέλεγαν το ελληνικότατο “Έλληνας”; Πάλι, μία αναζήτηση στον τηλεφωνικό κατάλογο οδηγεί σε δύο αποτελέσματα.
Δύο άτομα με το ονοματεπώνυμο “Παύλος Έλληνας” ζουν, για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη, κι ένας “Νικόλαος Έλληνας” στην Αττική. Ως προς αυτό το ονοματεπώνυμο, το Ληξιαρχείο Αθηνών θα είχε μάλλον δυσκολία στο να αποφασίσει, όμως το πιθανότερο είναι πως θα το έκανε δεκτό και ο κ. Θεόδωρος Λιβάνιος εξίσου δύσκολα θα το απέρριπτε. Στα αγγλικά, δε, τι πιό εύηχο από το “Paul Greek”.
Οι Γλύξμπουργκ, ωστόσο, δεν μπήκαν στον κόπο να διευρύνουν την φαντασία τους- προφανώς δεν είναι αυτή η δουλειά των …”διαδόχων”, αφού υπάρχει το σχετικό (βασιλικό) manual. Το ” De Grece”, ελληνιστί “Ντε Γκρές”, δεν αντιστοιχεί στο φυσιολογικό και αποδεκτό “Έλληνας” αλλά υποδηλώνει εκ πρώτης ανάγνωσης καταγωγή (από την Ελλάδα), όμως σε δεύτερη -και ορθή- ανάγνωση σημαίνει “Της Ελλάδα(ο)ς”. Κι αυτό πολλοί πιστεύουν πως υπονοεί τίτλο ευγενείας όπως κάθε ενεργός, εκπεσών, ή παρηκμασμένος γαλαζοαίματος ανά την Ευρώπη το πιστεύει.
Η πολιτική διάσταση
Ο υφυπουργός Εργασίας Κώστας Καραγκούνης, στη διάρκεια τηλεοπτικής συζήτησης στο MEGA, υποστήριξε ότι «από τη στιγμή που κάποιος πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου, μπορεί να του δοθεί η ιθαγένεια. Τι θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση, να μην την αποδώσει;». Και ο βουλευτής της Ν.Δ Δημήτρης Μαρκόπουλος εγκαλούσε (Action24) τις προάλλες όσους στέκονται μίζερα απέναντι σε μία οικογένεια που έχει γράψει την δική της ιστορία στον τόπο, προσπερνώντας τυχόν εξηγήσεις σχετικά με το τι είδους “ιστορία” είναι αυτή.
Η κυβέρνηση ποντάρει στη λήθη, τόνισε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Καραμέρος (Open). «Θέτω ένα ρητορικό ερώτημα» είπε και συνέχισε: «Ξέρετε πολλούς Έλληνες οι οποίοι να έχουν δύο συνθετικά στο επώνυμό τους; Κανένας δεν υπάρχει. Μέσα σε μία μέρα, ενώ περιμένουν χιλιάδες οικογένειες 10, 20, 30 χρόνια για την ιθαγένεια και πληρούν τις προϋποθέσεις, εδώ υπήρξε μια επιλογή πολιτική. Δεν ήταν μια τυπική διαδικασία και μάλιστα δόθηκε πολιτικό περιεχόμενο. Εδώ ποντάρει στη λήθη η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η Νέα Δημοκρατία. Σου λέει «το τι έγινε πριν το 74 θα το έχουν ξεχάσει οι νεότερες γενιές». Θα πρέπει να ξέρουν οι νεότεροι άνθρωποι ότι αυτό που παρακολουθούν σαν να είναι το Crown, σαν να είναι η Κέιτ Μίντλετον, στην Ελλάδα έχει κοστίσει σε πολύ σκοτεινές εποχές για τη δημοκρατία, με πολύ φτώχεια, πολύ διχασμό και εθνικές καταστροφές. Αλλά αυτά όσοι είναι κάτω από 45 ετών δεν τα πολυθυμούνται. Έτσι εκτιμά η κυβέρνηση. Εκεί ποντάρει ο κύριος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία».
«Μέσα στην ίδια βδομάδα η Νέα Δημοκρατία στηρίχθηκε κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού από τρεις πρώην βουλευτές του νεοναζιστικού μορφώματος των Σπαρτιατών, απέδωσε ιθαγένεια με επώνυμο που εμπεριέχει εθνικό προσδιορισμό στην τέως βασιλική οικογένεια και δέχθηκε πίσω στις τάξεις της τον βουλευτή Λευτέρη Αυγενάκη που είχε προπηλακίσει υπάλληλο του αεροδρομίου και για τον οποίον ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης ήταν κατηγορηματικός ότι “θα ήταν αδιανόητο ένας άνθρωπος με τέτοια συμπεριφορά να συνεχίσει να πολιτεύεται υπό τη σημαία της Νέας Δημοκρατίας”», επεσήμανε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ Κώστας Τσουκαλάς.
Πιθανώς όλα αυτά να συνιστούν υπερβολές της αντιπολίτευσης στην προσπάθεια να ασκηθεί κριτική στην κυβέρνηση για οτιδήποτε. Οι δημοσκόποι, μάλιστα, λένε πως το ποσοστό των νοσταλγών της βασιλείας δεν υπερβαίνει το 1-2% και είναι αλήθεια πως ουδείς σοβαρός θεωρεί ότι υπάρχει πιθανότητα παλινόρθωσης. Ένα (νέο) κόμμα Βασιλοφρόνων δεν θα είχε καμία τύχη, θεωρούν οι εκλογολόγοι, από την άλλη, ωστόσο, σε ένα τόσο ρευστό και ευμετάβλητο πολιτικό τοπίο ακόμα και οι δύο ποσοστιαίες μονάδες δεν είναι αμελητέες. Σε συνδυασμό, δε, με άλλες παραμέτρους ίσως αποδειχθούν πολύτιμες. Εάν, δε, λάβει κανείς υπόψη του τον θυμό σημαντικής μερίδας δεξιών ψηφοφόρων για το άνοιγμα του πρωθυπουργού προς το κέντρο και τους “δικαιωματιστές”, όπως θα έλεγε ο Αντώνης Σαμαράς, με το νόμο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, μία κατάδυση στο βάθος της ιστορίας και των “ιερών” του δεξιού ακροατηρίου ίσως να μην είναι άχρηστη.
Η παρέμβαση Αλιβιζάτου
Κατά περίεργο τρόπο, οι συνταγματολόγοι δεν έδωσαν το παρών τις προηγούμενες μέρες που το θέμα προκάλεσε πολιτική αντιπαράθεση. Θα είχε, μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον εάν είχε εκφέρει άποψη σχετικά ο επιστημονικά και συνταγματικά άρτιος Ευάγγελος Βενιζέλος, ως (και) “πατέρας” του νόμου περί ιθαγένειας. Δεν το έπραξε μέχρι τώρα, ζυγίζοντας μάλλον τις προτεραιότητές του. Το έκανε, όμως, ο επίσης πολύ γνωστός καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος.
Συγκεκριμένα, σε άρθρο γνώμης στην εφημερίδα «Καθημερινή» γράφει: «Το «de Grèce» ή «ντε Γκρες» που, σύµφωνα µε το ρεπορτάζ των εφηµερίδων, δήλωσαν ως επώνυµο οι ενδιαφερόµενοι, δεν είναι βέβαια κανονικό επώνυµο. Είναι δηλωτικό τόπου καταγωγής. Ως τέτοιο όµως το «ντε Γκρες» –δηλαδή «της Ελλάδος» και µάλιστα µε κενό ανάµεσα στις δυο λέξεις, κατά το γαλλικό de ή το γερµανικό von– το εν λόγω «επώνυµο» δεν προσδιορίζει, ούτε µπορεί να προσδιορίσει την ταυτότητα των συγκεκριµένων προσώπων, όπως θα έπρεπε.
∆ιότι χιλιάδες συµπατριώτες µας µε το όνοµα Παύλος ή Νικόλαος, θα µπορούσαν, επικαλούµενοι την αρχή της ισότητας, να διεκδικήσουν αντί άλλου επωνύµου το «της Ελλάδος» (ή «της Ηλείας», ή «της Καρδίτσας») και να το χρησιµοποιήσουν, προκαλώντας αληθινό χάος στις συναλλαγές. Από αυτή την άποψη, η αίτηση των ανωτέρω δεν πληροί, κατά τη γνώµη µου, τις προϋποθέσεις του ν. 2215/1994, ο οποίος ζητεί από αυτούς να δηλώσουν επώνυµο της επιλογής τους και όχι κάτι που δεν µοιάζει καν µε επώνυµο».
Ο κ. Αλιβιζάτος, σημειώνει πως: «Το κυριότερο, ωστόσο, είναι ότι το Σύνταγµα δεν απαγορεύει µόνο την απονοµή τίτλων ευγενείας, αλλά και τίτλων «διάκρισης» (άρθρο 4 παρ. 7). ∆εν συνιστά όµως κατ’ εξοχήν διάκριση η χρήση από έναν Ελληνα πολίτη, αντί επωνύµου, του δηλωτικού του τόπου καταγωγής του, όπως έκαναν παλαιότερα οι βασιλείς και, γενικότερα, οι ευγενείς;
Με όλο τον σεβασµό, λοιπόν, υποβάλλω τις παρατηρήσεις αυτές στον υπουργό Εσωτερικών, στον οποίο ανήκει ο τελευταίος λόγος, εν προκειµένω. Ως παλαιό µαθητή µάλιστα του Ηλία Νικολακόπουλου και, ως εκ τούτου, καλό γνώστη της νεότερης ιστορίας µας, θα του συνιστούσα και κάτι ακόµη: να θυµηθεί τον Τιµολέοντα Φιλήµονα, τον γνωστό δηµοσιογράφο, πολιτικό και διανοούµενο, ο οποίος, το 1868, είχε αντιταχθεί στην απονοµή του τίτλου του «δούκα της Σπάρτης» στον µετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνο. Γιατί; ∆ιότι το απαγόρευε ήδη από τότε ρητά το Σύνταγµα».
Ταυτόχρονα απευθύνει μια προτροπή προς τους Γλύξμπουργκ: «Οσο για τους άµεσα ενδιαφερόµενους, θα τους προέτρεπα να χρησιµοποιήσουν ως επώνυµο το πολύ συγγενές «∆εγρές» ή, ακόµη, σωστότερα «∆αγρές», δανειζόµενοι το επώνυµο ενός γνωστού πολιτικού του 19ου αιώνα: του Κωνσταντίνου ∆αγρέ (1821-1898), επανειληµµένα βουλευτή Μεσσηνίας, ο οποίος καταγόταν από το χωριό Βρωµόβρυση της Αλφείας».